Δύο, σχετικά πρόχειρα γραμμένες, παράγραφοι στο νέο μνημόνιο πρόκειται να αλλάξουν από τα θεμέλια τον τρόπο υπολογισμού των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ώστε η Ελλάδα να «υποβιβαστεί» κατηγορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά το επίπεδο του μισθολογικού κόστους.
Οι άνθρωποι της τρόικας μέσα σε λίγες γραμμές του κειμένου του νέου μνημονίου κατάφεραν και πέτυχαν τόσο την άμεση μείωση των κατώτερων μισθών, όπως αυτοί ορίζονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβασης Εργασίας, όσο όμως και την «απονεύρωση» των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, με βάση τις οποίες... -είτε είναι σε ισχύ είτε έχουν λήξει εδώ και δύο χρόνια- αμείβονται περίπου 3 στους 4 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Αν και το ποσοστό των μειώσεων στους μέσους μισθούς θα κριθεί στην πράξη -δηλαδή στους χώρους εργασίας και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων- στις προθέσεις της τρόικας είναι πλέον ξεκάθαρο ότι προωθείται η καθιέρωση ενός εθνικού μισθού, πάνω στον οποίο θα γίνεται η όποια διαβούλευση για επιπλέον απολαβές, είτε με τη μορφή του πριμ παραγωγικότητας είτε με κάποια άλλη μορφή.
Το ύψος του εθνικού μισθού παραμένει μια ανοιχτή υπόθεση και είναι πιθανό να καθοριστεί στα τέλη Ιουλίου, όταν η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ορίσει τα νέα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μετά τις -μη δεσμευτικές πάντως- προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Βασικός σταθμός προς τον εθνικό μισθό δεν είναι τόσο η μείωση των κατώτερων αμοιβών -κατά 22% για όλους όσοι αμείβονται με την ΕΓΣΣΕ- όσο η ουσιαστική κατάργηση της μετενέργειας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας όταν αυτές έχουν λήξει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη 80 μεγάλες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν λήξει.
Η αρκετά «θολή» διατύπωση των αλλαγών στο νέο μνημόνιο περί «επαναφοράς στο μισθό βάσης» έχει αφήσει περιθώρια πολλών ερμηνειών, σκόπιμα σύμφωνα με συνδικαλιστικά στελέχη, ώστε να ασκηθούν μεγαλύτερες πιέσεις για την υπογραφή νέων συλλογικών ή ατομικών συμβάσεων εργασίας με μειωμένους μισθούς.
Τα σενάρια που συζητιούνται για την επόμενη μέρα είναι τρία.
1. Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο, που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, τρεις μήνες μετά τη λήξη μίας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας -και αν δεν υπάρξει κάποια άλλη συμφωνία- οι μισθοί θα επανέρχονται στο μισθό βάσης αυτής της κλαδικής συλλογικής σύμβασης και τα επιδόματα παιδιών, αρχαιότητας, σπουδών και επικινδυνότητας (αν υπάρχει) θα υπολογίζονται ως ποσοστά σε αυτόν.
Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, θα καταργηθούν αυτόματα όλες οι κλίμακες ωρίμανσης των μισθών.
Σε αυτήν την περίπτωση οι μισθοί αυτόματα θα μειωθούν σε ποσοστό που θα ξεπερνά το 30%.
Για παράδειγμα, σήμερα ένας μηχανικός κατώτερης εκπαίδευσης με δέκα χρόνια προϋπηρεσίας έχει βασικό μισθό 1.116,91 ευρώ και πάνω σε αυτόν υπολογίζονται όλα τα επιδόματά του.
Η κλαδική σύμβαση των μηχανικών κατώτερης εκπαίδευσης λήγει τον Ιούνιο. Αν μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 δεν υπάρχει κάποια άλλη συλλογική ή ατομική σύμβαση εργασίας, τότε ο μισθός τού συγκεκριμένου εργαζόμενου θα επανέλθει στο μισθό βάσης, δηλαδή στην πρώτη κλίμακα της τελευταίας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που είναι 958,87 ευρώ και τα εναπομείναντα επιδόματα θα υπολογίζονται πάνω σε αυτόν. Θα υπάρχει δηλαδή μία άμεση μείωση 18% συν 10% (το επίδομα γάμου που καταργείται) συν περίπου 5% (από το μείωση του υπολογισμού βάσης των άλλων επιδομάτων), που στο σύνολο θα φτάσει το 33%.
2. Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, το πιο ακραίο και με λιγότερες πιθανότητες σε σχέση με το πρώτο, μετά τη λήξη της κλαδικής σύμβασης και τους τρεις μήνες της νέας «μετενέργειας», ο μισθός θα επανέρχεται στο μισθό βάσης που ορίζει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβασης Εργασίας για κάθε μισθολογικό κλιμάκιο και πάνω σε αυτόν θα υπολογίζονται τα εναπομείναντα επιδόματα.
Οι νομικοί σύμβουλοι των συνδικάτων εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το κείμενο του νέου μνημονίου, καθώς σε αυτό υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των μισθών που προβλέπονται από την ΕΓΣΣΕ και των βασικών μισθών της κάθε κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Όμως συνδικαλιστικά στελέχη πιστεύουν ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτή η εκδοχή, καθώς οι άνθρωποι της τρόικας είναι απόλυτοι στο: «Όταν μία κλαδική σύμβαση λήγει, λήγει και τέλος».
Οι συνδικαλιστές πιστεύουν ότι τα πράγματα θα πάνε προς αυτήν την κατεύθυνση γιατί αυτό δείχνουν και οι αλλαγές στην αγορά εργασίας πριν ακόμα από την ψήφιση της κατάργησης της μετενέργειας.
Σχεδόν σε όλες τις νέου τύπου επιχειρησιακές συμβάσεις (περισσότερες από 50) που έχουν υπογράψει «ενώσεις προσώπων» προβλέπονται μισθοί στα όρια της ΕΓΣΣΕ. Αν δοθεί τελικά αυτή η ερμηνεία -και οι εργαζόμενοι πέσουν από τις κλαδικές συμβάσεις που λήγουν στην «αγκαλιά» της ΕΓΣΣΕ- τότε ο μηχανικός κατώτερης εκπαίδευσης (από το παράδειγμα του πρώτου σεναρίου) τον Οκτώβριο του 2012 -και αν δεν υπάρξει κάποια άλλη συμφωνία- θα πέσει στα 808,96 ευρώ, που θα ορίζει η νέα ΕΓΣΕΕ μετά τη μείωση του 22%.
Οι άμεσες απώλειες στο βασικό του μισθό θα φτάσουν το 28% και συνολικά θα ξεπεράσουν το 40% με τα επιδόματα που καταργούνται και με τη μείωση της βάσης υπολογισμού των επιδομάτων που παραμένουν.
3. Σύμφωνα με το τρίτο και πιο ήπιο σενάριο -που συγκεντρώνει πάντως τις λιγότερες πιθανότητες να γίνει πράξη- η αλλαγή στο νομικό καθεστώς της μετενέργειας θα αφορά μόνο την κατάργηση όλων των ειδικών επιδομάτων και ο «μισθός βάσης», όπως τον αναφέρει το νέο μνημόνιο, θα παραμείνει και μετά τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων εργασίας στο βασικό μισθό που ορίζει η κάθε μισθολογική κλίμακα ωρίμανσης.
Οι λιγότερες πιθανότητες έχουν να κάνουν με τη νοοτροπία των ανθρώπων της τρόικας που στις συζητήσεις με τα στελέχη του υπουργείου Εργασίας έδειξαν ότι αντιλαμβάνονται τις μισθολογικές κλίμακες ως έναν αυτόματο μηχανισμό αύξησης των μισθών και υπολογισμού των επιδομάτων σε μία πολύ μεγαλύτερη βάση από αυτήν που ορίζεται από το βασικό - εισαγωγικό μισθό.
Αν ισχύσει αυτό το σενάριο, τότε για την πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα η λήξη της ισχύς των κλαδικών συμβάσεων εργασίας θα σημαίνει μειώσεις στα επίπεδα του 15% με 20%. Όμως για συγκεκριμένες κατηγορίες εξειδικευμένων και ανώτατης εκπαίδευσης εργαζομένων οι μειώσεις ακόμα και σε αυτήν την εκδοχή μπορεί να ξεπεράσουν και το 30%, όπως στην περίπτωση των διπλωματούχων μηχανικών ΑΕΙ, εξαιτίας της κατάργησης των ειδικών επιδομάτων.
Θεόφιλος Σιχλετίδης
Μακεδονία