"Συναντάται στα λόγια κείμενα και ως μΕρκαλάω-μΕρκαλώ και σημαίνει σκάβω, ανακατώνω.
.
1. Σκαλίζω τη μύτη μου με μανία, σαν να ψάχνω να βρω πετρελαιοπηγή, και αυτά που βγάζω από μέσα τα κοιτάζω με λατρεία, τα κάνω μπαλάκι και τα πετάω επιδεικτικά κάτω με τη κλασική κίνηση του δείκτη που σέρνεται στον αντίχειρα.
2. Ικανοποιώ τις δικές μου.. σεξουαλικές ορέξεις χώνοντας σε οπή του αποδέκτη το ανδρικό μόριο μου, κάνοντας κινήσεις άγαρμπες ωσάν να σκάβω και να ανακατώνω.
Πχ Α Τον κοίταζα που μΕρκάλευε τη μύτη του και ήθελα να ξεράσω
Β Έλα να σε μΕρκαλέψω μάνα μου , να σου φύγουν τα νεύρα
Γ Ήταν τόσο αποτυχημένο το σεξ μαζί του, είχε πέσει πάνω μου και με μΕρκάλευε σαν σκύλος ενώ εγώ κοιτούσα τηλεόραση για να περάσει η ώρα..
2. Ικανοποιώ τις δικές μου.. σεξουαλικές ορέξεις χώνοντας σε οπή του αποδέκτη το ανδρικό μόριο μου, κάνοντας κινήσεις άγαρμπες ωσάν να σκάβω και να ανακατώνω.
Πχ Α Τον κοίταζα που μΕρκάλευε τη μύτη του και ήθελα να ξεράσω
Β Έλα να σε μΕρκαλέψω μάνα μου , να σου φύγουν τα νεύρα
Γ Ήταν τόσο αποτυχημένο το σεξ μαζί του, είχε πέσει πάνω μου και με μΕρκάλευε σαν σκύλος ενώ εγώ κοιτούσα τηλεόραση για να περάσει η ώρα..