Τα σχέδια που έχουν προταθεί για την επίλυση της κρίσης στην ΕΕ, όσο ακριβή και αν είναι, βασίζονται στην λανθασμένη υπόθεση ότι τα στατιστικά στοιχεία που παρέχουν τα κράτη-μέλη αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα, υποστηρίζει ο πολιτικός επιστήμονας και ιδρυτής του Stratfor, George Friedman.
Σύμφωνα με τον κ. Friedman, τρία... ερωτήματα θα πρέπει να τεθούν σε ότι αφορά τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρώτον, μπορούν τα διάφορα σχέδια που έχουν προταθεί στην Ευρώπη εύλογα να οδηγήσουν σε επιτυχία, δεδομένων των υποθέσεων στις οποίες στηρίζονται;
Δεύτερον, είναι αυτές οι υποθέσεις ρεαλιστικές;
Και τρίτον, αν θεωρήσουμε πως είναι ρεαλιστικές και ότι τα σχέδια πράγματι εφαρμοστούν, μπορούν πράγματι αυτά τα σχέδια να σώσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή υφίσταται σήμερα;
Τα σχέδια που έχουν προταθεί είναι όλα χρηματοοικονομικές λύσεις σε μια συγκεκριμένη σειρά χρηματοοικονομικών προβλημάτων. Όμως, ασχέτως με το αν αντιμετωπίζουν με ρεαλιστικό τρόπο το χρηματοοικονομικό πρόβλημα, παραμένει το ερώτημα αν δίνουν λύση στο θεμελιώδες δίλημμα της Ευρώπης –το οποίο είναι πολιτικό και γεωπολιτικό.
«Έχουμε εξετάσει τα σχέδια για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης στην Ευρώπη και βρίσκουμε ότι είναι τεχνικά εύλογα, ακόμα και αν ισοδυναμούν με πορεία μέσα από ναρκοπέδιο. Ο σκοπός του Ταμείου διάσωσης της Ευρωζώνης, του EFSF, θα διευρύνονταν ώστε να μπορεί να χειριστεί τη διάσωση μιας μεγάλης χώρας, την χρεοκοπία μιας μικρής χώρας και μια τεραστίων διαστάσεων τραπεζική κρίση. Δεδομένων των υποθέσεων για το μέγεθος του προβλήματος και υποθέτοντας ότι θα υπάρχει γενική συμμόρφωση με τα σχέδια αυτά, υπάρχει πιθανότητα η λύση που βλέπουμε να προωθούν οι γερμανοί, να αποδειχθεί πράγματι αποτελεσματική», αναφέρει στην ανάλυσή του.
Κατά τον κ. Friedman, "η εξαιρετική περιπλοκότητα των σχεδίων που κυκλοφορούν στην Ευρώπη είναι κάτι που θα πρέπει να τονιστεί. Μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε τις λεπτομέρειες, και υποπτευόμαστε ότι οι πολιτικοί που προτείνουν αυτές τις λύσεις επίσης δεν έχουν ξεκάθαρη άποψη για τις λεπτομέρειες αυτές".
Το πρόβλημα είναι σχετικά εύκολο: οι τράπεζες και οι χώρες που δέχονται ισχυρότατες χρηματοοικονομικές πιέσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χρεοκοπήσουν χωρίς εκτεταμένη βοήθεια. Αν τους δώσουμε χρήματα, μπορεί να αποφευχθεί η χρεοκοπία τους. Όμως, η πολιτική περιπλοκότητα στην παροχή χρηματικής βοήθειας και η αντίθεση την οποία εκφράζουν πολλοί ευρωπαίοι από όλες τις πλευρές σε ότι αφορά αυτήν τη λύση, κάνει το θέμα ακόμα πιο περίπλοκο. Οσο μεγαλύτερη είναι η περιπλοκότητα, τόσο περισσότερα συμφέροντα μπορούν να ικανοποιηθούν και -τελικά- τόσο λιγότερο καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό που έχουμε υποσχεθεί να κάνουμε.
Τα θεμέλια της κρίσης
Μέρος αυτής της ιστορίας, σύμφωνα με τον κ. Friedman, έχει να κάνει με δυο αμφιλεγόμενες υποθέσεις που βρίσκονται στη βάση της κρίσης. Η πρώτη είναι η υπόθεση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πράγματι γνωρίζουν το μέγεθος των χρηματοοικονομικών προβλημάτων και είναι ειλικρινείς γι’ αυτό. Από το 2008, η μοναδική αλήθεια για την χρηματοοικονομική κοινότητα παγκοσμίως είναι ότι είτε δεν γνώριζαν το μέγεθος των προβλημάτων στο σύνολό τους ή δεν γνώριζαν τις πραγματικότητες της ίδιας τους της κοινωνίας.
Μια εναλλακτική εξήγηση είναι, βέβαια, η πλήρης άγνοια. Αυτό μεταφράζεται ως εξής: οι ηγέτες γνώριζαν πλήρως το μέγεθος του προβλήματος αλλά το υποβάθμιζαν για να αγοράσουν χρόνο ή για να φέρουν τον εαυτό τους σε τέτοια θέση ώστε να έχουν καλύτερο αποτέλεσμα. Ή θα μπορούσε επίσης να βρίσκονται σε μια κατάσταση αδύναμης αισιοδοξίας, όπου γνώριζαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα αλλά παρέμεναν αισιόδοξοι ότι κάποιος άλλος θα βρει λύση στο πρόβλημα. Εν ολίγοις, συνδύαζε την ανικανότητα, την εκούσια απάτη και την εκούσια εθελοτυφλία.
«Ας πάρουμε για παράδειγμα την κατηγορία ότι οι έλληνες παραποίησαν τα χρηματοοικονομικά τους δεδομένα. Αν και αναμφίβολα αυτό αληθεύει, ωστόσο η ουσία είναι άλλη. Η δουλειά των τραπεζιτών είναι να αναλύουν τα δεδομένα από αυτούς που αιτούνται δάνειο και να αποκαλύπτουν τα ψεύτικα στοιχεία. Έτσι, οι κατηγορίες κατά των Ελλήνων μπορούν να επεκταθούν και κατά των τραπεζιτών. Πως είναι δυνατόν να μην είχαν ανακαλύψει την ελληνική απάτη;
Σύμφωνα με τον κ. Friedman, «υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίληψη –στις προηγμένες χώρες τουλάχιστον- ότι τα στατιστικά στοιχεία που εκδίδονται από τις κυβερνήσεις αντανακλούν την πραγματικότητα. Η ιδέα είναι πως οι άνθρωποι που εξέδωσαν αυτά τα στατιστικά στοιχεία είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άρα μένουν ανεπηρέαστοι από τις πολιτικές πιέσεις και ως εκ τούτου τα στατιστικά που δίνουν είναι κατά πάσα πιθανότητα ακριβή. Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι να βλέπουμε με δυσπιστία τα εθνικά στατιστικά στοιχεία.
Ένας από αυτούς είναι ότι η συλλογή στατιστικών από μια κοινωνία είναι ένα τρομακτικό έργο. Ακόμα και οι μικρές χώρες έχουν εκατομμύρια κατοίκους. Η εθνική στατιστική βάση δεδομένων βασίζεται στην υπόθεση ότι όλες οι συναλλαγές και οι παραγωγές αυτών των εκατομμυρίων κατοίκων μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια, ή τουλάχιστον με ένα προβλέψιμο περιθώριο λάθους.
Η λύση δεν είναι η αυτή καθ’ αυτή μέτρηση των συναλλαγών –ένα έργο που άλλωστε είναι αδύνατο- αλλά η δημιουργία στατιστικών μοντέλων που κάνουν υποθέσεις με βάση διάφορες μεθοδολογίες. Υπάρχουν διάφορα μοντέλα που παράγουν διαφορετικό αποτέλεσμα με βάση τις διαδικασίες δειγματοληψίας ή τα μαθηματικά μοντέλα. Ακόμα και χωρίς τις πολιτικές πιέσεις, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ακαδημαϊκοί μέντορές τους έχουν προσωπικές «προτιμήσεις» σε κάποια μοντέλα.
Ένα πρόβλημα του παγκόσμιου στατιστικού μας συστήματος, ιδιαίτερα στις προηγμένες χώρες, είναι ότι η επιλογή στατιστικών μοντέλων πολύ συχνά αποτελεί αντικείμενο περίπλοκων και εντονότατων διαφωνιών μεταξύ των ειδημόνων. Αυτό είναι επίσης ένα σημείο στο οποίο μπορεί να εφαρμοστούν οι πολιτικές πιέσεις. Δεδομένων αυτών των διαφωνιών, η απόφαση για το ποία μεθοδολογία να χρησιμοποιηθεί έγκειται στις πολιτικές αποφάσεις διότι οι ειδήμονες είναι διχασμένοι.
Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο αρχίζουν οι εξωτερικές παρεμβάσεις, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται με βάση το αποτέλεσμα και όχι τα μαθηματικά μοντέλα. Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των αριθμών και της πραγματικότητας, ωστόσο τα μαθηματικά μιας διάσωσης βασίζονται σε μια στατιστική βάση από… άμμο.
Η κουλτούρα των αδιαφανών κρατών
Μεγεθύνοντας το πρόβλημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέταξε κοινωνίες της περιφέρειάς της που ποτέ δεν αποδέχθηκαν την αρχή ότι τα κράτη πρέπει να είναι διαφανή, ένα πρόβλημα το οποίο έκαναν ακόμα χειρότερο οι κανονισμοί της ΕΕ. Όπως αναφέρει ο ιδρυτής του Stratfor, «οι νοτιοευρωπαίοι και οι κεντροευρωπαίοι πάντα εντυπωσιάζονταν λιγότερο από το Κράτος, σε σχέση με τους Γερμανούς για παράδειγμα. Και αυτό δεν έχει να κάνει απλά με την πληρωμή των φόρων, αλλά αφορά μια γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, οι κανονισμοί από τις Βρυξέλλες, που κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την επιχειρηματικότητα και την ιδιοκτησία μικρών επιχειρήσεων λόγω της νομοθεσίας για την φορολογία και τη απασχόληση, έχουν βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της «μαύρης» οικονομίας.
Αν και δεν είναι κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Μολδαβία –η ποία θεωρείται η φτωχότερη χώρα της Ευρώπης- αποτελεί ένα διδακτικό παράδειγμα. Η φτώχεια είναι ξεκάθαρη, όμως υπάρχει και ένας πλούτος που δεν μπορούν να «συλλάβουν» τα ενδοκυβερνητικά στατιστικά στοιχεία. Τα νούμερα μιλούν για ισοπεδωτική φτώχεια, αλλά οι δρόμοι της Μολδαβίας –με την πληθώρα των τραπεζών και των ακριβών αυτοκινήτων- μιλούν για μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα.
Ποια είναι ακριβώς η κατάσταση της Ελληνικής, της Ισπανικής ή της Ιταλικής οικονομίας; Δύσκολο να πούμε. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που μετρούν την νόμιμη οικονομία διακατέχονται από μεθοδολογική αβεβαιότητα.
Επιπλέον, μεγάλο μέρος της οικονομίας δεν συμπεριλαμβάνεται στα νούμερα αυτά. Υπάρχει μια εκτίμηση σύμφωνα με την οποία το 10% των εργαζομένων δουλεύουν «μαύρα». Άλλη αναφέρει ότι το 40% των Ελλήνων λένε ότι είναι αυτοαπασχολούμενοι. Μια τρίτη εκτίμηση υποστηρίζει ότι το 40% του συνόλου της Ελληνικής οικονομίας είναι η παραοικονομία. Δεν μπορούμε όμως παρά μόνο να μαντέψουμε αυτά που μένουν κρυφά. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι γίνεται, όπως κανείς δεν ξέρει πραγματικά –για παράδειγμα- όσοι παράνομοι μετανάστες συμμετέχουν στην αμερικανική οικονομία. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι αυτή η γνώση είναι ζωτικής σημασίας για το σχέδιο διάσωσης της ΕΕ.
Το πόσο είναι επίπεδο του χρέους και η ιδιοκτησία του χρέους των ευρωπαϊκών τραπεζών και χωρών είναι τόσο θολό, όσο ήταν και τα στοιχεία για το ποιος κατείχε asset-backed securities στις ΗΠΑ. Εν τούτοις, υπάρχει ένα ακριβές σχέδιο που σχεδιάστηκε για να λύσει ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί ή να προσδιοριστεί.
Οι χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της χρεοκοπίας και της λιτότητας δεν μπορούν να κατανοήσουν την εσωτερική τους πραγματικότητα. Τα ελληνικά στοιχεία για τις επιπτώσεις της λιτότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους δεν υπολογίζουν ότι πολλοί από αυτούς σπανίως πηγαίνουν στα γραφεία τους, ενώ εργάζονται και αλλού χωρίς να φορολογούνται. Έτσι, υπάρχει διχασμός μεταξύ της ικανότητα του κράτους και του τραπεζικού συστήματος να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, της επίμονης λιτότητας και της κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας.
Με απλά λόγια, καταλήγει ο κ. Friedman, το πολιτικό και γεωπολιτικό πρόβλημα είναι το εξής: η Γερμανία είναι μοναδική στην Ευρώπη, τόσο σε μέγεθος όσο και σε αξίες. Προσπάθησε να δημιουργήσει μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου βασιζόμενη στις γερμανικές αξίες, και συμμάχησε με τη Γαλλία η οποία έβλεπε τον κόσμο με πολύ πιο περίπλοκο τρόπο. Η κρίση που βλέπουμε σήμερα, την οποία η Γερμανία προσπαθεί να επιλύσει με εξαιρετική περιπλοκότητα και λεπτομέρεια, στηρίζεται σε μια εξαιρετικά ασταθή βάση.
Πρώτον, διότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα –όπως και το αμερικανικό- δεν κατανοούν την κατάστασή τους.
Δεύτερον, διότι τα μαθηματικά των εθνικών στατιστικών είναι από τη φύση τους ανακριβή.
Τρίτον, διότι οι περιφερειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν οικονομίες που δεν μπορούν να μετρηθούν καθόλου λόγω του μεγέθους της παραοικονομίας τους.
Η ακρίβεια των σχεδίων διάσωσης αποκαλύπτει την υποβόσκουσα (ηθελημένη) παρανόηση της πραγματικότητας από τις ελίτ της Ευρώπης, και ειδικότερα από τους Γερμανούς. Όλοι γνωρίζουν την αβεβαιότητα, όμως προσπαθούν να αγοράσουν χρόνο ελπίζοντας πως στο μεταξύ θα επιστρέψει η ευμάρεια. Το πρόβλημα είναι όμως πως μια συγκεκριμένη λύση σε ένα γενικότερα αβέβαιο πρόβλημα, είναι μάλλον απίθανο να γυρίσει την Ευρώπη στο ευτυχές παρελθόν της.