Ο κόσμος τόχε τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι».
Μιλάμε βέβαια για την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο και που όλοι την γνωρίζουν και όλοι την ανέχονται, αρκεί τα αποτελέσματα να ευνοούν την «αγαπημένη» ομάδα και τα λεφτά του στοιχήματος στα «στημένα» παιχνίδια να τα παίρνουν, αν όχι οι δικοί μας με την έννοια της οικογένειας και της φιλίας, τουλάχιστον οι δικοί μας ...παράγοντες.
Εμείς δεν μιλάμε χρόνια τώρα για «παράγκες», βρώμικους παράγοντες, παίκτες και διαιτητές που τα πιάνουν, ή για... εγκάθετους που στέλλονται για να αλλοιώσουν αποτελέσματα δια της τρομοκρατίας; Εμείς δεν είμαστε που δεν μας ενδιαφέρει με ποιο τρόπο θα κερδίσει η ομάδα, ή θα σωθεί από την υποβάθμιση, ή ακόμη περισσότερο θα πάρει το πρωτάθλημα, αρκεί να το πετύχει; Και εμείς δεν είμαστε που έχουμε αποδεχθεί τον όρο «λίγοι ανεγκέφαλοι» που τα κάνουν συνεχώς γης μαδιάμ, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για πολλούς ανεγκέφαλους; Αφήστε δε τον οπαδικό αθλητικό τύπο που προσπαθεί μετά μανίας να εκμαυλίσει τα πάντα και να μην αφήσει τίποτα όρθιο.
Δυστυχώς, το ελληνικό ποδόσφαιρο αντικατοπτρίζει την ελληνική κοινωνία τουλάχιστον μέχρι να ξεσπάσει η κρίση. Επρόκειτο για μία φούσκα που ζούσε με δανεικά, περίεργες συναλλαγές, ψεύτικα χαρτιά, πιστοποιητικά και συμβόλαια, που πρόσφερε μετριότατο θέαμα, που ήταν υπερτιμημένο, που στηριζόταν στις άφθονες εισαγωγές παικτών , αντί να παράγει, που βασιζόταν στην κρατική επιχορήγηση και στις κομπίνες, που ήταν σάπιο και διεφθαρμένο μέχρι το μεδούλι και που αρκετοί έβγαζαν φράγκα από αυτό. Είτε απ΄ ευθείας, είτε μέσω στοιχήματος ή άλλων δοσοληψιών. Η κάθε ομάδα μάλιστα ήταν στην πραγματικότητα μία συντεχνία που ξεκινούσε από τους αμειβόμενους χούλιγκανς και έφτανε μέχρι τους παραγόντες και τους μανατζαραίους. Και στην εποπτεύουσα αρχή υπήρχαν συνήθως μέτρια ανθρωπάκια που πρόσεχαν να μην σπάσουν αυγά και στεναχωρήσουν κάποιον από τη συντεχνία.
Κάπως έτσι όμως δεν ήταν και η ελληνική κοινωνία; Δεν ζούσε μέσα σε μία φούσκα με δανεικά και τζιράρισμα του αέρα; Δεν ήταν τα πάντα υπερτιμημένα; Δεν αισθανόταν μια χαρά με τη μετριότητα και την αναξιοκρατία; Δεν την αποτελούσαν συντεχνίες που ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη της; Δεν ανεχόταν την παρανομία και τους μπαχαλάκηδες τους οποίους βάφτιζε «γνωστούς άγνωστους», οι οποίοι όμως δεν είναι λίγοι; Δεν συμφωνούσε με ό,τι ωφελούσε τη δική της συντεχνία, ακόμη και αν ήταν αδικαιολόγητο ή παράνομο; Δεν είχε πέσει με τα μούτρα στην κατανάλωση εισαγομένων αντί να παράγει; Δεν ανεχόταν τα καμώματα των συνδικαλιστών της και δεν έστελνε στη Βουλή ένα σωρό άχρηστους, με αποτέλεσμα να είναι βασικά μετριότατο το πολιτικό προσωπικό;
Μην σας ξεγελάει η αναφορά στο παρελθόν. Τα πράγματα έτσι ήταν και παραμένουν και στο ελληνικό ποδόσφαιρο και στην ελληνική κοινωνία. Και στα δύο χρειάστηκε να παρέμβει ο ξένος παράγοντας για να αρχίσει μία προσπάθεια εξυγίανσης. Να δούμε αν θα πετύχει γιατί οι νοοτροπίες των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα.
Άγ.Στάγκος