Ο Αχμέντ Νταβούτογλου δεν είναι μόνο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας.
Είναι και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και με την ιδιότητά του αυτή, η αναφορά στους παράγοντες ισχύος (ή αδυναμίας) μιας χώρας στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» περιλαμβάνει τα σχεδόν αυτονόητα: ότι υπάρχουν οι σταθεροί παράγοντες ισχύος (γεωγραφία, ιστορία, δημογραφία και πολιτισμός) και οι μεταβλητοί (τεχνολογία, οικονομία, στρατιωτική δυνατότητα).
Οι δεύτεροι, σαφώς..αλληλένδετοι, είναι οι μόνοι που μπορούν να επηρεαστούν από μια χώρα, η οποία μόνο μέσω αυτών μπορεί να μεγεθύνει τις ευνοϊκές και να περιορίσει τις αρνητικές επιδράσεις των πρώτων.
Ολα αυτά είναι απολύτως αυτονόητα για έναν καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Το «σχεδόν» στην προηγούμενη παράγραφο αφορά την κατανόησή τους από εκείνους που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της υψηλής εθνικής στρατηγικής μιας χώρας, υπό την πρόσθετη αίρεση ότι όλες οι χώρες διαθέτουν μια τέτοια στρατηγική. Αναφέρεται ακόμα εμμέσως, πέραν των όσων συμμετέχουν ενεργά και άμεσα στην διαμόρφωση της όποιας υψηλής στρατηγικής, σε όσους συνδιαμορφώνουν το εσωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, οι οποίες σπάνια ωριμάζουν μέσα σε ένα απόλυτο κοινωνικό κενό.
Στα παραδείγματα που αναφέρει ο Νταβούτογλου περιλαμβάνεται ο Δελή Πέτρος, ο «Τρελός Πέτρος» όπως αποκαλούν οι Τούρκοι τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβιέντεφ άκουσε να τον περιγράφουν με το όνομα του τσάρου που, μεταξύ άλλων, εκσυγχρόνισε τη Ρωσία εισάγοντας δυτική επιστήμη και τεχνολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος πήγε την περασμένη εβδομάδα στην καρδιά και τον εγκέφαλο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, στη Σίλικον Βάλεϊ, την «Κοιλάδα του Πυριτίου», που δημιουργήθηκε γύρω από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, νοτίως του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Μεντβιέντεφ δεν πήγε εκεί για να θαυμάσει ένα από τα τρία καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου (το πρώτο σε τομείς όπως η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Δεν αρκέστηκε να «ρωτήσει την Τζέιν» (το ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα πληροφοριών που έχει το όνομα της Τζέιν Στάνφορντ) για το πώς δημιουργείται, αναπτύσσεται και λειτουργεί ένας πόλος ανάπτυξης θετικών επιστημών και τεχνολογίας. Πήγε για να εξηγήσει και να προωθήσει το σχέδιό του για τη δημιουργία τέτοιων πόλων στη Ρωσία και για να αποπειραθεί να προσελκύσει στη χώρα του κάποιους από τους κορυφαίους δημιουργικούς ανθρώπους που χρειάζεται, για να ξεκινήσει ένα είδος ρωσικής «Σίλικον Βάλεϊ».
Εχοντας ουσιαστικά σταθεροποιήσει τη Ρωσία μετά τη χαοτική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ρωσική ηγεσία προσπαθεί τώρα να ανακτήσει κάποια από την ισχύ και την επιρροή της χώρας, δείχνοντας να το πετυχαίνει. Ομως, δεδομένων των σοβαρών αδυναμιών στους συντελεστές ισχύος της Ρωσίας και ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημογραφία με τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού και την οικονομία με τη χρόνια έλλειψη κεφαλαίων, η επόμενη πρόκληση δεν αφορά τόσο την ανάκτηση της ισχύος, αλλά τη διατήρηση αυτής που έχει ήδη ανακτηθεί.
Η ιστορία και ο πολιτισμός, δύο από τους συντελεστές ισχύος, δείχνουν στη Ρωσία τους περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται η σημερινή προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Από τον Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη ώς τον Στάλιν όλες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας επιβλήθηκαν βίαια εκ των άνω και βασίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στη διατεταγμένη μαζική χρήση της εργασίας του ρωσικού λαού (αν και όχι στο βαθμό που κάτι τέτοιο είχε γίνει στην Κίνα). Στη σημερινή μεταβιομηχανική εποχή η εκσυγχρονιστική μεταφύτευση δεν μπορεί να βασιστεί στην εργασία. Χρειάζεται μεταφορά των ίδιων των φορέων της γνώσης και της πληροφορίας, δηλαδή άκρως εκπαιδευμένων ανθρώπων, και τη διαμόρφωση ενός ασυνήθιστου για τον ρωσικό πολιτισμό περιβάλλοντος πολλαπλών κοινωνικών ελευθεριών που θα επιτρέπει τη διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και, μέσω αυτής, την εκκίνηση μιας αυτόνομης αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Θεωρητικά, σε πολύ καλύτερη θέση για την ανάπτυξη του μεταβλητού παράγοντα ισχύος της επιστήμης/τεχνολογίας και κατ' επέκταση εκείνου της οικονομίας, βρίσκεται, λόγω διαφορετικού μίγματος των σταθερών παραγόντων ισχύος, η Ελλάδα. Η ανάπτυξη επιστήμης/τεχνολογίας, δηλαδή γνώσης και πληροφορίας, δεν απαιτεί τις τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου και εργασίας που χρειαζόταν η βιομηχανία του παρελθόντος (η βιομηχανία της ωμής βίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο Αλβιν Τόφλερ). Η ελληνική κοινωνική δομή επιτρέπει τη διάχυση των πάντων, πόσω μάλλον της πληροφορίας, η ελληνική δημογραφία, βοηθούμενη από τη μετανάστευση, είναι πολύ σταθερότερη της ρωσικής και οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται τόσο από την άνωθεν επιβολή. Και όμως, ακόμα και αν μια διορατική πολιτική ηγεσία προσπαθούσε να αναπτύξει αυτόν τον παράγοντα εθνικής ισχύος, πέρα από τα συνηθισμένα λόγια, μάλλον θα αποτύγχανε, χωρίς αλλαγή κάποιων στοιχείων που τείνουν να αποκτήσουν τον χαρακτήρα πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Διαχωρίζει όμως όλο και περισσότερο την εκπαίδευση από τη γνώση. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόση προσήλωση στο «χαρτί» έναντι του ουσιαστικού περιεχομένου των σπουδών. Η αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως γραφειοκρατικής προϋπόθεσης εισόδου και εξέλιξης στο Δημόσιο και η συνακόλουθη αποφυγή δυσκολότερων επιστημονικών πεδίων περιορίζουν τον αριθμό όσων θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια δημιουργική τεχνολογική διαδικασία.
Κάποιοι, σε ατομικό επίπεδο, ξεφεύγουν απ' αυτούς τους περιορισμούς, ξεγλιστρούν από τις κομματικές βδέλλες που λυμαίνονται τα ελληνικά πανεπιστήμια ή έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι, συνήθως, η πλήρης απαξίωσή τους σε μια κοινωνία που δεν χρειάζεται τα προσόντα τους, έχοντας εγκαταλείψει κάθε δημιουργική προσπάθεια περιοριζόμενη στην απλή πώληση και υποστήριξη της τεχνογνωσίας των άλλων ή η αναζήτηση (και εύρεση) δημιουργικής εργασίας στο εξωτερικό.
Η ελληνική οικονομική κρίση, στην πραγματικότητα κρίση των περισσότερων προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, στρέφει την προσοχή στους Ελληνες επιστήμονες (όχι με την ελληνική έννοια που αναφέρεται απλώς σε όποιον έχει πάρει ένα χαρτί από κάποιο πανεπιστήμιο) που μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Δεν είναι κάτι που ξεκίνησε τώρα, αλλά απλώς τώρα αρχίζει να γίνεται περισσότερο αντιληπτό, αν και παραμένει σχετικά σταθερό.
Με όλα αυτά,σε κάποια αναλογία με τη Ρωσία, καθώς η ελληνική οικονομία κάποτε θα βγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τη σημερινή φάση της σταθεροποίησης, η ελληνική κοινωνία θα χρειαστεί να αναζητήσει τη φάση της ανάκτησης, της διατήρησης και της ανάπτυξης της ισχύος της. Καθώς δεν έχει την παράδοση της αφ' υψηλού τσαρικής επιβολής, θα χρειαστεί να αποβάλει με τις δικές της εσωτερικές ζυμώσεις τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της από το παρελθόν. Δύσκολο, οδυνηρό, ενδεχομένως και αιματηρό.
Κώστας Τσαπόγας
enet.gr
Post Top Ad
Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010
Home
Unlabelled
Ο παρασιτισμός και η εθνική ισχύς..