Η Ανάσταση είναι μια "αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης", η οποία έχει "αμέσους και σωτηρίους επιπτώσεις εις όλους μας", υπογραμμίζει ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος στο πασχαλινό μήνυμά του και προσθέτει:
"Ευτυχώς απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας! Ευτυχώς που υπάρχουν τόσα ``μνήματά`` Του εις τον κόσμον, τόσοι άγιοι ναοί, όπου ημπορεί να εισέλθη ελεύθερα ο πονεμένος, ο κουρασμένος και απαρηγόρητος άνθρωπος, να αποθέση το φορτίον του πόνου του, της αγωνίας του, του φόβου και της ανασφαλείας του, να ``ξεφορτωθή`` τον θάνατόν του".
"Ευτυχώς απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας! Ευτυχώς που υπάρχουν τόσα ``μνήματά`` Του εις τον κόσμον, τόσοι άγιοι ναοί, όπου ημπορεί να εισέλθη ελεύθερα ο πονεμένος, ο κουρασμένος και απαρηγόρητος άνθρωπος, να αποθέση το φορτίον του πόνου του, της αγωνίας του, του φόβου και της ανασφαλείας του, να ``ξεφορτωθή`` τον θάνατόν του".
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του μηνύματος του οικουμενικού πατριάρχη:
"Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω προσφιλή και επιπόθητα,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σκυθρωπή είχεν ακούσει κάποιαν ημέραν του ΙΘ’ αιώνος η ανθρωπότης από το στόμα του τραγικού φιλοσόφου ότι: «ο Θεός είναι νεκρός! Τον σκοτώσαμε... Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του... ο Θεός θα μείνη νεκρός! Τι άλλο είναι οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;»[1]
Και επίσης, ολίγας δεκαετίας αργότερον, από το στόμα ενός νεωτέρου ομολόγου του, ότι: «Ο Θεός απέθανε! Σας αναγγέλλω, κύριοι, τον θάνατον του Θεού!»[2]
Αι διακηρύξεις αυταί των αθέων φιλοσόφων ετάραξαν τας συνειδήσεις των ανθρώπων. Σύγχυσις πολλή επηκολούθησεν εις τον χώρον του πνεύματος και της λογοτεχνίας, της τέχνης και της ιδίας κάποτε της Θεολογίας, όπου, εις την Δύσιν κυρίως, ήρχισε να γίνεται λόγος ακόμη και περί «Θεολογίας του θανάτου του Θεού».
Η Εκκλησία βεβαίως δεν είχε ποτέ και δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι ο Θεός απέθανε. Τούτο έγινε το 33 μ.Χ. επάνω εις τον λόφον Γολγοθά της Ιερουσαλήμ, επί Ποντίου Πιλάτου του Ρωμαίου Ηγεμόνος της Ιουδαίας. Αφού έπαθεν ανήκουστα Πάθη, εσταυρώθη ωσάν κακούργος και, περί ώραν ενάτην της Παρασκευής, είπε «Τετέλεσται!» και παρέδωκε το πνεύμα! Αυτό είναι μία αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης.
Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, απέθανεν «υπέρ πάντων» των ανθρώπων![3] Αφού ανέλαβεν όλα τα ιδικά μας: σώμα, ψυχήν, θέλησιν, ενέργειαν, κόπον, αγωνίαν, πόνον, λύπην, παράπονον, χαράν, τα πάντα, παρεκτός αμαρτίας, ανέλαβε, τέλος, και το μεγαλύτερον ζήτημά μας, τον θάνατον, και μάλιστα εις την πιο βασανιστικήν και ταπεινωτικήν εκδοχήν του, δηλ. τον Σταυρόν. Μέχρις εδώ συμφωνούμεν με τους φιλοσόφους.
Θα δεχθούμε ακόμη και το ότι αι εκκλησίαι, οι ναοί, είναι «οι τάφοι», «τα μνήματα» του Θεού! Όμως!... Εμείς γνωρίζομε, ζούμε και προσκυνούμε τον θανόντα Θεόν, ως «νεκρόν ζωαρχικότατον»! Ολίγον μετά την φοβεράν Παρασκευήν, εις την πρωϊνήν αμφιλύκην της «Μιας των Σαββάτων», της Κυριακής, συνέβη αυτό, δια το οποίον έγινεν όλη η δια σαρκός και πάθους και Σταυρού και καθόδου εις τον άδην οικονομία του Θεού:
Η Ανάστασις!... Και αυτό, η Ανάστασις, είναι μία εξ ίσου αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης!.. Και η πραγματικότης αυτή έχει αμέσους και σωτηρίους επιπτώσεις εις όλους μας. Ανέστη ο Υιός του Θεού, ο Οποίος είναι συνάμα και Υιός του Ανθρώπου! Ανέστη ο Θεός με όλον το πρόσλημμα της ανθρωπότητος: το Σώμα που έλαβεν από τα άχραντα αίματα της Υπεραγίας Θεοτόκου και την αγίαν Ψυχήν Του. Ανέστη εκ νεκρών, «παγγενή τον Αδάμ αναστήσας ως φιλάνθρωπος»!...
Ο Τάφος του Ιησού, το «καινόν μνημείον» του Ιωσήφ, είναι πλέον δια παντός κενός! Αντί δια μνημείον νεκρικόν, είναι μνημείον νίκης κατά του θανάτου, είναι πηγή ζωής! Ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλεν «εκ του τάφου ωραίος», χαρίζοντας φως ανέσπερον, ειρήνην, χαράν, αγαλλίασιν, ζωήν αιώνιον! Ναι, οι ναοί είναι οι «τάφοι» του Θεού! Αλλά Τάφοι κενοί, ολοφώτεινοι, γεμάτοι από «οσμήν ζωής»,[4] από εαρινόν μύρον πασχάλιον, ωραίοι, ερατεινοί, καταστόλιστοι με μυρσίνες δοξαστικές και με άνθη χειροπιαστής ελπίδος, τάφοι ζωοδόχοι και ζωοπάροχοι!
Ο θάνατος του Θεού ανέστρεψε τας δυνάμεις του άδου, ο θάνατος ευτελίστηκε πλέον εις απλούν επεισόδιον που εισάγει τον άνθρωπον από τον βίον εις την Ζωήν. Αι εκκλησίαι, οι «τάφοι» του Θεού, είναι αι διάπλατοι θύραι της αγάπης του Θεού, οι ορθάνοιχτες είσοδοι του Νυμφώνος του Υιού Του, που «ως Νυμφίος προήλθεν εκ του Μνήματος» και οι πιστοί εισερχόμενοι, «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον Ευλογητόν των πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον»![5]
Ευτυχώς, λοιπόν, που απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας! Ευτυχώς που υπάρχουν τόσα «μνήματά» Του εις τον κόσμον, τόσοι άγιοι ναοί, όπου ημπορεί να εισέλθη ελεύθερα ο πονεμένος, ο κουρασμένος και απαρηγόρητος άνθρωπος, να αποθέση το φορτίον του πόνου του, της αγωνίας του, του φόβου και της ανασφαλείας του, να «ξεφορτωθή» τον θάνατόν του!
Ευτυχώς που υπάρχουν αι εκκλησίαι του Εσταυρωμένου, Αποθανόντος, Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος Χριστού, όπου ο απελπισμένος άνθρωπος των ημερών μας, ο καταπροδωμένος από όλα τα είδωλα, όλους τους «χαμοθεούς» που έκλεψαν την καρδιά του, την οικονομίαν δηλαδή, την ιδεολογίαν, την φιλοσοφίαν, την μεταφυσικήν και όλας τας υπολοίπους «κενάς απάτας»[6] του παρόντος αιώνος «του απατεώνος»,[7]ευρίσκει καταφύγιον και παραμυθίαν και σωτηρίαν.
Από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, την Μητέρα Εκκλησίαν που βιώνει εις το πλήρωμά τους το Πάθος, τον Πόνον, τον Σταυρόν και τον Θάνατον, αλλά εξ ίσου και την Ανάστασιν του Θεανθρώπου, απευθύνομεν προς όλα τα τέκνα της Εκκλησίας εγκάρδιον πασχάλιον χαιρετισμόν και ευλογίαν, μαζί με ασπασμόν αγάπης Ιησού Χριστού του εκ νεκρών Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος και ζωοποιούντος τον άνθρωπον.
Εις Αυτόν η δόξα, το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν!"
[1] Φρειδερίκος Νίτσε.
[2] Ζαν Πωλ Σάρτρ.
[3] Β Κορ. 5: 14.
[4] Β Κορ. 2: 16.
[5] Τροπάριον ζ ωδής Κανόνος του Πάσχα.
[6] Πρβλ. Κολ. 2: 8.
[7] Ακάθιστος Ύμνος.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σκυθρωπή είχεν ακούσει κάποιαν ημέραν του ΙΘ’ αιώνος η ανθρωπότης από το στόμα του τραγικού φιλοσόφου ότι: «ο Θεός είναι νεκρός! Τον σκοτώσαμε... Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του... ο Θεός θα μείνη νεκρός! Τι άλλο είναι οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;»[1]
Και επίσης, ολίγας δεκαετίας αργότερον, από το στόμα ενός νεωτέρου ομολόγου του, ότι: «Ο Θεός απέθανε! Σας αναγγέλλω, κύριοι, τον θάνατον του Θεού!»[2]
Αι διακηρύξεις αυταί των αθέων φιλοσόφων ετάραξαν τας συνειδήσεις των ανθρώπων. Σύγχυσις πολλή επηκολούθησεν εις τον χώρον του πνεύματος και της λογοτεχνίας, της τέχνης και της ιδίας κάποτε της Θεολογίας, όπου, εις την Δύσιν κυρίως, ήρχισε να γίνεται λόγος ακόμη και περί «Θεολογίας του θανάτου του Θεού».
Η Εκκλησία βεβαίως δεν είχε ποτέ και δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι ο Θεός απέθανε. Τούτο έγινε το 33 μ.Χ. επάνω εις τον λόφον Γολγοθά της Ιερουσαλήμ, επί Ποντίου Πιλάτου του Ρωμαίου Ηγεμόνος της Ιουδαίας. Αφού έπαθεν ανήκουστα Πάθη, εσταυρώθη ωσάν κακούργος και, περί ώραν ενάτην της Παρασκευής, είπε «Τετέλεσται!» και παρέδωκε το πνεύμα! Αυτό είναι μία αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης.
Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, απέθανεν «υπέρ πάντων» των ανθρώπων![3] Αφού ανέλαβεν όλα τα ιδικά μας: σώμα, ψυχήν, θέλησιν, ενέργειαν, κόπον, αγωνίαν, πόνον, λύπην, παράπονον, χαράν, τα πάντα, παρεκτός αμαρτίας, ανέλαβε, τέλος, και το μεγαλύτερον ζήτημά μας, τον θάνατον, και μάλιστα εις την πιο βασανιστικήν και ταπεινωτικήν εκδοχήν του, δηλ. τον Σταυρόν. Μέχρις εδώ συμφωνούμεν με τους φιλοσόφους.
Θα δεχθούμε ακόμη και το ότι αι εκκλησίαι, οι ναοί, είναι «οι τάφοι», «τα μνήματα» του Θεού! Όμως!... Εμείς γνωρίζομε, ζούμε και προσκυνούμε τον θανόντα Θεόν, ως «νεκρόν ζωαρχικότατον»! Ολίγον μετά την φοβεράν Παρασκευήν, εις την πρωϊνήν αμφιλύκην της «Μιας των Σαββάτων», της Κυριακής, συνέβη αυτό, δια το οποίον έγινεν όλη η δια σαρκός και πάθους και Σταυρού και καθόδου εις τον άδην οικονομία του Θεού:
Η Ανάστασις!... Και αυτό, η Ανάστασις, είναι μία εξ ίσου αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης!.. Και η πραγματικότης αυτή έχει αμέσους και σωτηρίους επιπτώσεις εις όλους μας. Ανέστη ο Υιός του Θεού, ο Οποίος είναι συνάμα και Υιός του Ανθρώπου! Ανέστη ο Θεός με όλον το πρόσλημμα της ανθρωπότητος: το Σώμα που έλαβεν από τα άχραντα αίματα της Υπεραγίας Θεοτόκου και την αγίαν Ψυχήν Του. Ανέστη εκ νεκρών, «παγγενή τον Αδάμ αναστήσας ως φιλάνθρωπος»!...
Ο Τάφος του Ιησού, το «καινόν μνημείον» του Ιωσήφ, είναι πλέον δια παντός κενός! Αντί δια μνημείον νεκρικόν, είναι μνημείον νίκης κατά του θανάτου, είναι πηγή ζωής! Ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλεν «εκ του τάφου ωραίος», χαρίζοντας φως ανέσπερον, ειρήνην, χαράν, αγαλλίασιν, ζωήν αιώνιον! Ναι, οι ναοί είναι οι «τάφοι» του Θεού! Αλλά Τάφοι κενοί, ολοφώτεινοι, γεμάτοι από «οσμήν ζωής»,[4] από εαρινόν μύρον πασχάλιον, ωραίοι, ερατεινοί, καταστόλιστοι με μυρσίνες δοξαστικές και με άνθη χειροπιαστής ελπίδος, τάφοι ζωοδόχοι και ζωοπάροχοι!
Ο θάνατος του Θεού ανέστρεψε τας δυνάμεις του άδου, ο θάνατος ευτελίστηκε πλέον εις απλούν επεισόδιον που εισάγει τον άνθρωπον από τον βίον εις την Ζωήν. Αι εκκλησίαι, οι «τάφοι» του Θεού, είναι αι διάπλατοι θύραι της αγάπης του Θεού, οι ορθάνοιχτες είσοδοι του Νυμφώνος του Υιού Του, που «ως Νυμφίος προήλθεν εκ του Μνήματος» και οι πιστοί εισερχόμενοι, «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον Ευλογητόν των πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον»![5]
Ευτυχώς, λοιπόν, που απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας! Ευτυχώς που υπάρχουν τόσα «μνήματά» Του εις τον κόσμον, τόσοι άγιοι ναοί, όπου ημπορεί να εισέλθη ελεύθερα ο πονεμένος, ο κουρασμένος και απαρηγόρητος άνθρωπος, να αποθέση το φορτίον του πόνου του, της αγωνίας του, του φόβου και της ανασφαλείας του, να «ξεφορτωθή» τον θάνατόν του!
Ευτυχώς που υπάρχουν αι εκκλησίαι του Εσταυρωμένου, Αποθανόντος, Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος Χριστού, όπου ο απελπισμένος άνθρωπος των ημερών μας, ο καταπροδωμένος από όλα τα είδωλα, όλους τους «χαμοθεούς» που έκλεψαν την καρδιά του, την οικονομίαν δηλαδή, την ιδεολογίαν, την φιλοσοφίαν, την μεταφυσικήν και όλας τας υπολοίπους «κενάς απάτας»[6] του παρόντος αιώνος «του απατεώνος»,[7]ευρίσκει καταφύγιον και παραμυθίαν και σωτηρίαν.
Από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, την Μητέρα Εκκλησίαν που βιώνει εις το πλήρωμά τους το Πάθος, τον Πόνον, τον Σταυρόν και τον Θάνατον, αλλά εξ ίσου και την Ανάστασιν του Θεανθρώπου, απευθύνομεν προς όλα τα τέκνα της Εκκλησίας εγκάρδιον πασχάλιον χαιρετισμόν και ευλογίαν, μαζί με ασπασμόν αγάπης Ιησού Χριστού του εκ νεκρών Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος και ζωοποιούντος τον άνθρωπον.
Εις Αυτόν η δόξα, το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν!"
[1] Φρειδερίκος Νίτσε.
[2] Ζαν Πωλ Σάρτρ.
[3] Β Κορ. 5: 14.
[4] Β Κορ. 2: 16.
[5] Τροπάριον ζ ωδής Κανόνος του Πάσχα.
[6] Πρβλ. Κολ. 2: 8.
[7] Ακάθιστος Ύμνος.