- "Σταματήστε να κατηγορείτε την Ελλάδα".
Αναφερθήκαμε στην έκκληση του κ. Hulbert γιατί δείχνει την εικόνα που έχει η Ελλάδα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για όσους δεν το έχουν ακόμη κατανοήσει, νομίζοντας πιθανόν ότι είναι μόνο οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Φινλανδοί και οι άλλοι δανειστές που μας έχουν στην μπούκα του κανονιού.
Προφανώς, η ανωτέρω εικόνα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την οποία επικαλούνται οι Έλληνες επίσημοι.
Ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου, ο υπουργός Οικονομικών κ. Βενιζέλος, ο κ. Παπακωνσταντίνου και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες έχουν αναφέρει κατ’ επανάληψη στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν ότι η Ελλάδα ξανακερδίζει την αξιοπιστία της χάρη στην οικονομική πολιτική που ακολουθείται.
Το χειρότερο όμως είναι άλλο.
Αν κάποιος ακόμη ήλπιζε ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο, θα πρέπει να προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα, παρακολουθώντας τη συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών κ. Βενιζέλου προχθές.
Ο κ. Βενιζέλος, ως ευφυής άνθρωπος, αντιλαμβάνεται ότι η χώρα δίνει την τελευταία της μάχη έχοντας χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας απέναντι στην τρόικα και στους εταίρους της.
Η φράση "δεν μας πιστεύουν πλέον" τα λέει όλα.
Για τον υπουργό και πολλούς άλλους η ανάκτηση της αξιοπιστίας και η νίκη στη μάχη συνδέονται με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό το 2012.
Όμως, ο ίδιος φρόντισε, λόγω είτε αδυναμίας είτε απροθυμίας, να αποποιήσει το μεγαλύτερο όπλο του σε αυτήν τη μάχη.
Κοινώς, τη δραστική μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης.
Ο κ. Βενιζέλος ήταν σαφής όταν δήλωνε ότι το 90% των δαπανών του προϋπολογισμού κατευθύνεται στην πληρωμή μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο και επιχορηγήσεων προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και την τοπική αυτοδιοίκηση και μόλις το 10% για λειτουργικές δαπάνες.
Επομένως, θα έπρεπε να μειωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις περισσότερο για να μειωθούν οι δαπάνες, τόνισε, δείχνοντας ότι απέκλειε τις απολύσεις ή/και κάποιες άλλες λύσεις ως εναλλακτική μέθοδο περιορισμού των δαπανών και του ελλείμματος.
Και φυσικά οι απορίες ενισχύθηκαν περισσότερο ακούγοντάς τον να λέει ότι θα μειωθεί μεν το κόστος μισθοδοσίας στο Δημόσιο κατά 20% με το νέο μισθολόγιο, αλλά το 80%(!) των υπαλλήλων δεν θα επηρεαστεί και το 10% ίσως ευνοηθεί, αφήνοντας το υπόλοιπο 10% να σηκώσει το βάρος της προσαρμογής.
Οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος άνθρωπος με λίγες γνώσεις οικονομικών άκουγε τον υπουργό να λέει τα ανωτέρω θα τα εκλάμβανε ως έμμεση παραδοχή ότι δεν θέλει ή δεν μπορεί να προβεί σε μεγαλύτερες περικοπές.
Για μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, όπως συνήθως δηλώνει, είναι επόμενο να ρίχνει όλο το βάρος στους φόρους για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2012 και πρωτογενές έλλειμμα ύψους 2 δισ. ευρώ φέτος.
Τα νέα φοροεισπρακτικά μέτρα υπηρετούν τη συγκεκριμένη λογική και είναι προφανές ότι οι ιθύνοντες αδιαφορούν αν θα υπάρξουν θύματα, γιατί στον πόλεμο υπάρχουν πάντα θύματα, όπως αρέσκονται να δηλώνουν.
Όμως, το πρόβλημα με αυτήν τη συλλογιστική είναι διπλό:
Πρώτον, δεν μπορεί να αποφέρει τα επιδιωκόμενα έσοδα σε μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, όπως δείχνει το πρόσφατο παρελθόν.
Δεύτερον, θεωρεί ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, όταν στην πραγματικότητα διεξάγει μάχη οπισθοχώρησης καθότι ο πόλεμος έχει χαθεί.
Σε αυτήν τη μάχη, οι επιλογές είναι πλέον δύο κατά την ταπεινή μας άποψη:
Είτε η άτακτη οπισθοχώρηση και η καταστροφή είτε η υπογραφή συνθηκολόγησης με τους πικρούς όρους των πιστωτών