Στην υλοποίηση ενός «καλού σεναρίου» στο μέτωπο της οικονομίας ποντάρει η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλιστεί περαιτέρω βοήθεια από τους εταίρους μας να ξεκινήσει η σταδιακή ανάκαμψη και να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα.
Βασική παράμετρος και... απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει το «σενάριο» πραγματικότητα είναι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στο τέλος του έτους.
Στο υπουργείο Οικονομικών, σταθμίζοντας τα μέχρι τώρα δεδομένα εκτέλεσης του προϋπολογισμού, προβλέπουν με βεβαιότητα ότι το 2013 θα κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης των 2 δισ. ευρώ, ποσό υψηλότερο κατά πολύ από τον στόχο που είχε τεθεί.
Σε αυτή την περίπτωση το όφελος θα είναι διπλό:
- Από τη μία θα ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο «πακέτο» στήριξης της Ελλάδας, το οποίο θα προβλέπει τη διασφάλιση χρηματοδότησης του προγράμματος αλλά και την ελάφρυνση του χρέους.
Το «πακέτο», με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, θα περιλαμβάνει μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση έως και 50 έτη των υφιστάμενων δανείων από την Ευρωζώνη. Επίσης για τις ανάγκες κάλυψης του κενού ύψους 11 δισ. ευρώ στη διετία 2014-2015 εξετάζεται αυτές τις μέρες η ενίσχυση της χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και η παροχή ενός νέου «μικρού» δανείου.
- Από την άλλη, η κυβέρνηση θα έχει την ευχέρεια να διαθέσει μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος (το 30% του συνολικού ποσού όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο με το υπόλοιπο 70% να χρησιμοποιείται για τη μείωση του χρέους) για τη λήψη μέτρων ενίσχυσης των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων.
Στην κυβέρνηση εκτιμούν πως ο συνδυασμός αυτός θα δράσει καταλυτικά ώστε να βελτιωθεί το κλίμα αλλά και οι συνθήκες στην πραγματική οικονομία. Επίσης θεωρούν προφανές πως θα διασφαλίσει την κυβερνητική συνοχή και γενικότερα τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος έως τις Ευρωεκλογές του επόμενου Μαΐου (με δεδομένο ότι η Γερμανία επί του παρόντος επιμένει πως οι αποφάσεις για τη βοήθεια προς την Ελλάδα θα ληφθούν την άνοιξη του 2014).
Οσον αφορά το τρίτο «πακέτο», υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών σημειώνει πως δεν θα δομηθεί στα στενά όρια που είχε θέσει το Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012.
«Αυτή την περίοδο εξετάζουμε όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις τόσο για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια όσο και για την ελάφρυνση του χρέους. Εκτός συζήτησης είναι μόνο η μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους, δηλαδή το λεγόμενο κούρεμα», λέει χαρακτηριστικά.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα το «πακέτο» αναμένεται να περιέχει:
•Μείωση των επιτοκίων για τα δάνεια που έδωσαν στην Ελλάδα οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος στήριξης ύψους 53 δισ. ευρώ.
•Το επιτόκιο για τα δάνεια αυτά έχει ήδη περιοριστεί σε Εuribor συν 0,5% και σε ετήσια βάση για την εξυπηρέτηση των τόκων καταβάλλονται 400 εκατ. ευρώ.
•Αυτό που συζητείται είναι η μείωση του επιτοκίου κατά 0,5%, κάτι που θεωρείται απολύτως εφικτό (περιλαμβάνεται άλλωστε και στην απόφαση του Eurogroup). Σε μία τέτοια περίπτωση οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων θα περιορίζονται κατά 260 εκατ. ευρώ ετησίως.
•Χρονική μετάθεση της αποπληρωμής των δανείων από την Ευρωζώνη. Εξετάζεται η επιμήκυνσή τους κατά 30 ή 50 χρόνια, με την Αθήνα να επιμένει πως τα 50 χρόνια αποτελούν πιο δραστική λύση καθώς έτσι η Ελλάδα θα απαλλαχθεί από την αποπληρωμή των συγκεκριμένων δανείων μέχρι το το 2064. Αξίζει να σημειωθεί πως στη διετία 2014?2015 δημιουργείται χρηματοδοτικό κενό ύψους 11 δισ. ευρώ περίπου, μια και πρέπει να καλυφθούν λήξεις ομολόγων συνολικού ύψους 41,3 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα περισσότερα ομόλογα βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ και ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών.
•Το πρόβλημα του χρηματοδοτικού κενού θα επιλύονταν άμεσα με την επιμήκυνση των λήξεων των συγκεκριμένων ομολόγων αλλά η ΕΚΤ έχει θέσει βέτο και δεν υπάρχει πιθανότητα αυτό να παρακαμφθεί.
•Σύναψη ενός νέου δανείου περιορισμένου ύψους κοντά στα 5 δισ. ευρώ για να καλυφθούν σε πρώτη φάση οι ανάγκες του 2014.
•Να διατηρηθεί η αυξημένη κοινοτική συμμετοχή 95% στο ΕΣΠΑ και στα πρώτα χρόνια της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020. Υιοθετώντας η ΕΕ τη λύση αυτή, δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να καλύψει τμήμα του κενού των επόμενων ετών, καθώς θα περιορίσει τις δαπάνες για επενδύσεις.