Η ένταξη των νέων στην παραγωγική διαδικασία φαίνεται να καθυστερεί στην Ελλάδα σε μια ηλικία άνω των 22 ετών, ενώ οι περισσότεροι νέοι βρίσκουν μια πρώτη εργασία ως μισθωτοί και χρειάζεται να...περάσει πάνω από ένα έτος για να τη βρουν. Αυτό προκύπτει από την ειδική έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) με θέμα
«Είσοδος των νέων στην αγορά εργασίας».
Τα βασικότερα συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής:
Η πρώτη επαφή με την αγορά εργασίας γίνεται σε σχετικά μεγάλη ηλικία, καθώς έως την ηλικία των 22 ετών το ποσοστό των ατόμων που έχουν μια εργασιακή εμπειρία δεν ξεπερνά το 50%. Ακόμα και στην ηλικία των 25 ετών, το 20% των ερευνηθέντων ατόμων δεν έχει αποκτήσει καμία εργασιακή εμπειρία.
Οι περισσότεροι νέοι βρίσκουν μια πρώτη εργασία ως μισθωτοί. Για τους περισσότερους, η εργασία αυτή ήταν μισθωτή και πλήρους απασχόλησης, αλλά προσωρινή (40,5%) ,ενώ σημαντικό (11,4%) είναι και το ποσοστό αυτών που εργάστηκαν με μερική απασχόληση- είτε σε μόνιμη, είτε σε προσωρινή εργασία. Το ποσοστό των ατόμων που άρχισαν να εργάζονται αμέσως, είτε βρήκαν μια εργασία μέσα σε έναν το πολύ χρόνο από το τέλος των σπουδών τους, είναι 27,9%. Το 30,7% των ερευνηθέντων δήλωσε ότι βρήκε εργασία μέσα στον τέταρτο χρόνο, ή και αργότερα, μετά το τέλος των σπουδών.
Η μέση διάρκεια της πρώτης εργασίας είναι 46,5 μήνες. Είναι μεγαλύτερη για τους άντρες (49,35 μήνες) και για τα άτομα με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (47,71 μήνες). Η σύγκριση του εκπαιδευτικού επιπέδου των ερευνηθέντων με το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων, δείχνει ότι όταν και οι δύο γονείς είναι γεννημένοι στην Ελλάδα, τα μισά σχεδόν άτομα έχουν ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους γονείς τους (49,9%). Εάν, όμως, κάποιος (ή και οι δύο) από τους γονείς είναι γεννημένος στο εξωτερικό το ποσοστό των ατόμων με ανώτερη εκπαίδευση από τους γονείς τους είναι αρκετά μικρότερο (29,4% και 20,8%, αντίστοιχα). Το ποσοστό των ατόμων με εκπαιδευτικό επίπεδο χαμηλότερο από αυτό των γονέων τους είναι αρκετά υψηλό όταν ένας ή και οι δύο γονείς έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (20,4% και 12,4%, αντίστοιχα), ενώ είναι μόνο 6,4% για τα άτομα, των οποίων και οι δύο γονείς είναι γεννημένοι στην Ελλάδα