Η μεταρρύθμιση δεν είναι περιττή, όμως δεν συνιστά προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κρίσης..
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι σε περιόδους κρίσης επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο το αίτημα για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Στην καρδιά της πολυδιάστατης πολιτικής και οικονομικής κρίσης, που επιτάσσει την επαναξιολόγηση των θεσμών και του...αξιακού συστήματος της ελληνικής πολιτείας, αναμενόμενο ήταν να τεθούν νέα ζητήματα συνταγματικής πολιτικής. Αυτή τη συζήτηση τροφοδότησαν και τα δύο κόμματα εξουσίας, συμφωνώντας πριν από λίγους μήνες ότι η αλλαγή του Συντάγματος είναι αναγκαία. Για να ξεκινήσει βέβαια η διαδικασία αναθεώρησης προϋποτίθεται η πάροδος πέντε ετών από την ολοκλήρωση της προηγούμενης αναθεώρησης. Αρα κάθε πρωτοβουλία μετατίθεται για τον Μάιο του 2013. Ωστόσο, όσο βαθαίνει η κρίση τόσο αυξάνονται οι φωνές που απαιτούν εδώ και τώρα συνταγματική μεταρρύθμιση ή ακόμα και σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης για την παραγωγή νέου Συντάγματος.
Για όσους ισχυρίζονται πως είναι αναγκαία μια «Νέα Μεταπολίτευση», ό,τι και αν εννοεί καθένας με αυτό, η ισχυρή συμβολική δύναμη της συνταγματικής μεταρρύθμισης αποκτάει ιδιαίτερο νόημα. Πρόκειται όμως για μια διαδεδομένη παρανόηση να αποδίδονται στο Σύνταγμα «μαγικές» ιδιότητες. Μακάρι να αρκούσε η αλλαγή του Συντάγματος για να επιλυθούν τα πολιτικά, οικονομικά, θεσμικά και αξιακά ελλείμματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Από την άλλη πλευρά, πάντως, δεν πρέπει να υποτιμώνται οι δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος που προκύπτουν ή ενισχύονται εξαιτίας άστοχων συνταγματικών ρυθμίσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η ρύθμιση για την ποινική ευθύνη των υπουργών, που πρακτικά οδήγησε στην ατιμωρησία όσων εμπλέκονται στα μεγάλα σκάνδαλα των τελευταίων χρόνων, οξύνοντας τη δυσπιστία των πολιτών προς την πολιτική τάξη. Η κυβέρνηση έσπευσε να επιφέρει αλλαγές στην ισχύουσα νομοθεσία, όμως δίχως συνταγματική αναθεώρηση στο πεδίο αυτό οι νομοθετικές μεταβολές είναι ατελέσφορες.
Η μεταρρύθμιση του Συντάγματος δεν είναι περιττή, όμως ούτε θα οδηγήσει στη σωτηρία της χώρας όπως διατείνονται ορισμένοι, ούτε καν συνιστά προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αντίθετα, εάν πραγματοποιηθεί με βάση έναν θεσμικό μαξιμαλισμό, καλλιεργώντας υπερβολικές προσδοκίες ή επιχειρώντας την επίλυση σύνθετων προβλημάτων μέσω του Συντάγματος, δεν αποκλείεται να προκαλέσει περισσότερες δυστοκίες παρά βελτιώσεις. Αν τα πολιτικά κόμματα στερούνται εσωκομματικής δημοκρατίας, δεν φταίει το Σύνταγμα. Αν η Δημόσια Διοίκηση παρουσιάζει παγιωμένες παθογένειες, αν το μοντέλο ανάπτυξης χρεοκόπησε, αν η ποιότητα της νομοθεσίας είναι χαμηλή, αν καθυστερεί δραματικά η απονομή δικαιοσύνης, δεν φταίει το Σύνταγμα.
Τα Συντάγματα δεν είναι ιερά κείμενα. Δεν είναι όμως ούτε κουρελόχαρτα, όπως αντιτείνουν ορισμένοι. Το Σύνταγμα δεν θεσπίστηκε προκειμένου να χρησιμοποιείται ως πασπαρτού για κάθε πρόβλημα στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση. Θέτει όρια στην εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία, οργανώνει την εξουσία, κατοχυρώνει δικαιώματα, αλλά ως εκεί. Ας μη χρησιμοποιηθεί λοιπόν ο διάλογος περί αναθεώρησης ως άλλοθι για όσα δεν γίνονται σωστά. Αν περιμένουμε να αλλάξει το Σύνταγμα για να βγει η χώρα από την κρίση, καλύτερα να αποδεχθούμε μια ώρα αρχύτερα την πλήρη χρεοκοπία της πολιτικής.
Ξενοφώντας Κοντιάδης,
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου,
πρόεδρο Ιδρύματος Τσάτσου