Απέτυχε η θεραπεία της Τρόικας ή φταίει ο ασθενής που δεν ήθελε να πιεί το πικρό χάπι που του δόθηκε, διερωτάται σε σημερινό του άρθρο στη SZ ο Π. Μπόφινγκερ, ένας εκ των 5 σοφών της γερμανικής οικονομίας.
Για πολλούς Γερμανούς πολιτικούς, σημειώνει ο Π. Μπόφινγκερ στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα...απέτυχε επειδή δεν εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις. «Η Ελλάδα όμως δεν απέτυχε. Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει τις εκθέσεις του ΔΝΤ, θα διαπιστώσει ότι η χώρα έχει υλοποιήσει με συνέπεια μεγάλο μέρος των συμφωνηθέντων μέτρων. (…) Τότε γιατί δεν μειώθηκε πολύ πιο αισθητά το έλλειμμα; Γιατί τα έσοδα και τα έξοδα ενός κράτους δεν εξαρτώνται μόνον από τους φορολογικούς συντελεστές και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και από τους ρυθμούς ανάπτυξης. Εδώ οι προβλέψεις του ΔΝΤ ήταν υπεραισιόδοξες. (…) Δεδομένου ότι στο πεδίο των περικοπών δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ενστάσεις, η κριτική του ΔΝΤ επικεντρώνεται πάντα στις διαρθρωτικές αλλαγές. Αλλά ούτε εδώ έμειναν αδρανείς οι Έλληνες. Αντιθέτως μάλιστα. Τον Αύγουστο του 2011 ο ΟΟΣΑ διαπίστωνε εντυπωσιακά αποτελέσματα στο πεδίο αυτό. (…)
Η καταστροφική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να αποδοθεί λοιπόν πρωτίστως στην ελλιπή βούληση για μεταρρυθμίσεις και περικοπές στην Ελλάδα. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας υπέρμετρης πολιτικής περικοπών που, όπως παραδέχεται και το ΔΝΤ, δεν έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα σε καμία άλλη χώρα σε τέτοιο βαθμό. Σε αντίθεση μάλιστα με άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, έρχεται να προστειεί για την Ελλάδα το γεγονός ότι στη διαδικασία αυτή δεν έχει στη διάθεσή της το πολύτιμο εργαλείο της υποτίμησης. (…)
Τι προτείνει ο κ. Μπόφινγκερ;
Η κατάρρευση μπορεί να αποφευχθεί τώρα μόνον εάν υπάρξει αλλαγή στρατηγικής. Αντί να απαντά κανείς συνεχώς με νέα μέτρα περικοπών στα -λόγω κρίσης- αυξανόμενα ελλείμματα, θα πρέπει να αποφασίσει την αναστολή του προγράμματος εξυγίανσης μέχρι να σημειώσει και πάλι θετικό πρόσημο η ανάπτυξη. Προσωρινά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα ελλείμματα τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, οι διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να συνεχιστούν, αλλά θα πρέπει να σκεφτεί κανείς άμεσα πώς μπορεί να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη με πόρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Ο γερμανός φορολογούμενος δεν θα ενθουσιαστεί. Θα πρέπει όμως να αναλογιστεί τι θα σήμαινε και για τον ίδιο η κατάρρευση του δημόσιου και οικονομικού βίου στην Ελλάδα. Το ‘τέλος με τρόμο’, κατά το οποίο η Γερμανία δεν θα πρέπει πλέον να φροντίζει για την Ελλάδα, είναι μια ψευδαίσθηση. Η Ελλάδα και τα 11 εκατομμύρια των πολιτών της θα συνέχιζαν να υπάρχουν στο χάρτη. Η ΕΕ δεν θα μπορούσε να παρακολουθεί παθητικά εάν ξεσπούσε στην Ελλάδα αναρχία και πείνα. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήει τώρα μια αλλαγή στρατηγικής. (…) Μολονότι πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, οι Έλληνες αξίζουν περαιτέρω στήριξη. Με πολύ κόπο προσπάθησαν να βελτιώσουν την κατάσταση στη χώρα τους. Εάν δεν έγιναν περισσότερα μέχρι σήμερα, αυτό οφείλεται στη θεραπεία που υποτίμησε τους κινδύνους για το κυκλοφορικό του ασθενούς».
Η καταστροφική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να αποδοθεί λοιπόν πρωτίστως στην ελλιπή βούληση για μεταρρυθμίσεις και περικοπές στην Ελλάδα. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας υπέρμετρης πολιτικής περικοπών που, όπως παραδέχεται και το ΔΝΤ, δεν έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα σε καμία άλλη χώρα σε τέτοιο βαθμό. Σε αντίθεση μάλιστα με άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, έρχεται να προστειεί για την Ελλάδα το γεγονός ότι στη διαδικασία αυτή δεν έχει στη διάθεσή της το πολύτιμο εργαλείο της υποτίμησης. (…)
Τι προτείνει ο κ. Μπόφινγκερ;
Η κατάρρευση μπορεί να αποφευχθεί τώρα μόνον εάν υπάρξει αλλαγή στρατηγικής. Αντί να απαντά κανείς συνεχώς με νέα μέτρα περικοπών στα -λόγω κρίσης- αυξανόμενα ελλείμματα, θα πρέπει να αποφασίσει την αναστολή του προγράμματος εξυγίανσης μέχρι να σημειώσει και πάλι θετικό πρόσημο η ανάπτυξη. Προσωρινά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα ελλείμματα τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, οι διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να συνεχιστούν, αλλά θα πρέπει να σκεφτεί κανείς άμεσα πώς μπορεί να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη με πόρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Ο γερμανός φορολογούμενος δεν θα ενθουσιαστεί. Θα πρέπει όμως να αναλογιστεί τι θα σήμαινε και για τον ίδιο η κατάρρευση του δημόσιου και οικονομικού βίου στην Ελλάδα. Το ‘τέλος με τρόμο’, κατά το οποίο η Γερμανία δεν θα πρέπει πλέον να φροντίζει για την Ελλάδα, είναι μια ψευδαίσθηση. Η Ελλάδα και τα 11 εκατομμύρια των πολιτών της θα συνέχιζαν να υπάρχουν στο χάρτη. Η ΕΕ δεν θα μπορούσε να παρακολουθεί παθητικά εάν ξεσπούσε στην Ελλάδα αναρχία και πείνα. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήει τώρα μια αλλαγή στρατηγικής. (…) Μολονότι πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, οι Έλληνες αξίζουν περαιτέρω στήριξη. Με πολύ κόπο προσπάθησαν να βελτιώσουν την κατάσταση στη χώρα τους. Εάν δεν έγιναν περισσότερα μέχρι σήμερα, αυτό οφείλεται στη θεραπεία που υποτίμησε τους κινδύνους για το κυκλοφορικό του ασθενούς».