Ένας εκλεγμένος πολιτικός προτιμά τη λύση που θα κοστίσει περισσότερο, αρκεί ο λογαριασμός να έρθει όταν αυτός θα έχει φύγει, λέει ο Luigi Zingales* στο παρακάτω άρθρο.
Γιατί οικονομία και πολιτική κινούνται σε διαφορετικούς χρόνους.
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε το μοτίβο και το timing των κυβερνητικών παρεμβάσεων στις οικονομικές κρίσεις, συμπεραίνουμε πως η πολιτική έχει κίνητρα που η οικονομία δεν μπορεί να κατανοήσει. Δυστυχώς, όμως, αυτά ακριβώς τα κίνητρα είναι που... δημιουργούν τις κρίσεις, σύμφωνα με τον κ. Luigi Zingales, καθηγητή επιχειρηματικότητας και χρηματοοικονομικών στο University of Chicago Graduate School of Business και μέλος του Committee on Capital Markets Regulation.
«Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το μοτίβο και τον χρονισμό των κυβερνητικών παρεμβάσεων κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, θα πρέπει λογικά να συμπεράνουμε ότι η πολιτική έχει κίνητρα που δεν μπορεί να κατανοήσει η οικονομία», υποστηρίζει ο κ. Zingales.
Κατά τον ίδιο, «από οικονομικής απόψεως, το πρόβλημα είναι απλό. Όταν η φερεγγυότητα ενός κράτους-δανειολήπτη έχει επιδεινωθεί σημαντικά, η επιβίωσή του εξαρτάται από τις προσδοκίες της αγοράς. Αν όλοι περιμένουν ότι η Ιταλία θα είναι φερέγγυα, τότε θα τη δανείσουν με χαμηλό επιτόκιο. Η Ιταλία θα μπορεί να ανταποκριθεί στις τρέχουσες υποχρεώσεις της και κατά πάσα πιθανότητα και στις μελλοντικές της υποχρεώσεις.
Όμως, αν πολλοί άνθρωποι αρχίσουν να αμφιβάλλουν για τη φερεγγυότητα της Ιταλίας και απαιτήσουν υψηλό premium για να τη δανείσουν, τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα επιδεινωθεί και κατά πάσα πιθανότητα θα αδυνατεί να αποπληρώσει το χρέος της.
Το αν μια χώρα-δανειολήπτης όπως η Ιταλία θα καταλήξει στα... χέρια καλών προσδοκιών ή θα κατρακυλήσει στο εφιαλτικό σενάριο, αυτό συχνά εξαρτάται από ορισμένες «συντονιστικές ειδήσεις». Αν όλοι περιμένουν ότι μια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας θα καταστήσει το ιταλικό χρέος μη βιώσιμο, η Ιταλία πράγματι θα χρεοκοπήσει μετά την υποβάθμιση, ασχέτως των πραγματικών οικονομικών επιπτώσεων της υποβάθμισης.
Αυτή είναι η «κατάρα» εκείνων που εμείς οι οικονομολόγοι ονομάζουμε πολλαπλές ισορροπίες: όταν περιμένω ότι οι άλλοι θα τρέξουν προς την έξοδο, το καλύτερο είναι και για μένα να τρέξω προς την έξοδο. Αν όμως όλοι μείνουν στις θέσεις τους, τότε δεν έχω κανένα συμφέρον να τρέξω».
Δεδομένης αυτής της οικονομικής δυναμικής, σύμφωνα με τον κ. Zingales, φαίνεται πως υπάρχουν δύο εμφανείς «συνταγές» πολιτικής. Πρώτον, είναι πολύ επικίνδυνο για οποιαδήποτε χώρα να πλησιάσει έστω και λίγο στο σημείο εκείνο όπου η πτώχευση μπορεί να πυροδοτηθεί με το παραμικρό.
Αν και κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς πού βρίσκεται αυτό το επίπεδο κινδύνου, είναι ξεκάθαρο το πού αρχίζει να σημαίνει συναγερμός. Δεδομένου του τεράστιου κόστους της χρεοκοπίας, οποιαδήποτε κυβέρνηση θα πρέπει να μην πλησιάσει αυτήν τη ζώνη κινδύνου.
Η δεύτερη «συνταγή» υποθέτει πως, αν για οποιονδήποτε λόγο μια χώρα καταλήξει στη ζώνη κινδύνου, υπάρχουν μόνο δύο απαντήσεις που έχουν οικονομική λογική. Είτε οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν αμέσως το αναπόφευκτο της χρεοκοπίας και δεν σπαταλούν πόρους για να προσπαθήσουν να την αποτρέψουν, είτε πιστεύουν πως η χρεοκοπία μπορεί να αποφευχθεί και χρησιμοποιούν όλους τους διαθέσιμους πόρους όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Όπως συμβαίνει και σε πολλούς πολέμους, μια κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης συχνά οδηγεί στο χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα: μια ήττα με βαριές απώλειες.
«Αυτό, δυστυχώς, συνέβη με την παρέμβαση των αμερικανικών αρχών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008. Μετά την κατάρρευση της Bear Stearns, ήταν ξεκάθαρο ότι θα υπήρχαν και άλλα προβλήματα, όμως η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έκανε τίποτα. Τον Ιούλιο του 2008, όταν οι κρατικές τράπεζες Fannie Mae και Freddie Mac βρέθηκε ότι είναι αφερέγγυες, ο τότε υπουργός Οικονομικών Hank Paulson υποσχέθηκε ένα "μπαζούκα", αλλά τελικά έδωσε μια… σφεντόνα.
Μόνο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ο κ. Paulson πήγε στο Κογκρέσο ζητώντας 700 δισ. δολάρια προκειμένου να σταθεροποιηθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα. Ακόμα και αυτό, όμως, αποδείχθηκε ανεπαρκές», τονίζει.
Κατά τον ίδιο, «η ίδια παρωδία φαίνεται ότι διαδραματίζεται και στην Ευρώπη. Αν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πίστευαν πως η Ελλάδα πρέπει να σωθεί, μια άμεση ευρωπαϊκή παρέμβαση υπέρ της χώρας θα είχε ελαχιστοποιήσει τους απαιτούμενους πόρους. Αν πίστευαν ότι η Ελλάδα πρέπει να χρεοκοπήσει, μια άμεση απόφαση προς αυτήν την κατεύθυνση επίσης θα ελαχιστοποιούσε το κόστος. Τώρα, βρισκόμαστε ήδη στον δεύτερο "γύρο" παρέμβασης, και δεν φαίνεται να υπάρχει φως στο τούνελ. Εν τω μεταξύ, όμως, η Ιταλία βυθίζεται».
Σύμφωνα με τον κ. Zingales, «θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι οι πολιτικοί συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι δεν καταλαβαίνουν την οικονομική φύση των κρίσεων. Διαφωνώ. Νομίζω ότι αυτό που τους οδηγεί στο να συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι η έλλειψη γνώσης, αλλά τα στρεβλά κίνητρα.
Πρώτα απ’ όλα, ακόμα και για κάποιον που έχει τα καλύτερα κίνητρα, είναι δύσκολο να επιλέξει ένα μικρότερο κόστος που θα πρέπει να πληρωθεί τώρα, αντί για ένα υψηλότερο κόστος που θα πρέπει να αποπληρωθεί μελλοντικά. Για έναν εκλεγμένο πολιτικό, ο οποίος είναι απίθανο να εξακολουθεί να βρίσκεται στην κυβέρνηση (ή στη ζωή…) όταν αρχίσει να υλοποιείται αυτό το μεγαλύτερο κόστος, η επιλογή είναι ξεκάθαρη. Γι’ αυτό οι χώρες αυξάνουν το χρέος τους σε επίπεδα που μπορούν να τις φέρουν στη ζώνη κινδύνου.
Δεύτερον, δεν υπάρχει πολιτική επιβράβευση γι' αυτούς που πολεμούν έναν στρεβλό πόλεμο, ενώ υπάρχει μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο που μπορεί να κερδηθεί αν κάποιος δράσει μετά την έκρηξη των προβλημάτων.
Αν ο Franklin Roosevelt είχε επιτύχει να αποτρέψει την επίθεση στο Pearl Harbor με ένα προληπτικό χτύπημα κατά της Ιαπωνίας, ακόμα θα συζητούσαμε το αν ο πόλεμος ΗΠΑ - Ιαπωνίας ήταν αναπόφευκτος ή όχι. Ο Roosevelt περίμενε να αναλάβει δράση μετά την καταστροφή, και θεωρείται σωτήρας. Για να ενεργήσουν, οι πολιτικοί χρειάζονται συναίνεση, η οποία πολύ συχνά δεν επιτυγχάνεται πριν γίνει εξαιρετικά ορατό το κόστος της αδράνειας. Και τότε, είναι συχνά πολύ αργά για να αποφευχθεί μια πολύ χειρότερη κατάληξη.
Αυτά τα κίνητρα υπάρχουν σε όλες τις δημοκρατίες. Δεν μπορούν να εξαλειφθούν, μπορούν όμως να αντισταθμιστούν. Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ήταν μια προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς δημιουργούσε κίνητρα για τις χώρες της ευρωζώνης ώστε να αποφύγουν τη ζώνη κινδύνου για το χρέος.
Δυστυχώς, το Σύμφωνο απέτυχε παταγωδώς. Για να επιβιώσει όμως το ευρωπαϊκό νόμισμα -και αν και άλλες χώρες θέλουν να αποφύγουν την κρίση χρέους- χρειαζόμαστε κανονισμούς απρόσβλητους από τους πολιτικούς».
(*) Ο κ. Luigi Zingales είναι καθηγητής επιχειρηματικότητας και χρηματοοικονομικών στο University of Chicago Graduate School of Business, μέλος του Committee on Capital Markets Regulation.