Μετά την τελευταία συνάντηση αντιπροσωπείας της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών με τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο η ναυτιλία αρχίζει να «επενδύει» στον... κ.Λουκά Παπαδήμο. Η αίσθηση που προκύπτει από τη συνάντηση είναι ότι ο πρωθυπουργός θα κάνει αυτό που πρέπει για την πιο ανταγωνιστική, σε παγκόσμιο επίπεδο, βιομηχανία της χώρας, αν αφεθεί «ελεύθερος» να πράξει κατά συνείδηση.
Μία βιομηχανία, η οποία περιέγραψε για μία ακόμη φορά μέσω του προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρου Βενιάμη, το πλαίσιο στο οποίο επιθυμεί να κινηθεί: «Εμείς αυτό που θέλουμε είναι η επανασύσταση του υπουργείου με το Λιμενικό Σώμα όπως ήταν, για το καλό της Ελλάδας. Θέλουμε ένα υπουργείο που να έχει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια διαμορφούμενη ναυτιλιακή πολιτική».
Γιατί η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών έχει τη συγκεκριμένη θέση; Από την Ελλάδα διοικείται επιχειρησιακά το 16% του παγκόσμιου στόλου. Ο ελληνικός εφοπλισμός θέλει ένα ισχυρό διοικητικό κέντρο που να παρεμβαίνει διεθνώς, σε όλα τα θέματα που αφορούν την παγκόσμια ναυτιλία, από την πλευρά των συμφερόντων του πλοίου.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Είναι κοινό μυστικό ότι το θέμα της ένταξης της ναυτιλίας στο διεθνές εμπόριο ρύπων που συζητείται στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ), το προωθούν χώρες που έχουν ισχυρά χρηματιστηριακά κέντρα. Επίσης χώρες που διαθέτουν ισχυρή ναυπηγική βιομηχανία προωθούν ρυθμίσεις ναυπήγησης που κατασκευάζουν πλοία με λιγότερη αντοχή στο χρόνο, για ευνόητους λόγους.
Και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις προωθούνται πολιτικές μέσω ΙΜΟ, που στόχο έχουν όχι την εξυπηρέτηση της ναυτιλίας αλλά των άλλων «βιομηχανιών» (χρηματιστηριακής, ναυπηγικής, κ.λπ).
Αντιθέτως, η Ελλάδα ενδιαφέρεται για φιλικά προς το περιβάλλον πλοία από τεχνικής άποψης και κυρίως για πλοία δυνατά (robust) που δεν θα οδηγούνται στα διαλυτήρια στα δέκα χρόνια, αλλά θα αντέχουν στο χρόνο γιατί αυτό εξυπηρετεί τον εφοπλισμό (διατήρηση αξιών μεταπώλησης κ.λπ.).
Συνεπώς άλλο πράγμα η ναυπηγική πολιτική άλλο η ναυτιλιακή πολιτική. Αν δούμε από αυτή την καθαρή οπτική το όλο θέμα, η πολιτεία στο σύνολό της καλείται να απαντήσει αν η προώθηση μιας καθαρής ναυτιλιακής πολιτικής είναι σε βάρος της χώρας μας. Αν η ύπαρξη ενός διοικητικού κέντρου που θα συμβάλλει στην προώθηση αυτής της πολιτικής που εξασφαλίζει την ανταγωνιστική πρωτοκαθεδρία της ελληνικής ναυτιλίας, είναι σε βάρος της χώρας και της εθνικής οικονομίας.
Από την απάντηση που θα δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα θα επιβεβαιωθεί ή όχι η ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου (παππού) «Η Ελλάδα είναι μία πολύ μικρή χώρα για να χωρέσει μία τόσο μεγάλη ναυτιλία»..
Μία βιομηχανία, η οποία περιέγραψε για μία ακόμη φορά μέσω του προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρου Βενιάμη, το πλαίσιο στο οποίο επιθυμεί να κινηθεί: «Εμείς αυτό που θέλουμε είναι η επανασύσταση του υπουργείου με το Λιμενικό Σώμα όπως ήταν, για το καλό της Ελλάδας. Θέλουμε ένα υπουργείο που να έχει την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια διαμορφούμενη ναυτιλιακή πολιτική».
Γιατί η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών έχει τη συγκεκριμένη θέση; Από την Ελλάδα διοικείται επιχειρησιακά το 16% του παγκόσμιου στόλου. Ο ελληνικός εφοπλισμός θέλει ένα ισχυρό διοικητικό κέντρο που να παρεμβαίνει διεθνώς, σε όλα τα θέματα που αφορούν την παγκόσμια ναυτιλία, από την πλευρά των συμφερόντων του πλοίου.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Είναι κοινό μυστικό ότι το θέμα της ένταξης της ναυτιλίας στο διεθνές εμπόριο ρύπων που συζητείται στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ), το προωθούν χώρες που έχουν ισχυρά χρηματιστηριακά κέντρα. Επίσης χώρες που διαθέτουν ισχυρή ναυπηγική βιομηχανία προωθούν ρυθμίσεις ναυπήγησης που κατασκευάζουν πλοία με λιγότερη αντοχή στο χρόνο, για ευνόητους λόγους.
Και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις προωθούνται πολιτικές μέσω ΙΜΟ, που στόχο έχουν όχι την εξυπηρέτηση της ναυτιλίας αλλά των άλλων «βιομηχανιών» (χρηματιστηριακής, ναυπηγικής, κ.λπ).
Αντιθέτως, η Ελλάδα ενδιαφέρεται για φιλικά προς το περιβάλλον πλοία από τεχνικής άποψης και κυρίως για πλοία δυνατά (robust) που δεν θα οδηγούνται στα διαλυτήρια στα δέκα χρόνια, αλλά θα αντέχουν στο χρόνο γιατί αυτό εξυπηρετεί τον εφοπλισμό (διατήρηση αξιών μεταπώλησης κ.λπ.).
Συνεπώς άλλο πράγμα η ναυπηγική πολιτική άλλο η ναυτιλιακή πολιτική. Αν δούμε από αυτή την καθαρή οπτική το όλο θέμα, η πολιτεία στο σύνολό της καλείται να απαντήσει αν η προώθηση μιας καθαρής ναυτιλιακής πολιτικής είναι σε βάρος της χώρας μας. Αν η ύπαρξη ενός διοικητικού κέντρου που θα συμβάλλει στην προώθηση αυτής της πολιτικής που εξασφαλίζει την ανταγωνιστική πρωτοκαθεδρία της ελληνικής ναυτιλίας, είναι σε βάρος της χώρας και της εθνικής οικονομίας.
Από την απάντηση που θα δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα θα επιβεβαιωθεί ή όχι η ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου (παππού) «Η Ελλάδα είναι μία πολύ μικρή χώρα για να χωρέσει μία τόσο μεγάλη ναυτιλία»..