Ουσιαστικά τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε μια «αναίμακτη» εσωτερική υποτίμηση για συγκεκριμένα προϊόντα, μόνον και μόνον από το σπάσιμο της αλυσίδας των μεσαζόντων, οι οποίοι κρατούσαν έως τώρα τη διακίνηση στα χέρια τους!
Η ραγδαία εξάπλωση που εμφανίζει το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας» σε ολόκληρη τη χώρα καταδεικνύει με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την επιτυχία που μπορεί να έχει μια οικονομική δραστηριότητα όταν αυτή αποδεσμεύεται από κυκλώματα, συντεχνίες και «μεσάζοντες» και...λειτουργεί ελεύθερα.
Η μείωση των τιμών για τον καταναλωτή, με την ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων για τον παραγωγό, που χαρακτήρισαν την έως τώρα πορεία του κινήματος αυτού, καθιστούν σαφή τα δυνητικά οφέλη που θα είχε η εθνική οικονομία από την κατακρήμνιση των κάθε λογής συντεχνιών, εμπορικού, συνδικαλιστικού, ή άλλου χαρακτήρα.
Πέραν του γεγονότος ότι το κίνημα αυτό, όπως και η ενδεχόμενη επέκτασή του σε άλλα γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα, εμπεριέχει μια σαφή παράμετρο παροχής κοινωνικού έργου σε καιρό οικονομικής κρίσης, καθίστανται επίσης σαφή τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών.
Ουσιαστικά, υλοποιείται έτσι μια «αναίμακτη» εσωτερική υποτίμηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μόνον και μόνον από το σπάσιμο της αλυσίδας των μεσαζόντων, οι οποίοι κρατούσαν έως τώρα τη διακίνηση στα χέρια τους.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και η λυσσαλέα αντίδραση που όρθωσε χθες ο Σύνδεσμος Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, ήτοι ένα σημαντικό τμήμα των ανθρώπων που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «μεσάζοντες», ανοίγοντας τις πύλες της κεντρικής λαχαναγοράς σε ιδιώτες και παραγωγούς, ώστε να καμφθεί ο «αυτοδιαχειριστικός» χαρακτήρας του συγκεκριμένου κινήματος.
Βεβαίως, η μακροπρόθεσμη επιτυχία του κινήματος αυτού θα κριθεί και από την ικανότητα των παραγωγών να μετεξελιχθούν και σε εμπόρους, κάτι το οποίο δεν κατόρθωσε ή δεν είχε τη βούληση να κάνει, επί σειρά ετών, το λεγόμενο συνεταιριστικό κίνημα.
Είναι προφανές ότι το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας» βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και ότι κατόρθωσε να έρθει στην επιφάνεια κυρίως λόγω της ανέχειας που δημιουργεί η παρούσα κρίση τόσο για τους αγρότες όσο και για τους καταναλωτές.
Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι αφορά, μέχρι στιγμής, προϊόντα τα οποία δεν χρήζουν τυποποιήσεως ή αποθήκευσης υπό ιδιαίτερες θερμοκρασιακές συνθήκες, όπως άλλα αγροτικά προϊόντα.
Όμως πρόκειται για ένα υπαρκτό «αυτοδιαχειριστικό» κίνημα, το οποίο έχει κατορθώσει να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων στη συγκεκριμένη αγορά.
Εύλογα, όπως και οι ίδιοι οι μεσάζοντες υποστηρίζουν, «πόσοι μπορούν να πάνε στη Βραζιλία για να πάρουν τον καφέ τους, πόσοι Αθηναίοι στην Καλαμάτα για το καθημερινό τους λάδι, πόσοι Πατρινοί στο Νευροκόπι για την πατάτα τους και πόσοι Θεσσαλονικείς στην Άρτα για να πάρουν στο χωράφι τα πορτοκάλια ή τα μανταρίνια ή τα λεμόνια τους;».
Εδώ ακριβώς, όμως, είναι που θα κριθεί η βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Θα μπορέσει ο αγροτικός κόσμος της χώρας να κάνει το ποιοτικό άλμα μέσω των υφιστάμενων καναλιών που διαθέτει το συνεταιριστικό κίνημα, ή άλλων που οι αγρότες της χώρας θα μπορέσουν να δημιουργήσουν;
Θα μπορέσουν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι επί τόσα χρόνια έπεφταν εκούσια ή ακούσια στη δίνη της συναλλαγής με τους μεσάζοντες, μέσω εικονικών τιμολογίων, εισαγόμενων προϊόντων που βαφτίζονταν ελληνικά και σειράς άλλων μεθόδων που επιστρατεύονταν για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, να πάρουν επιτέλους την κατάσταση στα χέρια τους με τρόπο αποτελεσματικό και βιώσιμο;
Μια καλή αρχή, για παράδειγμα, προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν να εκδίδουν και αποδείξεις για τα προϊόντα που πωλούν.
Μια δεύτερη, ίσως, θα ήταν η δημιουργία μιας μονιμότερης παρουσίας στις πόλεις και, γιατί όχι, η απευθείας σύμπραξή τους με μεταποιητικές μονάδες ή ακόμη και η απόκτηση εξαγωγικού προσανατολισμού…
Εάν δεν τα καταφέρουν, χαμένοι δεν θα βγουν μόνον οι ίδιοι, πέφτοντας και πάλι στα ασύδοτα χέρια των μεσαζόντων, αλλά και το ευρύ καταναλωτικό κοινό, οι ανάγκες του οποίου ολοένα και θα αυξάνουν, υπό το παρόν καθεστώς ύφεσης και ανέχειας…
N.Γ.Δρόσος
Η μείωση των τιμών για τον καταναλωτή, με την ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων για τον παραγωγό, που χαρακτήρισαν την έως τώρα πορεία του κινήματος αυτού, καθιστούν σαφή τα δυνητικά οφέλη που θα είχε η εθνική οικονομία από την κατακρήμνιση των κάθε λογής συντεχνιών, εμπορικού, συνδικαλιστικού, ή άλλου χαρακτήρα.
Πέραν του γεγονότος ότι το κίνημα αυτό, όπως και η ενδεχόμενη επέκτασή του σε άλλα γεωργικά ή κτηνοτροφικά προϊόντα, εμπεριέχει μια σαφή παράμετρο παροχής κοινωνικού έργου σε καιρό οικονομικής κρίσης, καθίστανται επίσης σαφή τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών.
Ουσιαστικά, υλοποιείται έτσι μια «αναίμακτη» εσωτερική υποτίμηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μόνον και μόνον από το σπάσιμο της αλυσίδας των μεσαζόντων, οι οποίοι κρατούσαν έως τώρα τη διακίνηση στα χέρια τους.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και η λυσσαλέα αντίδραση που όρθωσε χθες ο Σύνδεσμος Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, ήτοι ένα σημαντικό τμήμα των ανθρώπων που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «μεσάζοντες», ανοίγοντας τις πύλες της κεντρικής λαχαναγοράς σε ιδιώτες και παραγωγούς, ώστε να καμφθεί ο «αυτοδιαχειριστικός» χαρακτήρας του συγκεκριμένου κινήματος.
Βεβαίως, η μακροπρόθεσμη επιτυχία του κινήματος αυτού θα κριθεί και από την ικανότητα των παραγωγών να μετεξελιχθούν και σε εμπόρους, κάτι το οποίο δεν κατόρθωσε ή δεν είχε τη βούληση να κάνει, επί σειρά ετών, το λεγόμενο συνεταιριστικό κίνημα.
Είναι προφανές ότι το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας» βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και ότι κατόρθωσε να έρθει στην επιφάνεια κυρίως λόγω της ανέχειας που δημιουργεί η παρούσα κρίση τόσο για τους αγρότες όσο και για τους καταναλωτές.
Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι αφορά, μέχρι στιγμής, προϊόντα τα οποία δεν χρήζουν τυποποιήσεως ή αποθήκευσης υπό ιδιαίτερες θερμοκρασιακές συνθήκες, όπως άλλα αγροτικά προϊόντα.
Όμως πρόκειται για ένα υπαρκτό «αυτοδιαχειριστικό» κίνημα, το οποίο έχει κατορθώσει να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων στη συγκεκριμένη αγορά.
Εύλογα, όπως και οι ίδιοι οι μεσάζοντες υποστηρίζουν, «πόσοι μπορούν να πάνε στη Βραζιλία για να πάρουν τον καφέ τους, πόσοι Αθηναίοι στην Καλαμάτα για το καθημερινό τους λάδι, πόσοι Πατρινοί στο Νευροκόπι για την πατάτα τους και πόσοι Θεσσαλονικείς στην Άρτα για να πάρουν στο χωράφι τα πορτοκάλια ή τα μανταρίνια ή τα λεμόνια τους;».
Εδώ ακριβώς, όμως, είναι που θα κριθεί η βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Θα μπορέσει ο αγροτικός κόσμος της χώρας να κάνει το ποιοτικό άλμα μέσω των υφιστάμενων καναλιών που διαθέτει το συνεταιριστικό κίνημα, ή άλλων που οι αγρότες της χώρας θα μπορέσουν να δημιουργήσουν;
Θα μπορέσουν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι επί τόσα χρόνια έπεφταν εκούσια ή ακούσια στη δίνη της συναλλαγής με τους μεσάζοντες, μέσω εικονικών τιμολογίων, εισαγόμενων προϊόντων που βαφτίζονταν ελληνικά και σειράς άλλων μεθόδων που επιστρατεύονταν για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, να πάρουν επιτέλους την κατάσταση στα χέρια τους με τρόπο αποτελεσματικό και βιώσιμο;
Μια καλή αρχή, για παράδειγμα, προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν να εκδίδουν και αποδείξεις για τα προϊόντα που πωλούν.
Μια δεύτερη, ίσως, θα ήταν η δημιουργία μιας μονιμότερης παρουσίας στις πόλεις και, γιατί όχι, η απευθείας σύμπραξή τους με μεταποιητικές μονάδες ή ακόμη και η απόκτηση εξαγωγικού προσανατολισμού…
Εάν δεν τα καταφέρουν, χαμένοι δεν θα βγουν μόνον οι ίδιοι, πέφτοντας και πάλι στα ασύδοτα χέρια των μεσαζόντων, αλλά και το ευρύ καταναλωτικό κοινό, οι ανάγκες του οποίου ολοένα και θα αυξάνουν, υπό το παρόν καθεστώς ύφεσης και ανέχειας…
N.Γ.Δρόσος