"Αφού το ενιαίο νόμισμα «κάνει» στις ΗΠΑ, τότε θα «κάνει» και στην ΕΕ, λένε οι υποστηρικτές του ευρώ.
Όμως, παρά το ότι και οι δυο είναι τεράστιες, ηπειρωτικές, διαφοροποιημένες οικονομίες, οι ομοιότητές τους τελειώνουν εκεί.."
Άρθρο του κ.Martin Feldstein*:
Η Ευρώπη παλεύει με τις αναπόφευκτες δυσμενείς συνέπειες της επιβολής ενός ενιαίου νομίσματος σε μια πολύ ετερογενή «συλλογή» χωρών. Όμως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και ο κίνδυνος χρεοκοπίας στην..Ιταλία και την Ισπανία είναι μόνο μέρος του προβλήματος που προκλήθηκε από το ενιαίο νόμισμα. Η ευθραυστότητα των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η μεγάλη διευρωπαϊκή ανισορροπία (πλεόνασμα 200 δισ. δολαρίων στη Γερμανία έναντι συνδυασμένου ελλείμματος ύψους 300 δισ. δολαρίων στην υπόλοιπη ευρωζώνη) αντανακλούν επίσης την χρήση του ευρώ.
Οι ευρωπαίοι πολιτικοί που επέμειναν στην εισαγωγή του ευρώ το 1999, αγνόησαν τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων που προέβλεπαν ότι το ενιαίο νόμισμα για όλη την Ευρώπη θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Οι υποστηρικτές του ευρώ επικεντρώθηκαν στον στόχο της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και είδαν το ενιαίο νόμισμα ως μέρος της διαδικασίας δημιουργίας μιας αίσθησης πολιτικής κοινωνίας στην Ευρώπη. Αναζήτησαν την στήριξη του κόσμου με το σλόγκαν «Μια αγορά, Ένα νόμισμα», υποστηρίζοντας ότι η περιοχή ελεύθερου εμπορίου που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πετύχαινε μόνο με ένα ενιαίο νόμισμα.
Ούτε η ιστορία ούτε η οικονομική λογική στήριζαν όμως αυτήν την άποψη. Πράγματι, το εμπόριο της ΕΕ λειτουργεί καλά, παρά το γεγονός ότι μόνο οι 17 από τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ χρησιμοποιούν το ευρώ.
Όμως, ο κυριότερος ισχυρισμός των ευρωπαίων αξιωματούχων και των άλλων υποστηρικτών του ευρώ ήταν ότι, αφού το ενιαίο νόμισμα «λειτουργεί» καλά στις ΗΠΑ, θα «λειτουργήσει» εξίσου καλά και στην Ευρώπη. Άλλωστε, και οι δυο περιοχές είναι μεγάλες, ηπειρωτικές και διαφοροποιημένες οικονομίες. Όμως αυτός ο ισχυρισμός παραβλέπει τρεις βασικές διαφορές μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Πρώτον, οι ΗΠΑ είναι μια ενιαία αγορά εργασίας, με εργαζόμενους να μετακινούνται από περιοχές με υψηλή και αυξανόμενη ανεργία προς περιοχές όπου υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας. Στην Ευρώπη, οι εθνικές αγορές εργασίας χωρίζονται από τα εμπόδια της γλώσσας, της κουλτούρας, της θρησκείας, της συμμετοχής σε ενώσεις και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Βεβαίως, ορισμένοι εργαζόμενοι στην Ευρώπη πράγματι μεταναστεύουν. Ωστόσο, απουσία του υψηλού βαθμού κινητικότητας που παρατηρείται στις ΗΠΑ, η συνολική ανεργία μπορεί να μειωθεί μόνο αν οι χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας μπορούν να χαλαρώσουν τη νομισματική τους πολιτική, μια επιλογή που αποκλείεται από το ενιαίο νόμισμα.
Μια δεύτερη σημαντική διαφορά είναι ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα κεντρικό δημοσιονομικό σύστημα. Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των φόρων τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον και όχι στις πολιτειακές (ή τοπικές) αρχές.
Όταν η οικονομική δραστηριότητα μιας πολιτείας των ΗΠΑ επιβραδύνεται σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, οι φόροι που οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις πληρώνουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση μειώνονται, και οι πόροι που λαμβάνει η πολιτεία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση (για επιδόματα ανεργίας και άλλα προγράμματα μεταφοράς χρημάτων) αυξάνονται. Χοντρικά, κάθε δολάριο μείωσης του ΑΕΠ σε μια πολιτεία όπως η Μασαχουσέτη ή το Οχάιο, πυροδοτεί αλλαγές στους φόρους και τις μεταφορές που αντιστοιχούν σε περίπου 40 σεντς αυτής της πτώσης, παρέχοντας σημαντική δημοσιονομική ενίσχυση.
Δεν υπάρχει ανάλογο αντιστάθμισμα στην Ευρώπη, όπου οι φόροι πληρώνονται και οι μεταφορές λαμβάνονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ δίνει στα κράτη μέλη αυτήν την εξουσιοδότηση επί των φόρων και των μεταφορών, κάτι που αντανακλά την απροθυμία των Ευρωπαίων να μεταφέρουν πόρους στους κατοίκους άλλων χωρών, όπως κάνουν οι ΗΠΑ σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Η τρίτη σημαντική διαφορά είναι ότι οι πολιτείες των ΗΠΑ απαιτείται από τα Συντάγματά τους να ισοσκελίζουν τους ετήσιους λειτουργικούς προϋπολογισμούς τους. Αν και τα λεφτά που μπαίνουν «στην άκρη για μια δύσκολη ώρα», τα οποία αυξάνονται τις «καλές» χρονιές, χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστούν προσωρινά προβλήματα στα έσοδα, η «γενική υποχρέωση» των πολιτειών που δανείζονται περιορίζεται σε projects όπως η κατασκευή δρόμων και σχολείων. Ακόμα και μια πολιτεία όπως η Καλιφόρνια, η οποία θεωρείται από πολλούς ως χαρακτηριστικό παράδειγμα δημοσιονομικής ασωτίας, έχει τώρα ένα ετήσιο έλλειμμα προϋπολογισμού μόλις 1% του ΑΕΠ της και γενικό χρέος μόλις 4% του ΑΕΠ.
Αυτοί οι περιορισμοί στα ελλείμματα των πολιτειακών προϋπολογισμών είναι μια λογική συνέπεια του γεγονότος ότι οι πολιτείες των ΗΠΑ δεν μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα για να καλύψουν τα δημοσιονομικά κενά. Αυτοί οι συνταγματικοί κανόνες αποτρέπουν τα ελλείμματα και τα χρέη εκείνα που πλήττουν την ευρωζώνη, όπου οι κεφαλαιαγορές αγνοούν την έλλειψη νομισματικής ανεξαρτησίας των χωρών.
Κανένα από αυτά τα στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στην Ευρώπη ακόμα και αν η ευρωζώνη εξελίσσονταν σε μια πιο ξεκάθαρη πολιτική ένωση. Αν και η μορφή της πολιτικής ένωσης που προωθούν οι Γερμανοί και άλλοι παραμένει αόριστη, δεν θα συμπεριελάμβανε μια κεντρική συλλογή εσόδων, όπως γίνεται στις ΗΠΑ, διότι αυτό θα αύξανε το βάρος που επωμίζονται οι γερμανοί φορολογούμενοι σε ότι αφορά την χρηματοδότηση κυβερνητικών προγραμμάτων σε άλλες χώρες. Επίσης, μια πολιτική ένωση, ούτε θα ενίσχυε την κινητικότητα στην αγορά εργασίας εντός της ευρωζώνης, ούτε θα ξεπερνούσε τα εμπόδια που προκαλούνται από την επιβολή κοινής νομισματικής πολιτικής σε χώρες με διαφορετικές κυκλικές συνθήκες, ούτε θα βελτίωνε τις εμπορικές επιδόσεις χωρών που δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους για να ξαναγίνουν ανταγωνιστικές.
Η πιθανότερη επίπτωση της ενίσχυσης της πολιτικής ένωσης στην ευρωζώνη θα ήταν να δοθεί στη Γερμανία η εξουσία να ελέγχει τους προϋπολογισμούς των άλλων χωρών-μελών και να επιβάλει αλλαγές στην φορολογία και τις δαπάνες αυτών των χωρών. Αυτή η επίσημη μεταφορά εθνικής κυριαρχίας το μόνο που θα έκανε θα ήταν να αυξήσει τις εντάσεις και τις διαμάχες που ήδη υπάρχουν μεταξύ της Γερμανίας και άλλων χωρών της ΕΕ, .
(*) O Martin Feldstein είναι καθηγητής Οικονομικών στο Harvard, έχει διατελέσει πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του αμερικανού προέδρου Ronald Reagan και είναι πρώην πρόεδρος του National Bureau for Economic Research