.
Του Π.Μπουκαλά
Μια φορά κι έναν καιρό, λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας τον Σόλωνα, κάποιοι ψαράδες από την Κω γύρισαν από τον παιδεμό τους στη θάλασσα και κατέβασαν τα φορτωμένα δίχτυα τους στο γιαλό. Παρατυχόντες Μιλήσιοι έσπευσαν να αγοράσουν την ψαριά πριν καν τη δούνε και τη ζυγίσουν. Και, ω του θαύματος, με το ξεψάρωμα έρχεται στο φως τρίποδας χρυσός, περιουσία ολάκερη.
Κατά το θρύλο, τον είχε ρίξει σ’ εκείνα τα νερά η Ωραία Ελένη, υπακούοντας σε κάποιον χρησμό που της ήρθε στη μνήμη, όταν γυρνούσε βαρύθυμη από την Τροία στην πατρίδα της.
Πέσανε βέβαια σε καβγά ψαράδες και αγοραστές (όχι περί όνου σκιάς αλλά περί περιεχομένου ψαριάς), μπήκαν σε λίγες μέρες και οι πόλεις τους στη σφοδρή αντιμαχία, πήραν φωτιά τα όπλα (παμπάλαιο ελληνικό χούι κι αυτό), στο τέλος οι εμπόλεμοι προσέφυγαν, κατά τα συνήθη, στην Πυθία. Τη ρώτησαν λοιπόν σε ποιον πρέπει να δοθεί ο τρίποδας κι εκείνη αποκρίθηκε «Τω σοφωτάτω». Πάντοτε σαφής… Αλλά ποιος ο σοφότατος;
Σκέψη στη σκέψη και ζύγισμα στο ζύγισμα, παίρνουν την απόφαση και στέλνουν πρώτα τον χρυσό τρίποδα στον Θαλή τον Μιλήσιο, που οι κάτοικοι της Κω τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, κι ας είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με την πατρίδα του. Σεμνός ο Θαλής, είπε ότι σοφότερός του είναι ο Βίας από την Πριήνη, άρα σ’ αυτόν πρέπει να σταλεί το πολύτιμο θαλάσσιο εύρημα, σαν σύμβολο των πρωτείων της σοφίας.
Δεν δέχεται ούτε ο Βίας τον τρίποδα, γιατί, σεμνός και αυτός, λέει πως υπάρχει άλλος σοφότερός του. Κι έτσι, βόλτα στη βόλτα ο τρίποδας («περιϊών και αναπεμπόμενος»), ξανάρθε στα χέρια του αρχικού αποδέκτη, του Θαλή, για να κλείσει ο κύκλος της σεμνότητας, που αν δεν υπάρχει, η σοφία καταντάει κουφότητα. Στο τέλος, από ευλάβεια ή αμηχανία, τον αφιέρωσαν στον Ισμήνιο Απόλλωνα των Θηβών.
Ετσι λοιπόν δεν μάθαμε ποτέ ποιος ο σοφότατος των Ελλήνων. Οπως δεν μάθαμε ποτέ, κι ας παπαγαλίζαμε τα ονόματά τους στο σχολείο, ποιοι ήταν τελικά οι... Επτά Σοφοί, αλλά ούτε και ποια από τις εφτά πόλεις που ερίζανε για τη ρίζα του Ομήρου είχε τα περισσότερα δικαιώματα να λογίζεται γενέτειρά του. Κλεόβουλος ο Ρόδιος, Σόλων ο Αθηναίων, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο Πριηνεύς, Περίανδρος ο Κορίνθιος, αυτά τα ονόματα λέγαμε και ξαναλέγαμε σαν μαθητούδια μέχρι να τα απομνημονεύσουμε. Και μαζί λέγαμε και κάποιο ρητό του ενός ή του άλλου σοφού, όπως τα διέσωσαν ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Ιωάννης Στοβαίος, «μηδέν άγαν», «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» κτλ. Αλλά ποιοι Εφτά Σοφοί; Μπορεί ο αριθμός εφτά να θεωρείται μαγικός (από τα Εφτά Θαύματα του κόσμου κι ώς την αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν ο Οδυσσέας Ελύτης), από τα χρόνια τα παλιά ωστόσο ήταν κάπως ασταθής, ή τέλος πάντων ελαστικός. Ετσι, το πόσοι και ποιοι ήταν οι σοφότατοι κυμαινόταν από πόλη σε πόλη και από καταγραφέα σε καταγραφέα. Ο Ιππόβοτος, ας πούμε, στον «Κατάλογο των σοφών» που εκπόνησε, κατονομάζει όχι εφτά αλλά δώδεκα σοφούς: τον Ορφέα, τον Λίνο, τον Σόλωνα, τον Περίανδρο, τον Κλεόβουλο, τον Μύσωνα, τον Θαλή, τον Βίαντα, τον Πιττακό, τον Επίχαρμο, τον Πυθαγόρα και τέλος έναν Σκύθη, τον Ανάχαρση, διότι εκείνο το «πας μη Ελλην βάρβαρος» δεν είχε τη σοβινιστική σημασία που αποδίδουν και σε αυτό το αρχαιοελληνικό απόφθεγμα και σε μύρια άλλα οι ελληνέμποροι παραχαράκτες. Ο Ερμιππος πάλι, για να μην κακοκαρδίσει καμία πόλη, από τους εφτά σοφούς ανεβαίνει στους δεκαεφτά: Σόλων, Θαλής, Πιττακός, Βίας, Χίλων, Μύσων, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Ανάχαρσης (πάλι ο βάρβαρος), Ακουσίλαος, Επιμενίδης, Λεώφαντος, Φερεκύδης, Αριστόδημος, Πυθαγόρας, Λάσος, Αναξαγόρας.
Τι δηλοί ο μύθος, που δεν είναι και τόσο μύθος; Οτι, όσο παλιά κι αν είναι η όρεξή μας να μετράμε, να βαθμολογούμε, να αποδίδουμε πρωτεία και δευτερεία, να κατασκευάζουμε Καταλόγους και Κανόνες (από τις Πλειάδες των Αλεξανδρινών, όπου περιλαμβάνονταν οι μείζονες τραγωδοί ή λυρικοί, έως τον δογματικό «Δυτικό Κανόνα» του Χάρολντ Μπλουμ, και, δεκαετίες πιο πριν, την αφοριστική «Αλφαβήτα της ανάγνωσης» του Εζρα Πάουντ), εξίσου παλιά είναι και η αδυναμία να δημιουργηθούν λίστες γενικής αποδοχής. Τον χρυσό τρίποδα δεν έχουμε πια πού να τον αποδώσουμε, ούτε καν στον Απόλλωνα, αφού έκπτωτος πια και αυτός, έχασε τη θεϊκή υπεροχή του. Στην ηλεκτρονική εποχή μας, με τη μεγάλη πνευματική ευκολία της τηλεψηφοφορίας και με τη σύγχυση των κριτηρίων λογω της επιβολής της επικαιρότητας και των δικών της «αξιών» και «ινδαλμάτων», τα πράγματα είναι ακόμα πιο μπερδεμένα. Το αποδεικνύουν εκτός των άλλων όσες προσπάθειες έχουν γίνει στο Διαδίκτυο για την ανάδειξη των «κορυφαίων προσωπικοτήτων του εικοστού αιώνα» (ή της σύνολης Ιστορίας), των «σπουδαιότερων πολιτισμικών μνημείων» (σε κάποιο ιντερνετικό «δημοψήφισμα» ο Παρθενώνας έμεινε εκτός δεκάδας) ή των «μεγαλύτερων ποδοσφαιριστών του κόσμου»: Οσοι της νεάς γενιάς (που είναι και οι περισσότερο εξοικειωμένοι με την τεχνική και κυρίως με τη λογική της τηλεψηφοφορίας) ακούνε και ξανακούνε για τον Μπέκαμ, βλέπουν και ξαναβλέπουν τον Μπέκαμ, ε, στο τέλος τον ψηφίζουν και σαν σπουδαίο ποδοσφαιριστή· και δεν μένει έτσι θέση για τον Γκαρίντσα, λόγου χάρη, από τη γηπεδική δράση του οποίου άλλωστε δεν έχουν απομείνει παρά ελάχιστα ασπρόμαυρα στιγμιότυπα.
Ορισμένα από τα σύμφυτα προβλήματα της δημιουργίας καταλόγων και κανόνων διά τηλεψηφοφορίας αναδείχθηκαν και στην έρευνα του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για τους εκατό «Μεγάλους Ελληνες»: η επικαιρότητα, στην τηλεοπτική πρωτίστως εκδοχή της, λειτούργησε σαν προπαγανδιστής και χορηγός ψήφων για πρόσωπα του τηλεοπτικού κόσμου, οι φανατικοί οπαδοί κάποιου άγνωστου αποκρυφιστή συγγραφέα κατάφεραν να τον εντάξουν στην εκατοντάδα, ενώ τα απομεινάρια των χουντικών σταγονιδίων το πήραν πατριωτικά και κατάφερε έτσι να τρυπώσει στους εκατό «μεγάλους» ο αρχιπραξικοπηματίας Γιώργος Παπαδόπουλος. Παρ’ όλα αυτά αυτά (ή μάλλον και λόγω αυτών, τα οποία επίσης αποκαλύπτουν νοοτροπίες), η έρευνα διατηρεί ακέραιο το ενδιαφέρον της. Το ενδιαφέρον αυτό δεν σχετίζεται τόσο με το ποιος θα αναδειχθεί πρωτοκορυφαίος όσο με το ποια είναι τα «εθνικά μας αυτονόητα», ποια η εικόνα εαυτού που συντηρούμε και προς την οποία φαντασιωσικά τείνουμε, ποιοι μηχανισμοί δουλεύουν σε βάθος χρόνου και, εκμεταλλευόμενοι και τα κενά της επιδερμικής παιδείας μας, επιβάλλουν σαν αναμφίλεκτες αξίες, σαν μεγέθη, τους μεν και όχι τους δε, τους πολιτικούς και όχι τους ποιητές επί παραδείγματι, και μάλιστα όταν ποιητής είναι ο Ομηρος και πολιτικός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η προσωπικότητα του οποίου τελεί ακόμα υπό κρίση.
Ζυγαριά ακριβοδίκαιη δεν υπάρχει ώστε να μετρήσουμε ποιος ο αξιότερος, αυτό πρόλαβε και μας το είπε ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του, όταν ζύγιζε λέξεις, σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενος, για να δει ποιος είναι ο βαρύτερος ποιητής, ο Αισχύλος ή ο Ευριπίδης. Με όρους παγκοσμιότητας πάντως, αντοχής στο χρόνο και ωφέλιμης επίδρασης στο μέγα πλήθος, τους μόνους ίσως όρους που έχουν σημασία, ας μου επιτραπεί να διαλέξω, από τους μεγάλους της τελικής δεκάδας, τον Περικλή (έτσι όπως ιδανικά τον απαθανάτισε ο Θουκυδίδης, όχι έτσι όπως τον έφθειρε η καθημερινότητα της πολιτικής και ο πόλεμος) ως εκπρόσωπο της κρισιμότερης επινόησης των αρχαίων Ελλήνων, της δημοκρατίας, και τον γιατρό–ερευνητή Γεώργιο Παπανικολάου για τη δική του επινόηση, το ανθρωποσωστικό τεστ που φέρει το όνομά του. Τα ίχνη τους έχουν ήδη νικήσει τον μέλλοντα χρόνο.
Ετσι λοιπόν δεν μάθαμε ποτέ ποιος ο σοφότατος των Ελλήνων. Οπως δεν μάθαμε ποτέ, κι ας παπαγαλίζαμε τα ονόματά τους στο σχολείο, ποιοι ήταν τελικά οι... Επτά Σοφοί, αλλά ούτε και ποια από τις εφτά πόλεις που ερίζανε για τη ρίζα του Ομήρου είχε τα περισσότερα δικαιώματα να λογίζεται γενέτειρά του. Κλεόβουλος ο Ρόδιος, Σόλων ο Αθηναίων, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο Πριηνεύς, Περίανδρος ο Κορίνθιος, αυτά τα ονόματα λέγαμε και ξαναλέγαμε σαν μαθητούδια μέχρι να τα απομνημονεύσουμε. Και μαζί λέγαμε και κάποιο ρητό του ενός ή του άλλου σοφού, όπως τα διέσωσαν ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Ιωάννης Στοβαίος, «μηδέν άγαν», «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» κτλ. Αλλά ποιοι Εφτά Σοφοί; Μπορεί ο αριθμός εφτά να θεωρείται μαγικός (από τα Εφτά Θαύματα του κόσμου κι ώς την αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν ο Οδυσσέας Ελύτης), από τα χρόνια τα παλιά ωστόσο ήταν κάπως ασταθής, ή τέλος πάντων ελαστικός. Ετσι, το πόσοι και ποιοι ήταν οι σοφότατοι κυμαινόταν από πόλη σε πόλη και από καταγραφέα σε καταγραφέα. Ο Ιππόβοτος, ας πούμε, στον «Κατάλογο των σοφών» που εκπόνησε, κατονομάζει όχι εφτά αλλά δώδεκα σοφούς: τον Ορφέα, τον Λίνο, τον Σόλωνα, τον Περίανδρο, τον Κλεόβουλο, τον Μύσωνα, τον Θαλή, τον Βίαντα, τον Πιττακό, τον Επίχαρμο, τον Πυθαγόρα και τέλος έναν Σκύθη, τον Ανάχαρση, διότι εκείνο το «πας μη Ελλην βάρβαρος» δεν είχε τη σοβινιστική σημασία που αποδίδουν και σε αυτό το αρχαιοελληνικό απόφθεγμα και σε μύρια άλλα οι ελληνέμποροι παραχαράκτες. Ο Ερμιππος πάλι, για να μην κακοκαρδίσει καμία πόλη, από τους εφτά σοφούς ανεβαίνει στους δεκαεφτά: Σόλων, Θαλής, Πιττακός, Βίας, Χίλων, Μύσων, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Ανάχαρσης (πάλι ο βάρβαρος), Ακουσίλαος, Επιμενίδης, Λεώφαντος, Φερεκύδης, Αριστόδημος, Πυθαγόρας, Λάσος, Αναξαγόρας.
Τι δηλοί ο μύθος, που δεν είναι και τόσο μύθος; Οτι, όσο παλιά κι αν είναι η όρεξή μας να μετράμε, να βαθμολογούμε, να αποδίδουμε πρωτεία και δευτερεία, να κατασκευάζουμε Καταλόγους και Κανόνες (από τις Πλειάδες των Αλεξανδρινών, όπου περιλαμβάνονταν οι μείζονες τραγωδοί ή λυρικοί, έως τον δογματικό «Δυτικό Κανόνα» του Χάρολντ Μπλουμ, και, δεκαετίες πιο πριν, την αφοριστική «Αλφαβήτα της ανάγνωσης» του Εζρα Πάουντ), εξίσου παλιά είναι και η αδυναμία να δημιουργηθούν λίστες γενικής αποδοχής. Τον χρυσό τρίποδα δεν έχουμε πια πού να τον αποδώσουμε, ούτε καν στον Απόλλωνα, αφού έκπτωτος πια και αυτός, έχασε τη θεϊκή υπεροχή του. Στην ηλεκτρονική εποχή μας, με τη μεγάλη πνευματική ευκολία της τηλεψηφοφορίας και με τη σύγχυση των κριτηρίων λογω της επιβολής της επικαιρότητας και των δικών της «αξιών» και «ινδαλμάτων», τα πράγματα είναι ακόμα πιο μπερδεμένα. Το αποδεικνύουν εκτός των άλλων όσες προσπάθειες έχουν γίνει στο Διαδίκτυο για την ανάδειξη των «κορυφαίων προσωπικοτήτων του εικοστού αιώνα» (ή της σύνολης Ιστορίας), των «σπουδαιότερων πολιτισμικών μνημείων» (σε κάποιο ιντερνετικό «δημοψήφισμα» ο Παρθενώνας έμεινε εκτός δεκάδας) ή των «μεγαλύτερων ποδοσφαιριστών του κόσμου»: Οσοι της νεάς γενιάς (που είναι και οι περισσότερο εξοικειωμένοι με την τεχνική και κυρίως με τη λογική της τηλεψηφοφορίας) ακούνε και ξανακούνε για τον Μπέκαμ, βλέπουν και ξαναβλέπουν τον Μπέκαμ, ε, στο τέλος τον ψηφίζουν και σαν σπουδαίο ποδοσφαιριστή· και δεν μένει έτσι θέση για τον Γκαρίντσα, λόγου χάρη, από τη γηπεδική δράση του οποίου άλλωστε δεν έχουν απομείνει παρά ελάχιστα ασπρόμαυρα στιγμιότυπα.
Ορισμένα από τα σύμφυτα προβλήματα της δημιουργίας καταλόγων και κανόνων διά τηλεψηφοφορίας αναδείχθηκαν και στην έρευνα του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για τους εκατό «Μεγάλους Ελληνες»: η επικαιρότητα, στην τηλεοπτική πρωτίστως εκδοχή της, λειτούργησε σαν προπαγανδιστής και χορηγός ψήφων για πρόσωπα του τηλεοπτικού κόσμου, οι φανατικοί οπαδοί κάποιου άγνωστου αποκρυφιστή συγγραφέα κατάφεραν να τον εντάξουν στην εκατοντάδα, ενώ τα απομεινάρια των χουντικών σταγονιδίων το πήραν πατριωτικά και κατάφερε έτσι να τρυπώσει στους εκατό «μεγάλους» ο αρχιπραξικοπηματίας Γιώργος Παπαδόπουλος. Παρ’ όλα αυτά αυτά (ή μάλλον και λόγω αυτών, τα οποία επίσης αποκαλύπτουν νοοτροπίες), η έρευνα διατηρεί ακέραιο το ενδιαφέρον της. Το ενδιαφέρον αυτό δεν σχετίζεται τόσο με το ποιος θα αναδειχθεί πρωτοκορυφαίος όσο με το ποια είναι τα «εθνικά μας αυτονόητα», ποια η εικόνα εαυτού που συντηρούμε και προς την οποία φαντασιωσικά τείνουμε, ποιοι μηχανισμοί δουλεύουν σε βάθος χρόνου και, εκμεταλλευόμενοι και τα κενά της επιδερμικής παιδείας μας, επιβάλλουν σαν αναμφίλεκτες αξίες, σαν μεγέθη, τους μεν και όχι τους δε, τους πολιτικούς και όχι τους ποιητές επί παραδείγματι, και μάλιστα όταν ποιητής είναι ο Ομηρος και πολιτικός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η προσωπικότητα του οποίου τελεί ακόμα υπό κρίση.
Ζυγαριά ακριβοδίκαιη δεν υπάρχει ώστε να μετρήσουμε ποιος ο αξιότερος, αυτό πρόλαβε και μας το είπε ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του, όταν ζύγιζε λέξεις, σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενος, για να δει ποιος είναι ο βαρύτερος ποιητής, ο Αισχύλος ή ο Ευριπίδης. Με όρους παγκοσμιότητας πάντως, αντοχής στο χρόνο και ωφέλιμης επίδρασης στο μέγα πλήθος, τους μόνους ίσως όρους που έχουν σημασία, ας μου επιτραπεί να διαλέξω, από τους μεγάλους της τελικής δεκάδας, τον Περικλή (έτσι όπως ιδανικά τον απαθανάτισε ο Θουκυδίδης, όχι έτσι όπως τον έφθειρε η καθημερινότητα της πολιτικής και ο πόλεμος) ως εκπρόσωπο της κρισιμότερης επινόησης των αρχαίων Ελλήνων, της δημοκρατίας, και τον γιατρό–ερευνητή Γεώργιο Παπανικολάου για τη δική του επινόηση, το ανθρωποσωστικό τεστ που φέρει το όνομά του. Τα ίχνη τους έχουν ήδη νικήσει τον μέλλοντα χρόνο.