Οπως και να τις ονομάσουμε, σαρωτικές αλλαγές, συρρικνώσεις στον δημόσιο τομέα, εργασιακή εφεδρεία, ανεργία, ο κίνδυνος είναι ένας: η ανθρωποφαγία. Οι εργασιακές μάχες μαίνονται σε διαδρόμους και γραφεία, τα κινητά και τα σταθερά τηλέφωνα καταγράφουν ιστορίες ανομολόγητες για χρόνια..
Οι δραστικές περικοπές και αθρόες συνταξιοδοτήσεις αλλάζουν (και σε ορισμένες περιπτώσεις ερημώνουν) τμήματα και διευθύνσεις. Η αναδιάρθρωση δεν αφορά μόνο τις δημόσιες υπηρεσίες... κλονίζει ψυχισμούς, αναδιατάσσει ζωές.
Από πρόσφατη επίσκεψη σε μεγάλο οργανισμό που συνενώνεται: απρόθυμα χαμόγελα, βλέμματα που σκανάρουν τον κάθε επισκέπτη, καχυποψία και υποδόρια επιθετικότητα. Σε θέση μάχης - σε θέση παραίτησης. Το ίδιο είναι. Δεν πρόκειται για υγιή ανταγωνισμό ούτε για ανανέωση οριζόντων.
Η αναγκαστική αποεπένδυση από την εγκατεστημένη «μονιμότητα» (που θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1911) δεν είναι μόνο μια αποφασιστική, αναγκαία αλλαγή. Τροφοδοτεί την κοινωνική πραγματικότητα και, κυρίως, την εργασιακή συνθήκη με νέα δεδομένα. Αγριεύουν και σκληραίνουν οι άνθρωποι, χάνουν τα όποια αποθέματα ανοχής. Ανασύρεται ένα οπλοστάσιο ανενεργό· κλεισμένο σε συρτάρια από δισταγμό ή αδιαφορία. Τώρα, όμως, το κίνητρο είναι ισχυρό: η διατήρηση της θέσης. Οι ηθικές αναστολές απενεργοποιούνται. Ο σεβασμός του εαυτού και του άλλου διατηρείται (αν διατηρείται) με μεγάλη προσπάθεια.
Ο μέχρι πριν από λίγο καιρό συνάδελφος, στέκει απέναντι· είναι αντίπαλος. Η διαδικασία εξουδετέρωσης δεν έχει κανόνες, δεν στηρίζεται σε αρχές. Η αξιολόγηση και η αξιοκρατία φαντάζει δύσκολη. Και επειδή είναι ένα σύστημα εκπαιδευμένο στην ανάδειξη των «κολλητών» και στην προώθηση «βυσμάτων», κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν. Οι μάχες δίνονται στο σκοτάδι, μεθοδεύονται και σχεδιάζονται παρασκηνιακά αλλά απροκάλυπτα. Οχι μισόλογα και κουτσομπολιά. Απευθείας βολές.
Φόβος, απαξίωση, ανεκπλήρωτα, το συναίσθημα μιας ζωής που «θυσιάστηκε» πίσω από ένα γραφείο. Το κοκτέιλ εκρηκτικό. Είναι όμως μόνο έτσι;
Η δουλειά στο Δημόσιο, η ψυχολογία που καλλιεργήθηκε και η σκέψη που αναπτύχθηκε, το «βόλεμα» ως γέφυρα με μια πραγματικότητα, η οποία όμως έχει αλλάξει δραματικά. Το όνειρο της εξασφάλισης μοιάζει πια με τον μεταμφιεσμένο λύκο της Κοκκινοσκουφίτσας.
Η επιθετικότητα βαφτίζεται υπεράσπιση δικαιωμάτων, η μονιμότητα ανέπτυξε ένα παρεξηγημένο ιδιοκτησιακό καθεστώς με τη θέση. Η ανατροπή των δεδομένων, εσπευσμένη και γι’ αυτό άδικη, κλονίζει θεμέλια και ό,τι αναδύεται από τα έγκατα είναι τοξικό.
Μέσα από τις σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο αλλάζει και η ελληνική κοινωνία. Εδώ και έναν αιώνα χτίζεται αυτή η αμφίδρομη σχέση με στέρεα δομικά υλικά. Αλληλοτροφοδοτούμενη και αλληλένδετη. Πώς θα καταλυθεί από τη μια στιγμή στην άλλη;
Παράλληλα εδραιώθηκε και το χρήμα ως η κατεξοχήν, αναγνωρίσιμη, ταυτότητα. Οχι οι επιδόσεις στην εργασία, στην επιστήμη, στην τέχνη. Αλλά τα υλικά αγαθά, η καταναλωτική άνεση, το ελκυστικό εισόδημα. Οσο το χρήμα κυκλοφορούσε χωρίς μεγάλα προβλήματα, με μικρές δυσκολίες και αγκυλώσεις που ανακούφιζε πρόσκαιρα ο διαρκής δανεισμός, κάλυπτε την πρόσοψη μιας κοινωνίας βουλιμικής. Οι αξίες μετριούνταν σε τετραγωνικά, στην πόλη και στην εξοχή, σε διαρκείς αγορές, σε ανανεώσιμες πηγές πλουτισμού.
Τώρα, που οι επενδύσεις σε ακίνητα δεν ρευστοποιούνται και η ανεργία θερίζει, το χρήμα δεν κυκλοφορεί με την ίδια προπετή άνεση.
Δεν είναι μόνο η εργασιακή εφεδρεία και η επικείμενη ανεργία. Εκτός από τα μεγάλα και θεμελιώδη, ο νεοέλληνας έχει να αντιμετωπίσει και έναν στρεβλά μαθημένο εαυτό. Είναι περισσότερο απαράσκευος από τους ευρωπαίους εταίρους του στα σαρωτικά επερχόμενα. Το χρήμα, που λείπει όλο και περισσότερο, δεν ήταν μόνο μέσο επιβίωσης. Εκπλήρωνε επιθυμίες όλο και πιο απαιτητικές, όλο και πιο ακριβές. Εδινε υπόσταση στους έχοντες και κατέχοντες αλλά και σε όσους προσπαθούσαν, πάση θυσία, να τους μιμηθούν. Η προσαρμογή στα απλούστερα και η ευρηματικότητα με τα λιγότερα θεωρείται ήττα συντριπτική. Και κυρίως: απώλεια ταυτότητας.
Μ.Κατσουνάκη