Έχοντας διευθετήσει περισσότερα από...750 χιλ. στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια την τελευταία διετία, ρυθμίζοντας επί της ουσίας 1.000 δάνεια την ημέρα, τα επιτελεία των τραπεζών διέγνωσαν στοιχεία προεκλογικού λαϊκισμού στις «διαρροές» του οικονομικού επιτελείου. Σε κάθε περίπτωση, αξιοποιούν και τον μπαμπούλα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από την οποία εκτιμούν ότι δεν πρόκειται να περάσει κανενός είδους τέτοια ρύθμιση, για να κόψουν τον βήχα σε όσους κάνουν ανάλογα σχέδια. Αυτό όμως δεν εμποδίζει το οικονομικό επιτελείο να υποστηρίζει ότι «όλα εξετάζονται».
Τις προσδοκίες περί γενικευμένης ρύθμισης πυροδότησαν οι ρυθμίσεις που ανακοινώθηκαν για τους δημοσίους υπαλλήλους που έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών, μειώνοντας την παρακράτηση στα 3/10 του μισθού. Αν υπάρχουν δύο μισθωτοί στην οικογένεια ή άλλα έσοδα στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, πέραν του ενός μισθού από το Δημόσιο, τότε η δόση συνολικά, πέρα από την παρακράτηση, δεν θα υπερβαίνει τα 4/10 του οικογενειακού μηνιαίου εισοδήματος.
Τι αποφεύγουν
Επιχειρώντας να περάσουν στην αντεπίθεση, προχωρούν σε σημαντική αύξηση των θετικών απαντήσεων, κοντά στο 95%, στα αιτήματα των πολιτών για ρυθμίσεις δανείων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το τελευταίο διάστημα κάθε μήνα χορηγήσεις της τάξεως του 1 δισ. ευρώ «κοκκινίζουν», δηλαδή σταματά για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών να καταβάλλεται οποιαδήποτε ποσό στην τράπεζα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι το σύνολο των οφειλών που εμφανίζουν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους, να έχει πλέον διαμορφωθεί στο 15%.
Ακόμα και με αυτή την κατάσταση, τραπεζικά στελέχη χαρακτηρίζουν τη συζήτηση περί γενικευμένης ρύθμισης, πόσο μάλλον κουρέματος των δανείων, «λανθασμένη και επικίνδυνη για τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος», παραπέμποντας σε εκτίναξη των αναγκών ενόψει της κεφαλαιοποίησης, για την οποία έχουν δεσμευθεί ήδη 50 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες αντιπαραβάλλουν ακόμα τον νόμο Κατσέλη, που εφαρμόζεται ήδη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ο οποίος οδηγεί σε γενναίες διαγραφές.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, επισημαίνουν ότι τη λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, την έχουν δώσει οι ίδιες με αμιγώς τραπεζικά κριτήρια, διατηρώντας σε ανεκτά επίπεδα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Συγκεκριμένα, οι επιμηκύνσεις του χρόνου αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων με ταυτόχρονη μείωση των μηνιαίων δόσεων, βρίσκονται πλέον στην ημερήσια διάταξη όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων
Μείωση δόσεων
Η μείωση των δόσεων μπορεί να φτάσει μέχρι και το 50%, ενώ, εκμεταλλευόμενοι τα χαμηλά ευρωεπιτόκια, πολλοί δανειολήπτες «κλειδώνουν» μικρότερα επιτόκια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των καταναλωτικών δανείων, τα οποία μέσω των προγραμμάτων συγκέντρωσης οφειλών, ρυθμίζονται με επιτόκιο της τάξης του 7% και του 8%, μειωμένο σχεδόν στο μισό σε σύγκριση με αυτό των «απλών» καταναλωτικών δανείων.
Στην περίπτωση που το ύψος των οφειλών είναι σχετικά μεγάλο (πάνω από 15.000-20.000 ευρώ), οι τράπεζες ζητούν πλέον την προσημείωση περιουσιακού στοιχείου (συνήθως ακινήτου), με δέλεαρ ακόμα χαμηλότερο επιτόκιο.
Πρόκειται για μια πρακτική που επιζητούν οι τράπεζες, με στόχο να αυξήσουν το ποσοστό κάλυψης των δανείων με εμπράγματες εξασφαλίσεις. Το 30% των προβληματικών χορηγήσεων, κυρίως υπόλοιπα από καταναλωτικά και επισκευαστικά δάνεια, τακτοποιείται με αυτόν τον τρόπο.
Στην προκειμένη περίπτωση, η χορήγηση ενεχύρου στην τράπεζα επιτρέπει τη σημαντική μείωση του επιτοκίου του δανείου, αλλά και τη μεγάλη διάρκεια εξόφλησης, οδηγώντας τελικώς σε αξιοσημείωτη υποχώρηση των δόσεων που μπορεί να φτάσει ακόμη και το 70%, χωρίς ανάλογη επιβάρυνση σε τόκους.
Παράταση της διάρκειας και «ευκολίες πληρωμής»
ΣΤΗ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚH πίστη, η πιο δημοφιλής λύση είναι η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, η οποία εξασφαλίζει τη μείωση μέχρι και στο μισό της μηνιαίας δόσης. Μάλιστα, τελευταία, οι τράπεζες με στόχο να καταστήσουν με τη μέθοδο της επιμήκυνσης ενήμερο ένα προϊόν, έχουν αυξήσει αρκετά το όριο ηλικίας για την αποπληρωμή ενός δανείου. Έτσι, ενώ το τραπεζικά ορθό είναι η ηλικία του δανειολήπτη στη λήξη του δανείου να μην υπερβαίνει τα 70-75 έτη, πλέον το όριο αυτό μπορεί κατά περίπτωση να φτάσει ακόμη και τα 85 έτη. Επιπλέον, ενώ μέχρι πρόσφατα η μέγιστη διάρκεια του δανείου ήταν τα 40 έτη, πλέον οι τράπεζες δέχονται την αύξησή της ως και στα 45 έτη, ώστε να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μηνιαία δόση.
Σημαντική ανάσα για εκείνους που προσωρινά αδυνατούν να πληρώσουν τη δόση τους είναι η περίοδος χάριτος, η οποία μπορεί να φτάσει και τα δύο χρόνια. Εντούτοις, τα χρήματα πρέπει να καταβληθούν κανονικά και, ουσιαστικά, επιμηκύνεται η διάρκεια του δανείου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η περίοδος χάριτος επιβαρύνεται με τόκο.
Τέλος, ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβιο για υπερχρεωμένους, σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είναι οι «ευκολίες πληρωμής», που κάνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η παράλειψη έως και δύο δόσεων κάθε χρόνο και η δυνατότητα μετάθεσης εξόφλησης του χρέους στο τέλος του δανείου. Ειδικά για τους ανέργους υπάρχει η δυνατότητα μεγαλύτερης περιόδου χάριτος ως τεσσάρων ετών, αλλά κάποια στιγμή έπειτα από τουλάχιστον έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης, πραγματοποιείται επανέλεγχος. Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο οφειλέτης έχει αποκτήσει εισοδήματα, ρυθμίζεται βάσει των νέων δεδομένων το χρέος του.
N.Φιλλιπίδης