Άρθρο του κ.Γ.Μαύρη,
αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα"Καθημερινή".
Το πρόβλημα των δημοσκοπήσεων δεν είναι νομικό, αλλά αμιγώς πολιτικό. Αφορά πρωτίστως τη σχέση πολιτικών κομμάτων και Μέσων Ενημέρωσης, δηλαδή ένα πεδίο εντελώς διαφορετικό. Η ρύθμιση που επανήλθε, όχι μόνον δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά γεννάει πολλαπλάσια.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και η προσεχής εκλογική αναμέτρηση θα επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνωρίζουμε.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και η προσεχής εκλογική αναμέτρηση θα επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνωρίζουμε.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της απαγόρευσης δημοσιοποίησης εντοπίζονται τουλάχιστον σε τρία σημεία:
Πρώτον, στο... γεγονός ότι πλήττεται ευθέως το δικαίωμα της πληροφόρησης και η αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών (Αρθρο 4.1 του Συντάγματος). Εισάγεται μια ανεπίτρεπτη και πιθανώς αντισυνταγματική διάκριση εις βάρος των πολιτών, από τους οποίους αφαιρείται το δικαίωμα της πρόσβασης στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Αποκλείοντας τους πολίτες καθιερώνει «δύο ταχύτητες» στην πληροφόρηση. Στην ουσία απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις «για όλους» και καθιερώνει τις δημοσκοπήσεις «για τους λίγους». Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει εκείνους που διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να παραγγείλουν δημοσκοπήσεις και να καταστούν πληροφοριακά «προνομιούχοι», ως αποκλειστικοί κάτοχοι μιας παρόμοιας πληροφόρησης.
Δεύτερον, για το γεγονός ότι η έλλειψη πληροφόρησης επιτρέπει και νομιμοποιεί την παραπληροφόρηση, με προφανείς πολιτικές (ή και οικονομικές) συνέπειες. Στο διάστημα των 15 ημερών οποιαδήποτε ψευδής φήμη σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα είναι δυνατόν να διαψευσθεί και να αποδυναμωθεί με βάση επιστημονικά δεδομένα. Από αυτήν την άποψη, το παράδειγμα του Βελγίου είναι χαρακτηριστικό. Στις βουλευτικές εκλογές του 1985 στο Βέλγιο, όπου εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά απαγόρευση δημοσίευσης, σημειώθηκε ζωηρή κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο Αξιών κατά την περίοδο απαγόρευσης, διότι άτομα που είχαν πρόσβαση στις αδημοσίευτες δημοσκοπήσεις απέκτησαν ένα προτέρημα, έναντι εκείνων που κρατήθηκαν σε άγνοια.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι ψηφοφόροι εκτίθενται σε έναν σημαντικό όγκο πολιτικών πληροφοριών και μηνυμάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό του οποίου έχει κομματική προέλευση. Αυτό συμβαίνει με την πολιτική διαφήμιση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κόμματα στην προεκλογική τους εκστρατεία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου και τα ΜΜΕ εκδηλώνουν κομματικές «προτιμήσεις». Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι δημοσκοπήσεις αντιπροσωπεύουν, κατά κανόνα στον διεθνή χώρο, μια ανεξάρτητη πηγή και από τις ελάχιστες περιοχές μη-κομματικής πληροφόρησης.
Τρίτον, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του πολίτη, ο οποίος θεωρείται ανίκανος να κρίνει και να λάβει αποφάσεις. Είναι γεγονός, ότι οι εκλογικές δημοσκοπήσεις θέτουν σε δοκιμασία την έως σήμερα αποδεκτή έννοια της ελευθερίας της ψήφου, που προβλέπει το άρθρο 52 του Συντάγματος και αναδεικνύουν το αίτημα του επαναπροσδιορισμού της. Μήπως, όμως, η ίδια η γενικότερη έκρηξη της πληροφόρησης δεν έχει θέσει εδώ και καιρό το ίδιο ζήτημα; Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η ενημέρωση του ψηφοφόρου περιλαμβάνει και τη γνώση του δεδομένου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Αν οι δημοσκοπήσεις απουσιάσουν, τότε θα αντικατασταθούν από διαισθητικές, μη-ορθολογικές κρίσεις, γενικές εντυπώσεις που θα προξενήσουν η προεκλογική εκστρατεία και οι θετικές ή αρνητικές «τεχνικές της πολιτικής επικοινωνίας».
Οι «πληροφορίες»
Αν κριθούν από αυτήν την πλευρά, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, είναι όχι μόνον θεμιτές, αλλά και σκόπιμες: απομυθοποιούν ένα θεολογικό πολιτικό λόγο, υπονομεύουν αναπόδεικτα, ή σκοπίμως, διοχετευθέντα επιχειρήματα και πληροφορίες. Υπό αυτήν την οπτική συνεισφέρουν στην ελεύθερη πληροφόρηση των πολιτών. Κατά συνέπεια, η επιστημονική πληροφόρηση για τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος και η ορθολογική κρίση των ψηφοφόρων για την ψήφο τους, συνάδουν με την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, που κατοχυρώνει και το Σύνταγμα.
Πρώτον, στο... γεγονός ότι πλήττεται ευθέως το δικαίωμα της πληροφόρησης και η αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών (Αρθρο 4.1 του Συντάγματος). Εισάγεται μια ανεπίτρεπτη και πιθανώς αντισυνταγματική διάκριση εις βάρος των πολιτών, από τους οποίους αφαιρείται το δικαίωμα της πρόσβασης στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Αποκλείοντας τους πολίτες καθιερώνει «δύο ταχύτητες» στην πληροφόρηση. Στην ουσία απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις «για όλους» και καθιερώνει τις δημοσκοπήσεις «για τους λίγους». Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει εκείνους που διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να παραγγείλουν δημοσκοπήσεις και να καταστούν πληροφοριακά «προνομιούχοι», ως αποκλειστικοί κάτοχοι μιας παρόμοιας πληροφόρησης.
Δεύτερον, για το γεγονός ότι η έλλειψη πληροφόρησης επιτρέπει και νομιμοποιεί την παραπληροφόρηση, με προφανείς πολιτικές (ή και οικονομικές) συνέπειες. Στο διάστημα των 15 ημερών οποιαδήποτε ψευδής φήμη σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα είναι δυνατόν να διαψευσθεί και να αποδυναμωθεί με βάση επιστημονικά δεδομένα. Από αυτήν την άποψη, το παράδειγμα του Βελγίου είναι χαρακτηριστικό. Στις βουλευτικές εκλογές του 1985 στο Βέλγιο, όπου εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά απαγόρευση δημοσίευσης, σημειώθηκε ζωηρή κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο Αξιών κατά την περίοδο απαγόρευσης, διότι άτομα που είχαν πρόσβαση στις αδημοσίευτες δημοσκοπήσεις απέκτησαν ένα προτέρημα, έναντι εκείνων που κρατήθηκαν σε άγνοια.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι ψηφοφόροι εκτίθενται σε έναν σημαντικό όγκο πολιτικών πληροφοριών και μηνυμάτων, το μεγαλύτερο ποσοστό του οποίου έχει κομματική προέλευση. Αυτό συμβαίνει με την πολιτική διαφήμιση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κόμματα στην προεκλογική τους εκστρατεία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου και τα ΜΜΕ εκδηλώνουν κομματικές «προτιμήσεις». Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι δημοσκοπήσεις αντιπροσωπεύουν, κατά κανόνα στον διεθνή χώρο, μια ανεξάρτητη πηγή και από τις ελάχιστες περιοχές μη-κομματικής πληροφόρησης.
Τρίτον, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του πολίτη, ο οποίος θεωρείται ανίκανος να κρίνει και να λάβει αποφάσεις. Είναι γεγονός, ότι οι εκλογικές δημοσκοπήσεις θέτουν σε δοκιμασία την έως σήμερα αποδεκτή έννοια της ελευθερίας της ψήφου, που προβλέπει το άρθρο 52 του Συντάγματος και αναδεικνύουν το αίτημα του επαναπροσδιορισμού της. Μήπως, όμως, η ίδια η γενικότερη έκρηξη της πληροφόρησης δεν έχει θέσει εδώ και καιρό το ίδιο ζήτημα; Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η ενημέρωση του ψηφοφόρου περιλαμβάνει και τη γνώση του δεδομένου συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων. Αν οι δημοσκοπήσεις απουσιάσουν, τότε θα αντικατασταθούν από διαισθητικές, μη-ορθολογικές κρίσεις, γενικές εντυπώσεις που θα προξενήσουν η προεκλογική εκστρατεία και οι θετικές ή αρνητικές «τεχνικές της πολιτικής επικοινωνίας».
Οι «πληροφορίες»
Αν κριθούν από αυτήν την πλευρά, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, είναι όχι μόνον θεμιτές, αλλά και σκόπιμες: απομυθοποιούν ένα θεολογικό πολιτικό λόγο, υπονομεύουν αναπόδεικτα, ή σκοπίμως, διοχετευθέντα επιχειρήματα και πληροφορίες. Υπό αυτήν την οπτική συνεισφέρουν στην ελεύθερη πληροφόρηση των πολιτών. Κατά συνέπεια, η επιστημονική πληροφόρηση για τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος και η ορθολογική κρίση των ψηφοφόρων για την ψήφο τους, συνάδουν με την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, που κατοχυρώνει και το Σύνταγμα.