.
Άρθρο του κ.Δ.Καστριώτη
Αναδημοσιεύται από Το Βήμα.
.
Ως προς το πολιτικό αποτέλεσμα, η κριτική είναι βάσιμη. Οι δολοφονικές επιθέσεις του είδους εντείνουν την ανησυχία του μέσου πολίτη, κάνοντάς τον ανεκτικότερο σε μέτρα ελέγχου που διαφορετικά θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Οταν κρανοφόροι με αυτόματα όπλα αλωνίζουν σκοτώνοντας, ο... κόσμος δεν πολυπροβληματίζεται με τις κάμερες παρακολούθησης- και είδαμε ήδη ότι οι αντιρρήσεις στη χρήση τους έχουν υποχωρήσει αισθητά μετά τις καταστροφές του περασμένου Δεκέμβρη. Από αυτό δεν παρέπεται όμως ούτε ότι η αντίδραση του πληθυσμού οφείλεται σε «αποπροσανατολισμό» ούτε ότι οι φονικές ομάδες είναι «προβοκάτορες». Η επιθυμία της πλειονότητας για ασφάλεια δεν είναι προϊόν πολιτικής παραπλάνησης αλλά γνήσια προτεραιότητα (ακριβώς όπως η χαρά της ευμάρειας δεν είναι πάντα «αλλοτρίωση» αλλά συχνότατα αληθινή ικανοποίηση). Αναλόγως, οι άνθρωποι που υιοθετούν την τυφλή βία δεν είναι πάντα υποκινούμενοι ή παρακρατικοί: μπορεί κάλλιστα να φρονούν αυτό που δηλώνουν, όσο και αν φαίνεται σε εμάς παράλογο ή αποτρόπαιο. Το άμεσο πολιτικό ερώτημα δεν εστιάζεται λοιπόν στον αποπροσανατολισμό ή στην προβοκάτσια αλλά στο κατά πόσον οι σημερινοί ένοπλοι εξτρεμιστές έχουν κάποια πολιτική στήριξη. Η «17 Νοέμβρη», για παράδειγμα, ακόμη και όταν είχε απομακρυνθεί από τον ρόλο του μεταπολιτευτικού τιμωρού, έβρισκε κάποια ερείσματα ανοχής τόσο με τον πολιτικό της λόγο όσο και επειδή τα πλήγματά της, οσοδήποτε αιματηρά, δεν ήταν πάντως ό,τι θα λέγαμε τυφλή φονική βία. Με την πάροδο των ετών και αυτή η ανοχή διαβρώθηκε, με αποτέλεσμα, όταν η οργάνωση εξαρθρώθηκε, να μην έχει πλέον καμία άξια λόγου πολιτική «νομιμοποίηση».
Ο σημερινός ένοπλος εξτρεμισμός χαρακτηρίζεται από αυτό το έλλειμμα ευθύς εξαρχής. Οι επιθέσεις του εμπίπτουν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι οι φόνοι «επωνύμων» στον κλασικό ορισμό της τρομοκρατίας ως δράσης που μετέρχεται τη γενική κατατρομοκράτηση για επίτευξη στόχων, όπως π.χ. η ασυλία των Εξαρχείων. Πέραν αυτού, και οι εποχές είναι διαφορετικές και ο λόγος των εξτρεμιστών, περιορισμένος στην κήρυξη πολέμου κατά της αστυνομίας, εμφανίζεται εντελώς ξένος προς τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειονότητας. Ακόμη και ο ΣΥΝ, μερίδα του οποίου διαβλέπει αστυνομοκρατία και «στοχοποίηση των σκεπτομένων», δεν δείχνει καμία ανοχή προς τους δολοφόνους αστυνομικών.
Αν όμως οι σύγχρονοι οπλοφόροι των πόλεων δεν έχουν πολιτικά ερείσματα, ισχύει πλέον η διαπίστωση του Καρλ Σμιτ ότι μεταπίπτουν από τη σφαίρα του πολιτικού σε εκείνη του κοινού ποινικού δικαίου. Το κράτος έχει ευρύτατα πολιτικά περιθώρια να χρησιμοποιήσει εναντίον τους τις δυνάμεις της ποινικής καταστολής. Και πιθανότατα αυτό θα συμβεί με τη συνειδητή επικρότηση της κοινής γνώμηςόχι χάρη σε υποτιθέμενο «αποπροσανατολισμό» της.
Ως προς το πολιτικό αποτέλεσμα, η κριτική είναι βάσιμη. Οι δολοφονικές επιθέσεις του είδους εντείνουν την ανησυχία του μέσου πολίτη, κάνοντάς τον ανεκτικότερο σε μέτρα ελέγχου που διαφορετικά θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Οταν κρανοφόροι με αυτόματα όπλα αλωνίζουν σκοτώνοντας, ο... κόσμος δεν πολυπροβληματίζεται με τις κάμερες παρακολούθησης- και είδαμε ήδη ότι οι αντιρρήσεις στη χρήση τους έχουν υποχωρήσει αισθητά μετά τις καταστροφές του περασμένου Δεκέμβρη. Από αυτό δεν παρέπεται όμως ούτε ότι η αντίδραση του πληθυσμού οφείλεται σε «αποπροσανατολισμό» ούτε ότι οι φονικές ομάδες είναι «προβοκάτορες». Η επιθυμία της πλειονότητας για ασφάλεια δεν είναι προϊόν πολιτικής παραπλάνησης αλλά γνήσια προτεραιότητα (ακριβώς όπως η χαρά της ευμάρειας δεν είναι πάντα «αλλοτρίωση» αλλά συχνότατα αληθινή ικανοποίηση). Αναλόγως, οι άνθρωποι που υιοθετούν την τυφλή βία δεν είναι πάντα υποκινούμενοι ή παρακρατικοί: μπορεί κάλλιστα να φρονούν αυτό που δηλώνουν, όσο και αν φαίνεται σε εμάς παράλογο ή αποτρόπαιο. Το άμεσο πολιτικό ερώτημα δεν εστιάζεται λοιπόν στον αποπροσανατολισμό ή στην προβοκάτσια αλλά στο κατά πόσον οι σημερινοί ένοπλοι εξτρεμιστές έχουν κάποια πολιτική στήριξη. Η «17 Νοέμβρη», για παράδειγμα, ακόμη και όταν είχε απομακρυνθεί από τον ρόλο του μεταπολιτευτικού τιμωρού, έβρισκε κάποια ερείσματα ανοχής τόσο με τον πολιτικό της λόγο όσο και επειδή τα πλήγματά της, οσοδήποτε αιματηρά, δεν ήταν πάντως ό,τι θα λέγαμε τυφλή φονική βία. Με την πάροδο των ετών και αυτή η ανοχή διαβρώθηκε, με αποτέλεσμα, όταν η οργάνωση εξαρθρώθηκε, να μην έχει πλέον καμία άξια λόγου πολιτική «νομιμοποίηση».
Ο σημερινός ένοπλος εξτρεμισμός χαρακτηρίζεται από αυτό το έλλειμμα ευθύς εξαρχής. Οι επιθέσεις του εμπίπτουν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι οι φόνοι «επωνύμων» στον κλασικό ορισμό της τρομοκρατίας ως δράσης που μετέρχεται τη γενική κατατρομοκράτηση για επίτευξη στόχων, όπως π.χ. η ασυλία των Εξαρχείων. Πέραν αυτού, και οι εποχές είναι διαφορετικές και ο λόγος των εξτρεμιστών, περιορισμένος στην κήρυξη πολέμου κατά της αστυνομίας, εμφανίζεται εντελώς ξένος προς τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειονότητας. Ακόμη και ο ΣΥΝ, μερίδα του οποίου διαβλέπει αστυνομοκρατία και «στοχοποίηση των σκεπτομένων», δεν δείχνει καμία ανοχή προς τους δολοφόνους αστυνομικών.
Αν όμως οι σύγχρονοι οπλοφόροι των πόλεων δεν έχουν πολιτικά ερείσματα, ισχύει πλέον η διαπίστωση του Καρλ Σμιτ ότι μεταπίπτουν από τη σφαίρα του πολιτικού σε εκείνη του κοινού ποινικού δικαίου. Το κράτος έχει ευρύτατα πολιτικά περιθώρια να χρησιμοποιήσει εναντίον τους τις δυνάμεις της ποινικής καταστολής. Και πιθανότατα αυτό θα συμβεί με τη συνειδητή επικρότηση της κοινής γνώμηςόχι χάρη σε υποτιθέμενο «αποπροσανατολισμό» της.