Τι κέφι μπορεί να έχει ένας νέος άνθρωπος όταν του λένε από παντού πως, με τα σημερινά δεδομένα,
δεν μπορεί να ελπίζει ούτε ότι θα είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα αξιοπρεπές σπιτικό,ούτε ότι θα μπορέσει να μεγαλώσει παιδιά «χωρίς να τους λείψει τίποτα»,
ούτε ότι θα μπορέσει να ανέβει στη σκάλα της κοινωνικής ιεραρχίας, αλλάζοντας εισοδηματική τάξη,
ούτε ότι θα καταφέρει να πραγματώσει τα άλλα όνειρά του..
Μια ολόκληρη γενιά βρίσκεται στα όρια της απελπισίας. Μπορεί κιόλας να τα έχει ξεπεράσει. Αν και αναφέρομαι στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής νεολαίας, στην πιο ευάλωτη θέση βρίσκονται οι τριαντάρηδες. Είναι ήδη μεγάλοι για να μεταναστεύσουν, ή για να... αλλάξουν ριζικά τις βασικές επιλογές που έχουν κάνει στη ζωή τους (σπουδές, κλπ.) και πολύ μικροί για να έχουν μαζέψει ένα απόθεμα εργασιακής εμπειρίας, γνωριμιών και χρημάτων που θα τους προστάτευε από τις χειρότερες κακοτοπιές της κρίσης.
Δεν έχουν την πολυτέλεια να δουλεύουν αμισθί ή για ψίχουλα και ήδη αισθάνονται την ανάσα των απελπισμένων 20άρηδων που είναι πρόθυμοι για εβδομήντα ώρες την εβδομάδα, έναντι 592 ευρώ μεικτά. Οι τελευταίοι, προβληματισμένοι επίσης για το μέλλον τους, τουλάχιστον δεν έχουν ακόμη μεγάλες ανάγκες, ενώ μπορούν πάντα να ελπίζουν ότι «θα φύγουν έξω» και ότι «η ζωή είναι μπροστά τους».
Όσο για εκείνους που πλησιάζουν ή έχουν πατήσει τα δεύτερα – άντα; Αν δεν έχουν κάνει κάτι ακόμη για να πιαστούν από ένα στήριγμα, τότε αντιλαμβάνονται με δέος ότι οι επιλογές τους έχουν στενέψει ασφυκτικά.
Τα ερωτηματικά είναι κοινά και για τις τρεις ηλικιακές κατηγορίες:
τι κέφι μπορεί να έχει ένας νέος άνθρωπος όταν του λένε από παντού πως, με τα σημερινά δεδομένα, δεν μπορεί να ελπίζει ούτε ότι θα είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα αξιοπρεπές σπιτικό, ούτε ότι θα μπορέσει να μεγαλώσει παιδιά «χωρίς να τους λείψει τίποτα», ούτε ότι θα μπορέσει να ανέβει στη σκάλα της κοινωνικής ιεραρχίας, αλλάζοντας εισοδηματική τάξη, ούτε ότι θα καταφέρει να πραγματώσει τα άλλα όνειρά του.
Το χειρότερο είναι ότι η γενιά μου – αυτή που ακούει καθημερινά ότι είναι μία χαμένη γενιά – δεν έχει εξοπλιστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσει τη χειρότερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας:
μετά από 15 χρόνια αδιάλειπτης μεγέθυνσης του ΑΕΠ,
μαθημένη στο ταπεράκι της μαμάς,
τη σύνταξη του μπαμπά και τα τυχερά από τα χωράφια του παππού (εντάξει, δεν είναι όλοι τόσο τυχεροί, αλλά δεν είναι και λίγοι), ήλπιζε ίσως σε μία σίγουρη θέση στο δημόσιο,
ή σε μια «καλή μπίζνα» με ευρωπαϊκή επιδότηση και βρίσκεται σήμερα ξεβράκωτη στ’ αγγούρια.
Δυστυχώς, το κακό μας βρήκε άβγαλτους, ψαρωμένους και μαλθακούς...
Είναι επομένως δικαιολογημένη η αγανάκτηση και η οργή της γενιάς μου.
Υποψιάζομαι όμως, ότι δεν είναι αυτοί που πρέπει οι αποδέκτες της οργής των συνομηλίκων μου: η φίλη που προσλήφθηκε στη ΔΕΚΟ, όπου εργαζόταν ο μπαμπάς της, από τα 22 της και τώρα έχει υποστεί μεγάλη μείωση των αποδοχών της, δεν θα πρέπει να τα βάζει με το Μνημόνιο, αλλά με τον μπαμπά της που την έβαλε εκεί και με τον εαυτό της, που ψήφιζε συγκεκριμένο κόμμα μόνο και μόνο για να την βάλει εκεί.
Η συγγενής μου που μπήκε με μέσο σε ένα άχρηστο δημόσιο φορέα, που σήμερα οδεύει προς κατάργηση, δεν θα πρέπει να οργίζεται με την Τρόικα, αλλά με το ξερό της το κεφάλι. Αν απολυθεί σήμερα, αυτή η κοπέλα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Ποτέ στη ζωή της δεν έδωσε ένα βιογραφικό, ούτε έχει παλέψει για μια θέση στον ιδιωτικό τομέα...
Ο γνωστός μου που μέσα στις δυσκολίες του πρέπει να υποστηρίζει και τη μάνα του, η οποία τρέφεται από μία σύνταξη των 400 ευρώ, δεν θα πρέπει να οργίζεται με κανέναν άλλον, παρά μόνο με τη μάνα του. Η οποία επέλεξε να βγει στη σύνταξη με 15 χρόνια προϋπηρεσία ως μητέρα ανηλίκου (και τώρα διαμαρτύρεται για τη σύνταξη των 400 ευρώ!).
Το παιδί από τη γειτονιά που απολύθηκε από την καφετέρια που δούλευε και τώρα δεν μπορεί να μπει ταμείο ανεργίας, επίσης με τον εαυτό του και το αφεντικό του πρέπει αγανακτεί. Διότι ήξερε ότι η καφετέρια που δούλευε επιβίωνε τόσα χρόνια επειδή δεν έκοβε ούτε μια απόδειξη και δεν έβαζε ένσημα στον ίδιο (με αντάλλαγμα λίγο καλύτερο μεροκάματο). Και τώρα που έσφιξαν τα πράγματα, η καφετέρια έκλεισε (χρέωνε τον καφέ 4,5 ευρώ βλέπετε) και ο ίδιος έμεινε ξεκρέμαστος.
Όσο για τον κολλητό μου; Εκείνον που με σπουδές και διδακτορικό ξεσκίζεται στον ιδιωτικό τομέα, μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα για 872 ευρώ (με τις νέες κρατήσεις 790 ευρώ); Αυτός πρέπει να τα βάλει με όλους: με το αφεντικό του που δεν τον σέβεται και αρνείται να συμβιβαστεί και το ίδιο με τη μείωση του βιοτικού επιπέδου που υφίστανται όλοι οι Έλληνες.
Με την παραδιπλανή του στο γραφείο που τα ξύνει και τσεπώνει τέσσερα χιλιάρικα, επειδή τόσα προβλέπει η άκαμπτη συλλογική σύμβαση μετά από 20 χρόνια προϋπηρεσίας και τα συναφή οικογενειακά επιδόματα.
Με τους εργατοπατέρες που έχουν πετύχει να είναι αδύνατη η απόλυση (λόγω απαγορευτικού κόστους) σε όσους τα ξύνουν και ζουν από τον ιδρώτα των συναδέλφων τους.
Με τα κόμματα και τα μίντια που τόσα χρόνια παρουσίαζαν αυτές τις στρεβλώσεις ως φιλεργατική και κοινωνική πολιτική. Και τέλος, με τους γονείς και τους παππούδες του, που του φόρτωσαν απίστευτα χρέη και ελλείμματα, τα οποία τώρα καλείται να ξεπληρώσει με φρικτές κρατήσεις στον μισθό του.
Έχει με πολλούς να οργιστεί λοιπόν η γενιά μου.
Και πολλά να αλλάξει σε αυτή τη χώρα και μάλιστα άμεσα.
Διαφορετικά, θα πρέπει να συμβιβαστεί με τη μοίρα της χαμένης γενιάς...
Σ.Αντ.
N.Mαλεβίτης