Η Ιρλανδία, με τα σημερινά δεδομένα, θα είναι η πρώτη χώρα που θα πει με επιτυχία το «αντίο» στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και θα επιστρέψει στις αγορές δύο μόλις χρόνια μετά την εφαρμογή του Μνημονίου.
Η «εσωτερική υποτίμηση» ύψους... 10% επί του ΑΕΠ που ακολούθησε την εφαρμογή του Μνημονίου και το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που είχε ακολουθήσει η ιρλανδική κυβέρνηση μεταξύ 2007-2009, αλλά και η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών με 60 δις. από το ξέσπασμα της κρίσης, επανέφεραν την ιρλανδική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης μετά από τρία χρόνια.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας το ιρλανδικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο σημείωσε αύξηση 1,6% σε σχέση με το πρώτο και 2,3% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2010.
Η κυβέρνηση της Ιρλανδίας προβλέπει ότι φέτος το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 10% του ΑΕΠ από 32% πέρυσι, ενώ κεντρική τράπεζα προβλέπει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,1% το 2012, ενώ οι εξαγωγές θα αυξηθούν 6,4%.
Η ανάκαμψη του βιομηχανικού τομέα, που αποτελεί έναν φορολογικό παράδεισο μέσα στην ΕΕ, είχε άμεση επίδραση στον τομέα των εξαγωγών που με οδηγούς κυρίως τα φαρμακευτικά, ιατρικά και γαλακτοκομικά προϊόντα επανέφερε την ιρλανδική οικονομία σε ρυθμούς ανάπτυξης που είχε να δει από το ξέσπασμα της κρίσης.
Την ίδια ώρα το κόστος δανεισμού της χώρας μειώθηκε σημαντικά με την αναπροσαρμογή των επιτοκίων που αποφασίστηκε στη Σύνοδο της 21ης Ιουλίου, βοηθώντας στην εξοικονόμηση πολλών δισεκατομμυρίων για την αποπληρωμή του δανείου.
Η απόδοση των δεκαετών ιρλανδικών ομολόγων κυμαίνεται πλέον στο 7,5% από το 13,8% του Ιουλίου.
Η Ιρλανδία ήταν η δεύτερη, μετά την Ελλάδα, χώρα που προσέφυγε σε διεθνή βοήθεια προκειμένου να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Συμφώνησε με το ΔΝΤ και την ΕΕ σε ένα «πακέτο» βοήθειας 67,5 δισ. ευρώ για να στηρίξει τον τραπεζικό της τομέα, στα χρέη του οποίου βυθίστηκε ολόκληρη η χώρα.
Το «θαύμα» της "Κέλτικης Τίγρης", της αλματώδους δηλαδή ανάπτυξης της Ιρλανδίας στη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της κρίσης, στηριζόταν σε «πήλινα πόδια».
Κατά την περίοδο αυτή οι τιμές των ακινήτων, αλλά και οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη. Όσο υψηλοί ήταν οι ρυθμοί ανάπτυξης όμως, άλλο τόσο υψηλοί ήταν οι ρυθμοί που «σκαρφάλωνε ο πληθωρισμός.
Η αύξηση παροχής δανείων, η απουσία επαρκούς ελέγχου από πλευράς ρυθμιστικών αρχών και πολιτικής ηγεσίας, αλλά η και η έκρηξη της «φούσκας» των ακινήτων οδήγησαν στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Οι Ιρλανδοί ενήργησαν με αποφασιστικότητα, αξιοποιώντας την οικονομική βοήθεια της Τρόικας και προστατεύοντας το οικονομικό μοντέλο της χώρας το οποίο και θεωρούν πως αποτελεί κομμάτι της ταυτότητας τους.
Τράβηξαν λοιπόν κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, μία «κόκκινη γραμμή»: Την διατήρηση της βιομηχανικής τους πολιτικής και του φορολογικού συντελεστή του 12,5% στις επιχειρήσεις, που προσελκύει στην Ιρλανδία πλήθος αμερικάνικων επιχειρήσεων οι οποίες παράγουν εκεί με ευνοϊκούς φορολογικούς όρους, αλλά και χαμηλό μισθολογικό κόστος, τα προϊόντα τους.
Η ιρλανδική οικονομία θεωρείται άλλωστε μέχρι σήμερα η τρίτη πιο ελεύθερη οικονομία, βάσει του δείκτη «οικονομικής ελευθερίας» που έχουν θεσπίσει η Wall Street Journal και το Heritage Foundation.
Την ίδια ώρα, σημαντικό για την Ιρλανδία ήταν το γεγονός ότι δε δίστασε να κρατικοποιήσει με το ξέσπασμα της κρίσης τις τράπεζες της.
Συγκεκριμένα, οι ιρλανδικές τράπεζες, οι οποίες έχουν κρατικοποιηθεί είναι οι Anglo Irish, Αllied Irish Banks, EBS και INBC, έχοντας λάβει ήδη ενίσχυση ύψους 46 δισ. ευρώ. Το δημόσιο συμμετέχει επίσης με 36% στο μετοχικό κεφάλαιο της Bank of Ireland.