καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
.Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του πρόσφατου (7.1.2009) κυβερνητικού ανασχηματισμού ήταν, χωρίς αμφιβολία, η αντικατάσταση της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής (sic) Παιδείας και (φευ...) Θρησκευμάτων. Ατυχώς, όμως, για την ουσία της υποθέσεως πρόκειται για μια παράσταση που την έχουμε επανειλημμένως παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια και μάλιστα, τολμώ να πω, με καλύτερους πρωταγωνιστές! Είναι προφανές ότι η αλλαγή του υπουργού, λίγες μόλις ημέρες μετά τη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό (29.12.2008) και την ανακοίνωση ενάρξεως διαλόγου για αλλαγές (πάλι...) στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη στιγμή μάλιστα που παραμένουν, διατηρώντας τις ίδιες αρμοδιότητες, οι δύο υφυπουργοί, αποσκοπεί σε καθαρώς επικοινωνιακούς λόγους και δεν προοιωνίζεται ουσιαστικές μεταβολές. Η αλλαγή του υπουργού θα δώσει, ασφαλώς, την ευκαιρία να ζητηθεί εύλογος χρόνος για την ενημέρωσή του και στη συνέχεια να αρχίσει και πάλι «διάλογος» από μηδενική βάση, χωρίς προαπαιτούμενα, tabula rasa, όπως δήλωσε ήδη ο νέος υπουργός μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό (13.1.2009). Η ανώτατη Παιδεία, όμως, δεν έχει πλέον χρόνο για αναβολές. Η ανώτατη Παιδεία πνέει τα λοίσθια. Δεν χάνονται πλέον μόνον εξάμηνα. Χάνονται γενιές ολόκληρες παιδιών μας. Χάνονται αυτές οι ίδιες οι ελπίδες της χώρας μας. Η αλλαγή υπουργών και η σύσταση επιτροπών επί επιτροπών, που λειτουργούν συνήθως ως άλλοθι, δείχνει την τρομακτική ένδεια πολιτικής. Τα ζητήματα είναι όλα από πολλών ετών γνωστά, έχουν μελετηθεί και ξαναμελετηθεί. Εχουν προταθεί όλες οι δυνατές λύσεις. Τα ίδια θέματα συζητώνται από τη μεταπολίτευση έως σήμερα.
Από τις ίδιες αυτές στήλες, σε ανύποπτο χρόνο, είχα υποστηρίξει την ανάγκη χαράξεως πολιτικής για την Παιδεία με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Αν κάποια δεν θέλουν, ας μείνουν στο περιθώριο και ας αξιολογηθούν από την κοινωνία.
Τούτο δεν σημαίνει ούτε οικουμενική κυβέρνηση ούτε συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων. Σημαίνει απλώς συμφωνία σε ένα ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για συγκεκριμένα ζητήματα που θα υλοποιηθεί από το κόμμα που θα βρίσκεται εκάστοτε στην εξουσία και δεν θα κατεδαφίζει ο ένας ό,τι οικοδομεί ο άλλος.
Είναι κυριολεκτικώς αδιανόητο και συνάμα τραγικό τα κόμματα της πατρίδας μας να μην μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα τόσο μεγάλο και τόσο επείγον ζήτημα.
Οι ευθύνες, λοιπόν, των κομμάτων και των ηγεσιών τους είναι μεγάλες. Ο επιμερισμός δεν είναι το ζητούμενο. Ασφαλώς τα κόμματα εξουσίας έχουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Αυτά θα τα κρίνει η Ιστορία. Τότε, όμως, θα είναι αργά.
Ευθύνες, διότι δεν βρήκαν τη δύναμη να εξηγήσουν στους πολίτες αυτής της χώρας ότι το Πανεπιστήμιο προσφέρει γνώσεις και όχι επαγγελματική αποκατάσταση.
Ευθύνες, διότι δεν είχαν την παρρησία να ξεκαθαρίσουν στους φοιτητές ότι εγγράφονται στα Πανεπιστήμια για να αποκτήσουν γνώσεις και όχι για να συν-διοικήσουν τα ιδρύματα.
Ευθύνες, διότι εγκατέστησαν μέσα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα παραρτήματα- φυτώρια των κομματικών τους μηχανισμών.
Ευθύνες, διότι ακρίτως και παραλόγως, μέχρις υπερβολής, πολλαπλασίασαν τα ανώτατα ιδρύματα, υλοποιώντας, διαχρονικά και διακομματικά, ένα πρόγραμμα που μόνο άξονα είχε την ικανοποίηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Η κίνηση αυτή είχε πολλές και αλυσιδωτές συνέπειες. Οδήγησε, μεταξύ άλλων:
* στη μείωση των δυνατοτήτων οικονομικής στηρίξεως των ήδη λειτουργούντων πανεπιστημιακών τμημάτων· * στην επιλογή διδακτικού προσωπικού που δεν θα επιλεγόταν ποτέ στα μεγάλα πανεπιστήμια, πολλές φορές μάλιστα σε θέσεις ανώτερες από εκείνες για τις οποίες τα ίδια πρόσωπα είχαν ήδη κριθεί αλλού ως ακατάλληλα· * στην αδυναμία σοβαρής αναπροσαρμογής των αποδοχών των μελών του διδακτικού προσωπικού, το οποίο ανέλαβε τη διδασκαλία και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που στο μεταξύ ιδρύθηκαν.
Το τελευταίο είχε πάλι ως περαιτέρω συνέπειες:
* την άσκηση επαγγέλματος από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, όσους βεβαίως το επιτρέπει το γνωστικό τους αντικείμενο, πράγμα καταρχήν απολύτως ασυμβίβαστο με το λειτούργημά τους, τουλάχιστον στις ανώτερες καθηγητικές βαθμίδες, ή/και * την εμπλοκή τους σε ερευνητικά προγράμματα για την απόληψη πρόσθετων αποδοχών, οι οποίες πολλές φορές υπερβαίνουν ή είναι πολλαπλάσιες των γλίσχρων πανεπιστημιακών μισθών. Τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η ελάττωση της ενασχολήσεως των διδασκόντων με τα κυρίως έργα τους ή/και η μείωση της αποδοτικότητάς τους.
Ετσι δημιουργήθηκε το πανεπιστήμιο «του βολέματος και της παρέας» (Το Βήμα της Κυριακής, 1.7.1997, σ. Α 26) των κομματικών φυτωρίων, των άβουλων οργάνων, των ανήμπορων πρυτανικών αρχών...
Συνεπώς, ασφαλώς είναι συνυπαίτια η πανεπιστημιακή κοινότητα, διότι ανέχθηκε και ανέχεται τη φαύλη αυτή κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, οι μηχανισμοί είναι τόσο ισχυροί, τόσο καλά οργανωμένοι, ώστε τεχνηέντως απομονώνονται και πρακτικώς εξουδετερώνονται όσοι θελήσουν να αντιδράσουν.
Γι΄ αυτό δεν είναι πλέον η ώρα των λόγων. Δεν είναι πλέον η ώρα των επιτροπών. Δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, η ώρα της εξαρχής συζητήσεως των ίδιων θεμάτων.
Είναι η ώρα των πολιτικών αποφάσεων. Κοινός νους, σύνεση και διακομματική συναίνεση χρειάζεται.
Ο τρώσας και ιάσεται.
Από τις ίδιες αυτές στήλες, σε ανύποπτο χρόνο, είχα υποστηρίξει την ανάγκη χαράξεως πολιτικής για την Παιδεία με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Αν κάποια δεν θέλουν, ας μείνουν στο περιθώριο και ας αξιολογηθούν από την κοινωνία.
Τούτο δεν σημαίνει ούτε οικουμενική κυβέρνηση ούτε συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων. Σημαίνει απλώς συμφωνία σε ένα ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για συγκεκριμένα ζητήματα που θα υλοποιηθεί από το κόμμα που θα βρίσκεται εκάστοτε στην εξουσία και δεν θα κατεδαφίζει ο ένας ό,τι οικοδομεί ο άλλος.
Είναι κυριολεκτικώς αδιανόητο και συνάμα τραγικό τα κόμματα της πατρίδας μας να μην μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα τόσο μεγάλο και τόσο επείγον ζήτημα.
Οι ευθύνες, λοιπόν, των κομμάτων και των ηγεσιών τους είναι μεγάλες. Ο επιμερισμός δεν είναι το ζητούμενο. Ασφαλώς τα κόμματα εξουσίας έχουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Αυτά θα τα κρίνει η Ιστορία. Τότε, όμως, θα είναι αργά.
Ευθύνες, διότι δεν βρήκαν τη δύναμη να εξηγήσουν στους πολίτες αυτής της χώρας ότι το Πανεπιστήμιο προσφέρει γνώσεις και όχι επαγγελματική αποκατάσταση.
Ευθύνες, διότι δεν είχαν την παρρησία να ξεκαθαρίσουν στους φοιτητές ότι εγγράφονται στα Πανεπιστήμια για να αποκτήσουν γνώσεις και όχι για να συν-διοικήσουν τα ιδρύματα.
Ευθύνες, διότι εγκατέστησαν μέσα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα παραρτήματα- φυτώρια των κομματικών τους μηχανισμών.
Ευθύνες, διότι ακρίτως και παραλόγως, μέχρις υπερβολής, πολλαπλασίασαν τα ανώτατα ιδρύματα, υλοποιώντας, διαχρονικά και διακομματικά, ένα πρόγραμμα που μόνο άξονα είχε την ικανοποίηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Η κίνηση αυτή είχε πολλές και αλυσιδωτές συνέπειες. Οδήγησε, μεταξύ άλλων:
* στη μείωση των δυνατοτήτων οικονομικής στηρίξεως των ήδη λειτουργούντων πανεπιστημιακών τμημάτων· * στην επιλογή διδακτικού προσωπικού που δεν θα επιλεγόταν ποτέ στα μεγάλα πανεπιστήμια, πολλές φορές μάλιστα σε θέσεις ανώτερες από εκείνες για τις οποίες τα ίδια πρόσωπα είχαν ήδη κριθεί αλλού ως ακατάλληλα· * στην αδυναμία σοβαρής αναπροσαρμογής των αποδοχών των μελών του διδακτικού προσωπικού, το οποίο ανέλαβε τη διδασκαλία και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που στο μεταξύ ιδρύθηκαν.
Το τελευταίο είχε πάλι ως περαιτέρω συνέπειες:
* την άσκηση επαγγέλματος από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, όσους βεβαίως το επιτρέπει το γνωστικό τους αντικείμενο, πράγμα καταρχήν απολύτως ασυμβίβαστο με το λειτούργημά τους, τουλάχιστον στις ανώτερες καθηγητικές βαθμίδες, ή/και * την εμπλοκή τους σε ερευνητικά προγράμματα για την απόληψη πρόσθετων αποδοχών, οι οποίες πολλές φορές υπερβαίνουν ή είναι πολλαπλάσιες των γλίσχρων πανεπιστημιακών μισθών. Τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η ελάττωση της ενασχολήσεως των διδασκόντων με τα κυρίως έργα τους ή/και η μείωση της αποδοτικότητάς τους.
Ετσι δημιουργήθηκε το πανεπιστήμιο «του βολέματος και της παρέας» (Το Βήμα της Κυριακής, 1.7.1997, σ. Α 26) των κομματικών φυτωρίων, των άβουλων οργάνων, των ανήμπορων πρυτανικών αρχών...
Συνεπώς, ασφαλώς είναι συνυπαίτια η πανεπιστημιακή κοινότητα, διότι ανέχθηκε και ανέχεται τη φαύλη αυτή κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, οι μηχανισμοί είναι τόσο ισχυροί, τόσο καλά οργανωμένοι, ώστε τεχνηέντως απομονώνονται και πρακτικώς εξουδετερώνονται όσοι θελήσουν να αντιδράσουν.
Γι΄ αυτό δεν είναι πλέον η ώρα των λόγων. Δεν είναι πλέον η ώρα των επιτροπών. Δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, η ώρα της εξαρχής συζητήσεως των ίδιων θεμάτων.
Είναι η ώρα των πολιτικών αποφάσεων. Κοινός νους, σύνεση και διακομματική συναίνεση χρειάζεται.
Ο τρώσας και ιάσεται.