Απο τον Νοέμβριο του 2009 που καταλάβαμε οτι έχουμε πρόβλημα, μέχρι σήμερα, το μόνο πράγμα με το οποίο ασχολούμαστε είναι το πώς θα βρούμε δανεικά.
Λογικό λοιπόν είναι οτι το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυξάνουμε το χρέος μας.
..Και φυσικά θα συνεχίσουμε να το αυξάνουμε και να βυθιζόμαστε διαρκώς σε νέα χρέη και σε νέα κρίση, όσο αναζητούμε και καταφέρνουμε να παίρνουμε δανεικά. Επίσης, εντυπωσιακό είναι το γεγονός οτι...ακόμη και για να ξεπληρώσουμε τα δανεικά και να μειώσουμε το χρέος μας, η «λύση» που συζητάμε είναι η πώληση της περιουσίας της χώρας μας. Απλώς διαφωνούμε ώς προς το ποιά «ασημικά» θα πουλήσουμε. Της γιαγιάς ή του παππού; Φανταστείτε το ελληνικό μοντέλο σαν ένα νοικοκυριό υπερχρεωμένο, με κάρτες, στεγαστικό, καταναλωτικό, διακοποδάνειο, δάνειο σπουδών, δάνειο για αυτοκίνητο και που έχει απλήρωτο το ηλεκτρικό και το νερό. Και φανταστείτε την οικογενειακή κουβέντα, όταν ο πατέρας κάθεται κάθε μέρα σπίτι και συζητάει με την υπόλοιπη οικογένεια το που θα βρεί δανεικά, οτι η ανοχή των συγγενών και φίλων έχει τελειώσει, οτι όλοι τον αποφεύγουν, αλλά οτι εν πάσει περιπτώσει ξαναβρήκε δανεικά απο έναν παλιό συμμαθητή που πέτυχε τυχαία στο δρόμο. Και η συζήτηση επεκτείνεται στο αν θα πουληθεί το σπίτι ή το αυτοκίνητο ή η δεύτερη τηελόραση για να ξεχρεώσει κάποιους ώστε να του ξαναδανείσουν. Φυσικά, ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε τα παιδιά σκέφτονται να βρούν δουλειά. Και δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια η πρόθεση να γυρίσουν στο χωριό και να καλλιεργήσουν τα χωράφια, αλλά επιμένουν να μένουν στην Αθήνα, στο διαμέρισμα, χωρίς να δουλεύουν και να ψάχνουν όλη μέρα στους δρόμους για δανεικά. Που θα καταλήξει αυτή η οικογένεια; Προφανώς στην πτώχευση.
Αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας σήμερα. Έτσι λειτουργούμε τώρα. Και φυσικά, είτε θα οδηγηθούμε στην πτώχευση είτε θα μας πάρουν και το σπίτι αν συνεχίσουμε έτσι και μετά θα οδηγηθούμε νομοτελειακά στην πτώχευση.
Πρέπει αμέσως να αλλάξουμε τακτική. Και ποιά είναι η ενδεδειγμένη τακτική; Να προσπαθήσουμε να παράγουμε φθηνότερα και καλύτερα και να εξάγουμε τα προιόντα και τις υπηρεσίες μας στο εξωτερικό. Μόνο έτσι θα βρούμε χρήματα για να επιζήσουμε και να ξεπληρώσουμε τα δάνεια μας.
Όποιο σενάριο και αν επιλέξουμε μεταξύ των δυο ορατών (δηλαδή της εφαρμογής του μνημονίου έναντι δανεικών ή της πτώχευσης και της επιστροφής στη δραχμή) θα καταλήξουμε στον ίδιο παρονομαστή: Θα πρέπει να εξάγουμε για να πάρουμε χρήματα και να ξεχρεώσουμε, διότι τα δανεικά έχουν τελειώσει και δεν θα ξαναβρούμε για πολύ καιρό, το ίδιο και οι επιδοτήσεις. Και επειδή υπάρχουν μόνο τρείς τρόποι να βρείς λεφτά (και αυτοί είναι : δανεικά, επιδοτήσεις, εξαγωγές), καθώς τα δανεικά και οι επιδοτήσεις τελείωσαν υπάρχει πλέον μόνο ένας, δηλαδή εξαγωγές.
Τόσο η προσπάθεια της κυβέρνησης όσο και η προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα, αλλά και οι ατομικές προσπάθειες όλων μας, σε αυτόν και μόνο το στόχο θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένες. Στην αύξηση των εξαγωγών.
Πολλοί υποστηρίζουν – βάσιμα- ότι με το ακριβό ευρώ και το υψηλό κόστος εργασίας στην Ελλάδα, είναι δύσκολο να παράγεις προιόν που να μπορεί να ανταγωνισθεί στο εξωτερικό τα φθηνότερα προιόντα των τρίτων χωρών. Πράγματι είναι δύσκολο. Αλλά η Ελλάδα διαθέτει προιόντα – πχ τουρισμό και αγροτικά – πολύ υψηλής ποιότητας, σχεδόν μοναδικά στον κόσμο. Πάντα υπάρχουν αγοραστές για αυτά, αρκεί να προσπαθήσεις να τους τα πουλήσεις. Προσπαθούμε; Όχι. Τα ξενοδοχεία μας είναι γεμάτα τρείς μήνες, όταν θα μπορούσαν να γεμίζουν ολόκληρο το χρόνο. Το λάδι μας, το αγοράζουν τζάμπα απο τους Έλληνες παραγωγούς οι Ιταλοί, το συσκευάζουν και το πουλάνε πανάκριβα ώς ιταλικό σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει και με πλήθος άλλων προιόντων.
Γιατί εμείς δεν τα καταφέρνουμε; Διότι δεν προσπαθούμε καν. Για να πουλήσεις κάτι πρέπει να ξέρεις τον αγοραστή. Εμείς αρκούμεθα στο ότι ξέρουμε τον παραγωγό. Οι παπούδες μας ( όλων μας) παράγουν το καλύτερο λάδι του κόσμου και μένουν στο ωραιότερο χωριό του κόσμου. Όμως το λάδι το παίρνουν «οι κλέφτες οι μεσάζοντες για λιγότερο απο 2 ευρώ το λίτρο και το πουλάνε για 10 ευρώ τα 250 γραμμάρια στην Αγγλία» και το χωριό «έχει δυο μήνες τουρισμό, γιατί μετά το ξενοδοχείο κλείνει».
Έτσι δεν γίνεται δουλειά. Για να γίνει η δουλειά, παίρνεις το βαλιτσάκι σου και πηγαίνεις στς αγορές και γνωρίζεις τους αγοραστές, ώστε να μπορείς να τους πουλήσεις απευθείας το λάδι χωρίς τους μεσάζοντες, Έλληνες ή Ιταλούς. Και για να γεμίσει το ξενοδοχείο, καταρχήν το κρατάς ανοικτό και το προωθείς μέσω ίντερνετ ή μέσω τουριστικών πρακτορείων. Και αν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ που παίρνουν το λάδι και οι μεγάλοι τουριστικοί οργανισμοί που στέλνουν μαζικά τουρίστες σε συγκεκριμένες χώρες ανάλογα με την εποχή, είναι απροσπέλατοι, πας στους μικρότερους και σε ειδικούς αγοραστές. Θα σου «βγεί η Παναγία;». Ναι, θα σου βγεί.
Όμως το να κάθεσαι και να παρακαλάς για δανεικά μέχρι να πτωχεύσεις, είναι γελοίο. Και ακόμη ποιο γελοίο είναι να εκνευρίζεσαι κιόλας, να τους βρίζεις όλους και επειδή είσαι τζάμπα μάγκας και στην πραγματικότητα δεν μπορείς να τα βάλεις με κανέναν, να βγάζεις την οργή σου στην ίδια σου τη χώρα καταστρέφοντας την κεντρική πλατεία και τα δημόσια κτήρια, αποκλείοντας τα λιμάνια στο μέσον της τουριστικής περιόδου και κλείνοντας τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Έτσι το μόνο που θα καταφέρεις είναι να γελοιοποιηθείς και να πτωχεύσεις μια ώρα αρχήτερα.
Γ.Nιkoλoπouλos