Το πρώτο χτύπημα σε όσους αγόρασαν κύρια κατοικία με στεγαστικό δάνειο ήταν η υπαγωγή στο τεκμήριο όχι μόνο των τόκων αλλά και των χρεολυσίων που καταβάλλονται κάθε έτος.
Τώρα θα φανεί και το δεύτερο: το... ψαλίδισμα της φορολογικής έκπτωσης που ίσχυε σε ποσοστό έως και...75%.
Μην βιαστείτε να υποστηρίξετε ότι η μεγαλύτερη ζημιά υφίστανται αυτοί που δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα. Για όλους τους δανειολήπτες που απέκτησαν με δάνειο την κύρια κατοικία τους, ανεξαρτήτως εσόδων, η μείωση της έκπτωσης φτάνει στο 50%.
Βαθύτερα θα βάλουν το χέρι στην τσέπη οι «παλαιοί» καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που κόβονται τα τρία τέταρτα της φορολογικής έκπτωσης.
Μέχρι και πέρυσι, η απαλλαγή είχε να κάνει με την ημερομηνία εκταμίευσης του στεγαστικού δανείου. Δηλαδή:
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999, εξέπιπτε από το εισόδημα ολόκληρο ρο ποσό των τόκων χωρίς κανέναν περιορισμό. Δηλαδή, η έκπτωση των τόκων από τον φόρο μπορούσε να φτάσει ακόμη και στο 40% για έχοντες εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ (σ.σ το τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο, φορολογείται βάση της ισχύουσας κλίμακας με 40%).
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι και την 31/12/2002, ναι μεν αφαιρούσαν από το εισόδημα το σύνολο των τόκων αλλά υπό μία προϋπόθεση. Ότι η επιφάνεια του ακινήτου δεν θα υπερβαίνει τα 120 τετραγωνικά μέτρα. Αν η κατοικία ξεπερνούσε αυτό το όριο γινόταν προσαρμογή ως εξής. Έστω ότι καταβάλλονταν τόκοι 3000 ευρώ και ότι η επιφάνεια του σπιτιού ήταν 160 τετραγωνικά.
Πολλαπλασιάζαμε το ποσό των τόκων με το 120 (το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των τετραγωνικών) και το διαιρούσαμε με το 160 (την πραγματική επιφάνεια του ακινήτου). Έτσι, προέκυπτε το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό που μπορούσε να αφαιρεθεί από το εισόδημα (στη συγκεκριμένη περίπτωση 2250 ευρώ). Η έκπτωση φόρου μπορούσε να φτάσει και στο 40% αυτού του ποσού (ή και στο 45% σε περιπτώσεις ατόμων με εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ).
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά, το τοπίο είχε αλλάξει προς το χειρότερο. Προστέθηκε και δεύτερος περιορισμός: το ποσό του δανείου να μην ξεπερνάει τα 200.000 ευρώ ενώ η έκπτωση σταμάτησε να γίνεται πλέον από το φορολογητέο εισόδημα και μετατράπηκε σε έκπτωση φόρου με συντελεστή 20%.
Δηλαδή, αν κάποιος είχε καταβάλλει 3000 ευρώ σε τόκους, η μέγιστη έκπτωση φόρου μπορούσε να φτάσει στα 600 ευρώ ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Τώρα θα φανεί και το δεύτερο: το... ψαλίδισμα της φορολογικής έκπτωσης που ίσχυε σε ποσοστό έως και...75%.
Μην βιαστείτε να υποστηρίξετε ότι η μεγαλύτερη ζημιά υφίστανται αυτοί που δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα. Για όλους τους δανειολήπτες που απέκτησαν με δάνειο την κύρια κατοικία τους, ανεξαρτήτως εσόδων, η μείωση της έκπτωσης φτάνει στο 50%.
Βαθύτερα θα βάλουν το χέρι στην τσέπη οι «παλαιοί» καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που κόβονται τα τρία τέταρτα της φορολογικής έκπτωσης.
Μέχρι και πέρυσι, η απαλλαγή είχε να κάνει με την ημερομηνία εκταμίευσης του στεγαστικού δανείου. Δηλαδή:
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999, εξέπιπτε από το εισόδημα ολόκληρο ρο ποσό των τόκων χωρίς κανέναν περιορισμό. Δηλαδή, η έκπτωση των τόκων από τον φόρο μπορούσε να φτάσει ακόμη και στο 40% για έχοντες εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ (σ.σ το τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο, φορολογείται βάση της ισχύουσας κλίμακας με 40%).
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι και την 31/12/2002, ναι μεν αφαιρούσαν από το εισόδημα το σύνολο των τόκων αλλά υπό μία προϋπόθεση. Ότι η επιφάνεια του ακινήτου δεν θα υπερβαίνει τα 120 τετραγωνικά μέτρα. Αν η κατοικία ξεπερνούσε αυτό το όριο γινόταν προσαρμογή ως εξής. Έστω ότι καταβάλλονταν τόκοι 3000 ευρώ και ότι η επιφάνεια του σπιτιού ήταν 160 τετραγωνικά.
Πολλαπλασιάζαμε το ποσό των τόκων με το 120 (το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των τετραγωνικών) και το διαιρούσαμε με το 160 (την πραγματική επιφάνεια του ακινήτου). Έτσι, προέκυπτε το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό που μπορούσε να αφαιρεθεί από το εισόδημα (στη συγκεκριμένη περίπτωση 2250 ευρώ). Η έκπτωση φόρου μπορούσε να φτάσει και στο 40% αυτού του ποσού (ή και στο 45% σε περιπτώσεις ατόμων με εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ).
-Για δάνεια που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά, το τοπίο είχε αλλάξει προς το χειρότερο. Προστέθηκε και δεύτερος περιορισμός: το ποσό του δανείου να μην ξεπερνάει τα 200.000 ευρώ ενώ η έκπτωση σταμάτησε να γίνεται πλέον από το φορολογητέο εισόδημα και μετατράπηκε σε έκπτωση φόρου με συντελεστή 20%.
Δηλαδή, αν κάποιος είχε καταβάλλει 3000 ευρώ σε τόκους, η μέγιστη έκπτωση φόρου μπορούσε να φτάσει στα 600 ευρώ ανεξαρτήτως εισοδήματος.