Μια φράση του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος χαρακτήρισε «αποτέλεσμα φασιστοειδούς αντίληψης» την εκδίωξη στο παρελθόν «εκείνων που είχαν διαφορετική εθνική ταυτότητα», προκάλεσε πολιτικό σεισμό στην Αγκυρα.
Είναι η πρώτη φορά (και αφού προηγήθηκε μια αξιόλογη τουρκική ταινία που προκάλεσε αίσθηση) που τούρκος πολιτικός ηγέτης αναφέρεται, έστω και χωρίς να τους κατονομάζει, στους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και στα γνωστά τραγικά επεισόδια εις βάρος τους τον Σεπτέμβριο του 1955, καθώς και στις μαζικές απελάσεις του 1964.
Ο φιλικός προς τον κ. Ερντογάν τουρκικός Τύπος δεν περιορίστηκε μάλιστα μόνον στην περίπτωση των Ελλήνων αλλά αναφέρθηκε και στο άλλο τεράστιο ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων, που για την Τουρκία αποτελεί ταμπού, μιλώντας για «εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας που ξεκίνησε το 1915 με τον εκτοπισμό των Αρμενίων». Οπως είναι φυσικό, οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της... αντιπολίτευσης και των γνωστών εθνικιστικών κύκλων, ενώ οι Ενοπλες Δυνάμεις (που είχαν παίξει υπόγειο ρόλο στα γεγονότα του 1955) παρέμειναν περιέργως σιωπηλές.
Η σιωπή αυτή του στρατιωτικού κατεστημένου (τη στιγμή κατά την οποία δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι οι δηλώσεις Ερντογάν αποτελούν μια ακόμη βολή στη συνεχιζόμενη αναμέτρησή του με τους στρατηγούς) υποδηλώνει αμηχανία, εν όψει μάλιστα και των εντεινόμενων πιέσεων από την πλευρά της νέας αμερικανικής ηγεσίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προχωρήσει η τουρκική κυβέρνηση στην προστασία των μειονοτήτων.
Και η αμηχανία αυτή συνεχίστηκε και όταν το γνωστό ΡΚΚ πρότεινε να καταθέσει τα όπλα και να πάψει να διεκδικεί τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ζητώντας αντ΄ αυτού αυτονομία τύπου Σκωτίας με τη θέσπιση ενός κουρδικού Κοινοβουλίου. Η πρόταση αυτή γίνεται τη στιγμή που εντείνεται η δημόσια συζήτηση για λύση του Κουρδικού, την οποία ευνοεί και η αντιπολίτευση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο τούρκος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ ζήτησε να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για λύση και να μη χαθεί η ευκαιρία που σήμερα παρουσιάζεται.
Oλα αυτά δείχνουν ότι υπό την πίεση της διεθνούς κοινότητας κάτι έχει αρχίσει να κινείται στην Τουρκία. Το ερώτημα όμως είναι αν η νέα αυτή ρητορική θα συνοδευτεί και από τις ανάλογες πράξεις.
Οταν μάλιστα είναι γνωστές οι πιέσεις που ασκούνται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνεχίζεται η αρνητική στάση στο θέμα του ανοίγματος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ευνόητο είναι ότι αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες ενέργειες για την προστασία των μειονοτήτων, τη λύση του Κουρδικού και την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, τότε οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν θα παραμείνουν χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Θα πρόκειται δηλαδή απλώς για μια επιφανειακή προσπάθεια κατευνασμού των ανησυχιών που έχουν εκφράσει Αμερικανοί και Ευρωπαίοι και για μια αποτυχία στην προσπάθεια να υπερπηδηθούν τα εμπόδια που θέτουν το βαθύ κράτος και το κεμαλικό κατεστημένο.
Η σιωπή αυτή του στρατιωτικού κατεστημένου (τη στιγμή κατά την οποία δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς ότι οι δηλώσεις Ερντογάν αποτελούν μια ακόμη βολή στη συνεχιζόμενη αναμέτρησή του με τους στρατηγούς) υποδηλώνει αμηχανία, εν όψει μάλιστα και των εντεινόμενων πιέσεων από την πλευρά της νέας αμερικανικής ηγεσίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προχωρήσει η τουρκική κυβέρνηση στην προστασία των μειονοτήτων.
Και η αμηχανία αυτή συνεχίστηκε και όταν το γνωστό ΡΚΚ πρότεινε να καταθέσει τα όπλα και να πάψει να διεκδικεί τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ζητώντας αντ΄ αυτού αυτονομία τύπου Σκωτίας με τη θέσπιση ενός κουρδικού Κοινοβουλίου. Η πρόταση αυτή γίνεται τη στιγμή που εντείνεται η δημόσια συζήτηση για λύση του Κουρδικού, την οποία ευνοεί και η αντιπολίτευση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο τούρκος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ ζήτησε να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για λύση και να μη χαθεί η ευκαιρία που σήμερα παρουσιάζεται.
Oλα αυτά δείχνουν ότι υπό την πίεση της διεθνούς κοινότητας κάτι έχει αρχίσει να κινείται στην Τουρκία. Το ερώτημα όμως είναι αν η νέα αυτή ρητορική θα συνοδευτεί και από τις ανάλογες πράξεις.
Οταν μάλιστα είναι γνωστές οι πιέσεις που ασκούνται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνεχίζεται η αρνητική στάση στο θέμα του ανοίγματος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ευνόητο είναι ότι αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες ενέργειες για την προστασία των μειονοτήτων, τη λύση του Κουρδικού και την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, τότε οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν θα παραμείνουν χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Θα πρόκειται δηλαδή απλώς για μια επιφανειακή προσπάθεια κατευνασμού των ανησυχιών που έχουν εκφράσει Αμερικανοί και Ευρωπαίοι και για μια αποτυχία στην προσπάθεια να υπερπηδηθούν τα εμπόδια που θέτουν το βαθύ κράτος και το κεμαλικό κατεστημένο.