Και οι έξι λόγοι που μπορούμε ακόμη να αισιοδοξούμε(!)..
Τις προτάσεις του για την έξοδο από την κρίση συμπεριλαμβάνει σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην ελληνική έκδοση της ιστοσελίδας του Foreign Affairs ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Γιάννης Στουρνάρας
Το άρθρο αναφέρει τα εξής:
Σήμερα, μετά την ένταξη στο μηχανισμό διάσωσης τον Μάιο του 2010, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παραμένει εξαιρετικά κρίσιμη. Ενώ το 2010 η εφαρμογή της Συμφωνίας υπήρξε, σε γενικές γραμμές, επιτυχής, με μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 5% του ΑΕΠ και λήψη μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, οι εξελίξεις το 2011 δημιουργούν έντονο προβληματισμό.
Στον δημοσιονομικό τομέα, οι αρνητικές εξελίξεις του πρώτου εξαμήνου συνεχίστηκαν και στο οκτάμηνο (Ιανουάριος-Αύγουστος). Ειδικότερα, σημειώθηκε σημαντική απόκλιση από τον ετήσιο στόχο των φορολογικών εσόδων (περίπου 11%), κυρίως ως αποτέλεσμα της χαμηλής αποτελεσματικότητας των μηχανισμών συλλογής εσόδων, των λαθών του φορολογικού νόμου του Απριλίου 2010 (π.χ. αποδείξεις) αλλά και ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ύφεσης σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Απόκλιση όμως υπήρξε και από το στόχο των πρωτογενών δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 4,5% στο οκτάμηνο έναντι στόχου μηδενικής περίπου αύξησης για όλο το έτος.
Η απόκλιση που εμφανίστηκε στο κρατικό έλλειμμα ως προς τον ετήσιο στόχο (περίπου 26%) θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν δεν γινόταν δραστική περικοπή, για δεύτερη συνεχή χρονιά, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά 30% πε
Όμως, με δεδομένο το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή των Δημοσίων Επενδύσεων, η συνέχιση αυτής της πρακτικής έχει δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατες δηλώσεις και οι προσπάθειες αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εμπροσθοβαρούς εκτέλεσης του ΕΣΠΑ με αυξημένη κοινοτική συμμετοχή δημιουργούν θετικές προσδοκίες ότι οι δημόσιες επενδύσεις δεν θα περικοπούν σημαντικά, χωρίς να αυξηθεί το έλλειμμα του ΠΔΕ. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα έργα που προτείνει προς χρηματοδότηση η ελληνική πλευρά.
Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, σχεδόν δυο χρόνια μετά τις εκλογές του 2009, ουδεμία ιδιωτικοποίηση έχει πραγματοποιηθεί, πλην της άσκησης του δικαιώματος πώλησης μέρους των εναπομεινάντων μετοχών του δημοσίου στον ΟΤΕ προς την Deutsche Telecom.
Η ψήφιση τον περασμένο Ιούλιο από τη Βουλή των Ελλήνων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2011-2015, το οποίο προβλέπει έκτακτα μέτρα 6,7 δις. ευρώ περίπου για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 προκειμένου να προσεγγιστεί ο αρχικός στόχος του ελλείμματος του τρέχοντος έτους και τελικό στόχο ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης 1,7% του ΑΕΠ για το 2015, αναμενόταν ότι θα σηματοδοτούσε την επανεκκίνηση της διαδικασίας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, η οποία είχε διακοπεί τους πρώτους μήνες του έτους. Βέβαια, η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος δεν προδίκαζε και την επιτυχία του, αφού η εφαρμογή του εξαρτάται από μια σειρά εσωτερικών πολιτικών και οργανωτικών παραμέτρων.
Σε αυτές περιλαμβάνεται η υλοποίηση ενός φιλόδοξου (αλλά εφικτού) προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, συνολικής αξίας 50 δις. ευρώ έως το 2015 (και περίπου 5 δισ. ευρώ για το 2011), που αποτελεί τον καταλύτη για τη σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από 130% το 2015. Εξαρτάται επίσης και από τη στάση των εταίρων μας στην Ευρωζώνη, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, και, σε τελική ανάλυση, των διεθνών αγορών.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της 21ης Ιουλίου του τρέχοντος έτους δημιούργησαν αρχικά προσδοκίες ότι το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας, και γενικότερα τα προβλήματα της Ευρωζώνης, τίθενται εντός ενός ορθολογικού πλαισίου επίλυσης. Ειδικά για την Ελλάδα, αποφασίστηκε ένα νέο πλαίσιο χρηματοοικονομικής βοήθειας θεωρητικά ίσης αξίας με το προηγούμενο (109 δισ. ευρώ) που θα εκταμιευθεί μέχρι το 2014, με μεγάλες περιόδους χάριτος (10 έτη) και αποπληρωμής (15-30 έτη) με χαμηλό κόστος (επιτόκιο χαμηλότερο του 4%) υπό την προϋπόθεση βεβαίως της υλοποίησης των στόχων του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος.
Επιπλέον, αποφασίστηκε η ευέλικτη χρήση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), το οποίο θα μπορεί να παρεμβαίνει στην δευτερογενή αγορά ομολόγων, να ενισχύει τις εμπορικές τράπεζες και να επαναγοράζει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά σε χαμηλές τιμές.
Οι θετικές προσδοκίες που δημιουργήθηκαν για την επίλυση, σε βάθος χρόνου, του ελληνικού προβλήματος χρέους, ήταν δικαιολογημένες.
Σενάρια που χρησιμοποιήθηκαν στο ΙΟΒΕ δείχνουν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί από 156,5% το 2011 σε 86,4% το 2020 υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Α) 4% μέσο επιτόκιο δανεισμού, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου.
Β) 4% μέσος ονομαστικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης (περίπου 2% πραγματικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και περίπου 2% πληθωρισμός) την περίοδο 2011-2020.
Γ) 4% μέσο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2020(δηλαδή περίπου όσο ήταν το 1999, το έτος με τα στοιχεία του οποίου η Ελλάδα κρίθηκε να εισέλθει στην Ευρωζώνη).
Δ) Αυτόνομη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 50 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2015 λόγω αποκρατικοποιήσεων, κατά 13,5 δισ. ευρώ λόγω του PSI (συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων) και κατά 10 δισ. ευρώ περίπου από την παρέμβαση του EFSF στη δευτερογενή αγορά ομολόγων με μέση τιμή επαναγοράς ομολόγων στο 60% περίπου της αρχικής τιμής τους.
Οι θετικές όμως προσδοκίες από τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά σήμερα.
Για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, η Ελλάδα εφησύχασε μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και τις θετικές αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι και το τέλος Αυγούστου διατηρήθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του πρώτου εξαμήνου του 2011 (σε σχέση τόσο με τους στόχους όσο και με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2010) και ουδεμία ιδιωτικοποίηση πραγματοποιήθηκε πλην της πώλησης των μετοχών του ΟΤΕ, σε αντίθεση με τις δύο άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα στήριξης, δηλαδή την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, όπου οι δημοσιονομικές και γενικότερα οι οικονομικές εξελίξεις κρίνονται από την τρόικα ότι βρίσκονται εντός των στόχων που έχουν τεθεί. Ανάλογη αδράνεια υπήρξε και στην υλοποίηση μιας σειράς μέτρων, τα οποία περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Δεύτερον, η ύφεση στην Ελλάδα αποδεικνύεται βαθύτερη από τις υποθέσεις του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος, εν μέρει και ως αποτέλεσμα της δραστικής περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Τρίτον, οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις εξελίσσονται λιγότερο ευνοϊκά από τις αρχικές υποθέσεις.
Τέταρτον, από την επομένη των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα υλοποίησης και στην Ευρωζώνη. Μείζον θέμα ανέκυψε με τις απαιτήσεις της Φινλανδίας για εγγυήσεις, το οποίο ακόμα δεν έχει διευθετηθεί. Επίσης, στις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά που καλούνται να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των χωρών-μελών υπό πίεση (Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Ολλανδία) και που συνήθως κυβερνώνται από συνασπισμούς κομμάτων, έχουν ανακύψει προβλήματα στην επικύρωση της Συμφωνίας από τα Κοινοβούλιά τους και διαφωνίες εντός των κυβερνώντων συνασπισμών.
Ως αποτέλεσμα, τίθεται ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση από τις αγορές όχι μόνο η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου αλλά, κυρίως, η αποφασιστικότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει τη συνοχή της. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το κόστος της διάσωσης των χωρών-μελών υπό πίεση είναι πολύ μικρότερο από το κόστος μιας ενδεχόμενης διάλυσης της Ευρωζώνης, τόσο για τις χώρες της περιφέρειας (π.χ. η Ελβετική τράπεζα UBS εκτιμά ότι, για την Ελλάδα, το κόστος επιστροφής στη δραχμή ανέρχεται σε 50% του ΑΕΠ βραχυχρονίως) όσο και για τις χώρες-μέλη του πυρήνα (π.χ. για τη Γερμανία η UBS στην ίδια έρευνα εκτιμά το κόστος από την ενδεχόμενη επιστροφή στο μάρκο σε 25% του ΑΕΠ). Η πρόσφατη επικύρωση, και μάλιστα με σχετικά μεγάλη πλειοψηφία, από τη Γερμανική Βουλή της απόφασης για ενίσχυση των πόρων του EFSF δημιουργεί ελπίδες ότι τα προβλήματα αυτά θα ξεπεραστούν.
Πέμπτον, και ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Νότου καθίσταται δυσκολότερη ακόμα και για χώρες-μέλη με σχετικά μικρό δημόσιο χρέος όπως η Ισπανία, ενώ και οι εμπορικές τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από τις αγορές: Στις τρέχουσες συνθήκες, οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά αντλούν χρηματοδότηση μέσω των ομολόγων τους με επιτόκιο χαμηλότερο του 2% (για δεκαετή ομόλογα), ενώ οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου, ακόμα και αυτές με χαμηλό δημόσιο χρέος, δυσκολεύονται να αντλήσουν πόρους με επιτόκια που να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους.
Ταυτόχρονα, σημειώνεται και ανακατανομή της ροής των τραπεζικών καταθέσεων από τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου προς τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά. Επιπλέον, η πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών του Ευρωπαϊκού Βορρά οδεύει προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρά τα χαμηλά επιτόκια κατάθεσης σ’ αυτήν, και όχι στη διατραπεζική αγορά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η παρέμβαση της ΕΚΤ είναι καθοριστική για την ομαλή ροή ρευστότητας στην Ευρωζώνη. Όμως, οι διαφορετικές απόψεις των μελών του διοικητικού της συμβουλίου (ήδη παραιτήθηκαν δύο εκπρόσωποι της Γερμανίας) θέτουν εμπόδια στον σταθεροποιητικό ρόλο της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις της είναι πολύ πιο ήπιες από αυτές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει για μακρύ διάστημα υπό έλεγχο (κάτω του 2%), όπως και η μεταβολή της προσφοράς χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3), η οποία κινείται με ρυθμό κοντά στο 2%.
Τα παραπάνω προβλήματα και οι διχογνωμίες για το δέον γενέσθαι στην Ευρωζώνη ευνοούν την εκδήλωση αποσταθεροποιητικής κερδοσκοπίας στις αγορές, η οποία καθιστά την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Ενώ, σύμφωνα με τις περισσότερες αναλύσεις, το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ευρωζώνης εξυπηρετείται καλύτερα από τη δημοσιονομική ολοκλήρωση και ειδικά την έκδοση ευρωομολόγου, όπου όλες οι χώρες-μέλη θα εγγυώνται εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις της καθεμιάς εξ αυτών, οι σημερινοί κυβερνητικοί συνασπισμοί των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά αποκλείουν, προς το παρόν, αυτό το ενδεχόμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία της Ελλάδας να προσεγγίσει τους στόχους της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής την καθιστούν «αποδιοπομπαίο τράγο», με αποτέλεσμα να της αποδίδονται σχεδόν όλα τα δεινά της Ευρωζώνης. Το πολιτικό σύστημα της χώρας γοητεύεται από την ιδέα της πολιτικής διαπραγμάτευσης του Μνημονίου, όταν αυτό είναι πολιτικά ανέφικτο στις συνθήκες που διαμορφώνονται, ειδικά όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.
Επιπλέον, πέραν των γνωστών οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων που εμποδίζουν την υλοποίηση των αποφάσεων, προστίθενται και προβλήματα που σχετίζονται τόσο με την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης ως προς την ενδεδειγμένη λύση (σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία), όσο και με τη διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των καταστρεπτικών συνεπειών μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης της προσπάθειας προσαρμογής. Ακόμη χειρότερα, καλλιεργείται νοοτροπία τύπου «δεν πληρώνω» σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, η οποία, εάν τελικά επικρατήσει, θα οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί η διαφορετική εμπειρία των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τη μια πλευρά και αυτών της Νοτιοανατολικής Ασίας από την άλλη: Στη Νοτιοανατολική Ασία, μετά το ξέσπασμα της κρίσης της δεκαετίας του ’90, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες επέδειξαν πνεύμα συνεργασίας και απορρόφησαν πολύ γρήγορα τους κραδασμούς. Αντίθετα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής οι κρίσεις της δεκαετίας του ’80 διήρκησαν επί μακρόν. Αυτό κυρίως συνέβη διότι οι κοινωνικές ομάδες στις περισσότερες των χωρών αυτών προσπάθησαν, σε συρρικνούμενες οικονομίες, να διατηρήσουν τα «κεκτημένα» τους, προσπαθώντας με βίαιο πολλές φορές τρόπο να μεταβιβάσουν τις απώλειες η μία στην άλλη.
Στις δύσκολες αυτές συνθήκες, το πολιτικό σύστημα της χώρας καλείται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος είναι σήμερα ο ασφαλέστερος τρόπος προκειμένου να οδηγηθεί η Ελλάδα μακριά από τη ζώνη της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, η οποία, εάν συμβεί, θα μειώσει δραματικά το επίπεδο ευημερίας της χώρας και ιδιαίτερα των χαμηλότερων, εισοδηματικά, τάξεων.
Οι στόχοι αυτοί είναι επιτεύξιμοι, διότι, όπως εδώ και αρκετό καιρό επιχειρηματολογεί το ΙΟΒΕ:
Πρώτον, ο δημόσιος τομέας της διαθέτει αναξιοποίητα στοιχεία ενεργητικού, κυρίως ακίνητη περιουσία, πολύ μεγαλύτερης αξίας (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Αυτή η περιουσία μπορεί να γίνει καταλύτης τόσο για τη μείωση του λόγου «χρέος προς ΑΕΠ», όσο και για την οικονομική ανάπτυξη, με προσέλκυση εγχωρίων και ξένων επενδυτών.
Δεύτερον, πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ δεν είναι πρωτόγνωρα για την Ελλάδα: Καταγράφτηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά την περίοδο σύγκλισης στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Εάν επιτευχθούν αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι υπερεπαρκή για τη δραστική αποκλιμάκωση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αρκεί να συνδυαστούν με αποκρατικοποιήσεις, αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας, άνοιγμα αγορών στον ανταγωνισμό και κατάργηση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Τρίτον, η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες: Οδικοί άξονες, λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, τουριστική κατοικία, ενεργειακά δίκτυα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ορυκτός πλούτος, πρωτογενής τομέας.
Τέταρτον, διαθέτει αναπορρόφητα κονδύλια του ΕΣΠΑ για υποδομές, της τάξης των 15 δις. ευρώ τα οποία μπορούν να «μοχλευθούν» με κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
Πέμπτον, το άνοιγμα της πλέον κλειστής οικονομίας του ΟΟΣΑ στις δυνάμεις του ανταγωνισμού και η κατάργηση των εμποδίων-αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, θα δημιουργήσει, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναπτυξιακή δυναμική και θέσεις εργασίας. Αυτή ακριβώς είναι η εμπειρία σε Δύση και Ανατολή, από την Αμερική έως την Κίνα.
Έκτον, διαθέτει βοήθεια πρωτοφανούς, ιστορικά, μεγέθους από τους μηχανισμούς διάσωσης της Ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), αρκεί βεβαίως να επιτύχει τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, προκειμένου να οδηγήσουν σε οικονομικό αποτέλεσμα, μπορεί να στηριχτούν στους ακόλουθους άξονες πολιτικής:
1) 10ετές αναπτυξιακό πρόγραμμα: Πρέπει να εξηγηθεί με απλά λόγια ποιο είναι το όραμα και οι προοπτικές σε ορίζοντα δεκαετίας, γιατί λαμβάνονται όλα αυτά τα μέτρα, ποιο είναι το διακύβευμα και το κόστος από μια ανεξέλεγκτη στάση πληρωμών σε σχέση με το κόστος των μέτρων που λαμβάνονται. Στο αναπτυξιακό αυτό πρόγραμμα πρέπει να δοθεί έμφαση στους τομείς με δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα που προαναφέρθηκαν, ενώ πρέπει να περιέχονται προβλέψεις για τα βασικά μεγέθη της οικονομίας και την εξέλιξη του δημόσιου χρέους σε 10-ετή ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη τις μακροοικονομικές επιπτώσεις από τις διαρθρωτικές αλλαγές και την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας.
2) Σταδιακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 2% του ΑΕΠ το 2015 κυρίως μέσω
(α) περιορισμού των δαπανών και του μεγέθους του Κράτους, με περαιτέρω μείωση της μισθολογικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης, η οποία ξεπερνά το μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 2,5% του ΑΕΠ περίπου, και ορισμένων κοινωνικών δαπανών οι οποίες δεν έχουν κοινωνικό αντίκρισμα, όπως είναι οι παροχές αρκετών ταμείων, ιδιαίτερα των λεγόμενων «ευγενών», που δεν αντικρίζονται από αντίστοιχες εισφορές αλλά από πόρους υπέρ τρίτων,
(β) περιορισμού των φοροαπαλλαγών, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Στην τρέχουσα Τριμηνιαία Έκθεση περιλαμβάνονται, στο αντίστοιχο κεφάλαιο, (δημοσιονομικές εξελίξεις) λεπτομερείς προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται τώρα από την Κυβέρνηση, υπό την πίεση, δυστυχώς, των σοβαρών καθυστερήσεων που έχουν ήδη σημειωθεί, είναι δυσάρεστα, αλλά σε γενικές γραμμές αναγκαία. Τα κρίσιμα ζητήματα παραμένουν αφενός η εφαρμογή τους, και αφετέρου η κατά το δυνατόν δικαιότερη κατανομή των βαρών. Και αυτή, όμως, η δικαιότερη κατανομή των βαρών αποτελεί ζήτημα επιμελούς εφαρμογής των μέτρων που έχουν ήδη ψηφιστεί για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και ανάλογης δραστηριοποίησης της Δικαιοσύνης. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν, πριν από δυο χρόνια, με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας τότε κυβέρνησης, είχαν ληφθεί εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών και του μεγέθους του Κράτους, για το άνοιγμα των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και εργασίας και την έγκαιρη καταγραφή και έναρξη αξιοποίησης της δημόσιας κινητής και ακίνητης περιουσίας.
3) Μεταρρυθμίσεις-αποκρατικοποιήσεις ευρέως φάσματος και αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας. Υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα σήμερα είναι το δημόσιο χρέος. Οτιδήποτε συμβάλλει στη μείωσή του μεγιστοποιεί την κοινωνική ευημερία. Στο πλαίσιο αυτό η μεγαλύτερη πρόκληση για την κυβέρνηση είναι, είναι όπως ήδη αναφέρθηκε, η αξιοποίηση της μεγάλης ακίνητης κρατικής περιουσίας, το μέγεθος της οποίας μπορεί να αποβεί καταλύτης για τη μείωση του δημοσίου χρέους αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό ουδεμία λύση πρέπει να αποκλειστεί, παρά μόνον αυτή, της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Η δημόσια ακίνητη περιουσία μπορεί να ενοικιαστεί, να πουληθεί, να δοθεί ενέχυρο για μακροπρόθεσμα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη δυνατότητα ενσωμάτωσης «ρητρών επαναγοράς στην αρχική τιμή» (call options) επιτρέπεται η επαναπόκτηση οποιουδήποτε τμήματος γης ενεχυριαστεί και απολεσθεί λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης του αντίστοιχου δανείου.
Με απλά λόγια: Η κρατική, αδρανής σήμερα, ακίνητη περιουσία μπορεί να γίνει καταλύτης για την εξόφληση μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, για την αναχρηματοδότηση του υπολοίπου με ευνοϊκούς όρους, καθώς και για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων προσανατολισμένων σε αναπτυξιακές δραστηριότητες.
4) Μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία:
α) Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με χρηματοδότηση μέσω των αναπορρόφητων κοινοτικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ και επιλογή μικρού αριθμού μεγάλων έργων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν γρήγορα με απευθείας αναθέσεις σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
β) Μόχλευση των πόρων του ΕΣΠΑ με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
γ) Υιοθέτηση διαδικασιών «fast track» για όλες τις ιδιωτικές επενδύσεις
δ) Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου μέσω των αγορών για το τραπεζικό σύστημα, και όπου αυτό δεν είναι εφικτό, άμεση χρήση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,
ε) Αποπληρωμή χρεών Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
5) Άρση των αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Λόγω αυτών των αντικινήτρων, η κατάταξη της Ελλάδας στο «Doing Business Report» είναι πολύ χαμηλή. Το υπολογιζόμενο όφελος σε όρους προστιθέμενης αξίας (προϊόντος), απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας από τις απελευθερώσεις αγορών και την άρση των αντικινήτρων σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ είναι σημαντικό, και συμποσούται σε 10% αύξηση του ΑΕΠ μέσα στην προσεχή πενταετία και 17% μακροπροθέσμως. Για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να γίνει χρήση ευέλικτων συμβάσεων παραχώρησης για οδικούς άξονες, αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες κ.λ.π. Ειδικότερα για τους 5 μεγάλους οδικούς άξονες, η πρόοδος των οποίων έχει σταματήσει, πρέπει οι συμβάσεις να οδεύσουν στη Βουλή προκειμένου να γίνει άμεσα η επανεκκίνηση των έργων.
Το σημαντικότερο από τα εμπόδια στις επενδύσεις είναι η έλλειψη εθνικού χωροταξικού σχεδίου, χρήσεων γης, ο μεγάλος αριθμός αδειών για πολλές δραστηριότητες από διαφορετικές κρατικές υπηρεσίες και ο μεγάλος χρόνος αναμονής για εγκρίσεις. Θα πρέπει, υιοθετώντας πρότυπα που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να απλοποιηθεί και κωδικοποιηθεί αντιστοίχως η σχετική ελληνική νομοθεσία, να υπάρξει μια και μόνη άδεια και να υιοθετηθεί η αρχή της άπρακτης προθεσμίας.
Post Top Ad
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
Home
Unlabelled
Στουρνάρας: Έξοδος από την κρίση σε πέντε βήματα..