Toυ κ. Β. Παϊπάη,
Διεθνολόγου.
Πριν από μερικούς μήνες, πολλοί ερμήνευσαν την τοποθέτηση του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου στη θέση του τούρκου υπουργού των Εξωτερικών- με δεδομένη την προτίμησή του να κινείται στο παρασκήνιο- ως την επισημοποίηση μιας νέας στρατηγικής σκέψης που από καιρό διέπει τα ανώτερα κλιμάκια της τουρκικής διπλωματίας, αυτής του νεοοθωμανισμού.
Ο νεοοθωμανισμός δεν αποτελεί μια καινοφανή θεώρηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η αντίληψη ότι η Τουρκία οφείλει να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα βασισμένο στους ιδιαίτερους φυλετικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς που ισχυρίζεται ότι την ενώνουν με πληθυσμούς που κατοικούν από τα Βαλκάνια μέχρι την Κεντρική Ασία και τα σύνορα με την Κίνα, έφερε αρχικά την υπογραφή ενός παλαιότερου λαϊκιστή πολιτικού, του Τουργκούτ Οζάλ. Ο νεοοθωμανισμός ωστόσο του Οζάλ δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία, καθώς αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τους άμεσα ενδιαφερομένους, ενώ και η ίδια η Τουρκία δεν εγκατέλειψε τη συγκρουσιακή νοοτροπία και αλαζονεία που χαρακτήριζε το οθωμανικό της παρελθόν.
Η διαφορά αντίληψης και πρακτικής στην περίπτωση του κ. Νταβούτογλου είναι...εμφανής. Αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με τους γείτονές της, ο κ. Νταβούτογλου προωθεί ένα πλέγμα πολιτικών που περιλαμβάνουν διαμεσολάβηση για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών Αρμενίας- Αζερμπαϊτζάν, προσέγγιση με την Αρμενία, αποκλιμάκωση της έντασης στο Βόρειο Ιράκ, προσφορά διαμεσολαβητικών υπηρεσιών στο Ιράν για την επίλυση του πυρηνικού προβλήματος με τη Δύση και επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, αντιλαμβανόμενη τη Μέση Ανατολή ως προνομιακό της πεδίο, η Τουρκία επεδίωξε την ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Συρία και την προώθηση των παλαιστινιακών αιτημάτων. Η πολυσχιδής πολιτική Νταβούτογλου περιλαμβάνει ακόμα τη διαμόρφωση μιας σφαίρας επιρροής στα Βαλκάνια, όπου η Τουρκία, μέσω των μουσουλμανικών πληθυσμών, καταλοίπων της οθωμανικής περιόδου, επιχειρεί να παρεμβαίνει και να διαδραματίζει ρόλο εγγυητή.
Υπό αυτή την έννοια, οι πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις του κ. Ερντογάν περί αμοιβαιότητας στην προστασία των μειονοτήτων δεν θα πρέπει να γίνουν αντιληπτές μόνον ως εσωτερικοί τακτικισμοί του τούρκου πρωθυπουργού στην αντιπαράθεσή του με το κεμαλικό κατεστημένο. Ιδωμένες υπό το πρίσμα του νεοοθωμανισμού, συνιστούν το πρελούδιο κινήσεων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που επιδιώκει την αξιοποίηση της αρχής του ατομικού αυτοπροσδιορισμού προς όφελος των πατερναλιστικών βλέψεων της Αγκυρας.
Η μεγαλόπνοη τουρκική διπλωματία του νεοοθωμανισμού αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως περιφερειακή ηγεμονική δύναμη που απαιτεί να της αναγνωριστεί ο ιδιαίτερος γεωπολιτικός και γεωοικονομικός της ρόλος. Χαρακτηριστικές προς την κατεύθυνση αυτή είναι οι προ τριμήνου δηλώσεις του κ. Νταβούτογλου στους πρεσβευτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου εξήρε το «μεγαλείο» της Τουρκίας και ζήτησε, εμμέσως πλην σαφώς, προνομιακή μεταχείριση για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Βάσει της νεοοθωμανικής ηγεμονικής αντίληψης που διαφημίζει την Τουρκία ως χρήζουσα ειδικής μεταχείρισης λόγω του αυτοκρατορικού παρελθόντος, της γεωγραφικής της θέσης και του συνδυασμού κοσμικών αρχών και μουσουλμανικής κληρονομιάς, ο κ. Νταβούτογλου ζήτησε «ειλικρίνεια» από τους προαναφερθέντες πρεσβευτές, γεγονός που στη διπλωματική γλώσσα ισοδυναμεί με αίτημα να ισχύσει για την Τουρκία μια τροποποιημένη εκδοχή της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομιμότητας.
Στην πράξη, οι Τούρκοι στις ευρωπαϊκές τους σχέσεις, όπως και στη διένεξη που έχουν με την Ελλάδα για το Αιγαίο και την Κύπρο, ζητούν την εφαρμογή της οθωμανικής αρχής του itidal. Ιtidal στα τουρκικά σημαίνει «δικαιοσύνη», αν και μια πιστότερη μετάφραση θα το απέδιδε ως «ακριβοδικία». Αυτού του είδους όμως η δικαιοσύνη που ισχύει ανάμεσα σε έναν ισχυρό και σε έναν λιγότερο ισχυρό ή αδύναμο. Στην περίπτωση αυτή- και όχι πολύ μακριά από την αριστοτελική αντίληψη περί διανεμητικής δικαιοσύνης που επιτάσσει ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων και άνιση μεταξύ άνισων- «δικαιοσύνη» σημαίνει ο αδύναμος να αποδέχεται αυτά που του επιβάλλει η θέση του και να τελεί σε σχέση εξάρτησης και πιθανόν ευγνωμοσύνης για τη γενναιοδωρία του ισχυρού. Κάποιοι εγχώριοι αναλυτές και διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής είναι αισιόδοξοι και τονίζουν τη φράση του νέου τούρκου ΥΠΕΞ περί «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες. Η φράση εκ πρώτης όψεως αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς ο κ. Νταβούτογλου αποφεύγει να αναφερθεί στην ύπαρξη «διαφορών» με την Ελλάδα και ομιλεί περί βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση όμως στο λεξιλόγιο του κ. Νταβούτογλου η λέξη «διαφορές» δεν έχει κανένα νόημα, καθώς ανάμεσα στον ισχυρό και στον ανίσχυρο δεν νοούνται «διαφορές» παρά μόνο «παρανοήσεις» ή έλλειψη «λογικής» από την πλευρά του αδύναμου μέρους. Ενδεικτικό ωστόσο της μακαριότητας ορισμένων αναλυτών είναι ότι τα ανοίγματα της τουρκικής διπλωματίας εκλαμβάνονται θετικά, ως ένδειξη εκδημοκρατισμού της Τουρκίας και απόρροια της πορείας εξευρωπαϊσμού της.
Χωρίς να υπεισέρχομαι στη βασιμότητα αυτών των ισχυρισμών, που ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να αποδειχθούν, το ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι: όταν σε τελευταία ανάλυση ο ίδιος ο κ. Νταβούτογλου συνδέει τη στροφή της τουρκικής πολιτικής με την αναβίωση της οθωμανικής κληρονομιάς και με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δικαιολογούμαστε εμείς να μετατρεπόμαστε σε νεροκουβαλητές του ιδεολογήματος του νεοοθωμανισμού και να μην επαγρυπνούμε;
Την ίδια στιγμή, αντιλαμβανόμενη τη Μέση Ανατολή ως προνομιακό της πεδίο, η Τουρκία επεδίωξε την ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με τη Συρία και την προώθηση των παλαιστινιακών αιτημάτων. Η πολυσχιδής πολιτική Νταβούτογλου περιλαμβάνει ακόμα τη διαμόρφωση μιας σφαίρας επιρροής στα Βαλκάνια, όπου η Τουρκία, μέσω των μουσουλμανικών πληθυσμών, καταλοίπων της οθωμανικής περιόδου, επιχειρεί να παρεμβαίνει και να διαδραματίζει ρόλο εγγυητή.
Υπό αυτή την έννοια, οι πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις του κ. Ερντογάν περί αμοιβαιότητας στην προστασία των μειονοτήτων δεν θα πρέπει να γίνουν αντιληπτές μόνον ως εσωτερικοί τακτικισμοί του τούρκου πρωθυπουργού στην αντιπαράθεσή του με το κεμαλικό κατεστημένο. Ιδωμένες υπό το πρίσμα του νεοοθωμανισμού, συνιστούν το πρελούδιο κινήσεων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που επιδιώκει την αξιοποίηση της αρχής του ατομικού αυτοπροσδιορισμού προς όφελος των πατερναλιστικών βλέψεων της Αγκυρας.
Η μεγαλόπνοη τουρκική διπλωματία του νεοοθωμανισμού αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως περιφερειακή ηγεμονική δύναμη που απαιτεί να της αναγνωριστεί ο ιδιαίτερος γεωπολιτικός και γεωοικονομικός της ρόλος. Χαρακτηριστικές προς την κατεύθυνση αυτή είναι οι προ τριμήνου δηλώσεις του κ. Νταβούτογλου στους πρεσβευτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου εξήρε το «μεγαλείο» της Τουρκίας και ζήτησε, εμμέσως πλην σαφώς, προνομιακή μεταχείριση για την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Βάσει της νεοοθωμανικής ηγεμονικής αντίληψης που διαφημίζει την Τουρκία ως χρήζουσα ειδικής μεταχείρισης λόγω του αυτοκρατορικού παρελθόντος, της γεωγραφικής της θέσης και του συνδυασμού κοσμικών αρχών και μουσουλμανικής κληρονομιάς, ο κ. Νταβούτογλου ζήτησε «ειλικρίνεια» από τους προαναφερθέντες πρεσβευτές, γεγονός που στη διπλωματική γλώσσα ισοδυναμεί με αίτημα να ισχύσει για την Τουρκία μια τροποποιημένη εκδοχή της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομιμότητας.
Στην πράξη, οι Τούρκοι στις ευρωπαϊκές τους σχέσεις, όπως και στη διένεξη που έχουν με την Ελλάδα για το Αιγαίο και την Κύπρο, ζητούν την εφαρμογή της οθωμανικής αρχής του itidal. Ιtidal στα τουρκικά σημαίνει «δικαιοσύνη», αν και μια πιστότερη μετάφραση θα το απέδιδε ως «ακριβοδικία». Αυτού του είδους όμως η δικαιοσύνη που ισχύει ανάμεσα σε έναν ισχυρό και σε έναν λιγότερο ισχυρό ή αδύναμο. Στην περίπτωση αυτή- και όχι πολύ μακριά από την αριστοτελική αντίληψη περί διανεμητικής δικαιοσύνης που επιτάσσει ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων και άνιση μεταξύ άνισων- «δικαιοσύνη» σημαίνει ο αδύναμος να αποδέχεται αυτά που του επιβάλλει η θέση του και να τελεί σε σχέση εξάρτησης και πιθανόν ευγνωμοσύνης για τη γενναιοδωρία του ισχυρού. Κάποιοι εγχώριοι αναλυτές και διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής είναι αισιόδοξοι και τονίζουν τη φράση του νέου τούρκου ΥΠΕΞ περί «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες. Η φράση εκ πρώτης όψεως αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς ο κ. Νταβούτογλου αποφεύγει να αναφερθεί στην ύπαρξη «διαφορών» με την Ελλάδα και ομιλεί περί βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση όμως στο λεξιλόγιο του κ. Νταβούτογλου η λέξη «διαφορές» δεν έχει κανένα νόημα, καθώς ανάμεσα στον ισχυρό και στον ανίσχυρο δεν νοούνται «διαφορές» παρά μόνο «παρανοήσεις» ή έλλειψη «λογικής» από την πλευρά του αδύναμου μέρους. Ενδεικτικό ωστόσο της μακαριότητας ορισμένων αναλυτών είναι ότι τα ανοίγματα της τουρκικής διπλωματίας εκλαμβάνονται θετικά, ως ένδειξη εκδημοκρατισμού της Τουρκίας και απόρροια της πορείας εξευρωπαϊσμού της.
Χωρίς να υπεισέρχομαι στη βασιμότητα αυτών των ισχυρισμών, που ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να αποδειχθούν, το ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι: όταν σε τελευταία ανάλυση ο ίδιος ο κ. Νταβούτογλου συνδέει τη στροφή της τουρκικής πολιτικής με την αναβίωση της οθωμανικής κληρονομιάς και με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δικαιολογούμαστε εμείς να μετατρεπόμαστε σε νεροκουβαλητές του ιδεολογήματος του νεοοθωμανισμού και να μην επαγρυπνούμε;