Το Bruegel, think tank με έδρα τις Βρυξέλλες, κάνει εκτενή αναφορά στον επανασχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος.
Το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών “ανακούφισε” έως ένα βαθμό τις αγορές, ωστόσο η δραματική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και τα προβλήματα που έχουν προκύψει με την εκτίναξη του κόστους δανεισμού της Ισπανίας, κάνουν ασφυκτικό τον κλοιό γύρω από τους ηγέτες της Ευρωζώνης.
Σε άρθρο του think tank με έδρα τις Βρυξέλλες, Bruegel, ο Shahin Vallee, κάνει... εκτενή αναφορά στον επανασχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος και στις παραμέτρους που πρέπει να αποτελέσουν προϊόν επαναδιαπραγμάτευσης.
“Παρά το γεγονός ότι τα “στοιχεία υψηλής συχνότητας” για τον προϋπολογισμό παραμορφώνουν τη γενικότερη εικόνα, λόγω των χρηματικών ροών και της συσσώρευσης των οφειλών του δημοσίου, γίνεται πλέον όλο και πιο ξεκάθαρο ότι το πρόγραμμα έχει βγει... για τα καλά εκτός πορείας.
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας κατά του ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλάζει το γεγονός αυτό και είναι αναπόφευκτο να ανοίγει μία συζήτηση για το σχήμα και τη μορφή ενός νέου προγράμματος για την Ελλάδα.
Πρόκειται για μία πραγματικότητα που πλέον αναγνωρίζεται από τους πολιτικούς και ειδικότερα από Γερμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι συζητούν ανοιχτά την πιθανότητα να δοθεί παράταση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και να επιτραπεί στην ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πλήρως την τύχη του προγράμματος.
Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό το νέο πρόγραμμα απαιτεί ένα νέο γύρο επίσημης βοήθειας ή αν θα μπορούσε να λειτουργήσει με μία στάση πληρωμών στις υφιστάμενες απαιτήσεις (τα ομόλογα που δεν κουρεύτηκαν και άλλα δάνεια που δεν καλύπτονται από το PSI),μείωση των επιτοκίων που πληρώνει η Ελλάδα και αναδιάρθρωση των απαιτήσεων του επίσημου φορέα (ΕΚΤ,ΔΝΤ και EFSF);
Σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος, το πρωτογενές έλλειμμα για το 2012 θα έπρεπε να “τρέχει” γύρω στα 500 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο. Στο τέλος Μαΐου, τα στοιχεία έδειξαν ότι βρίσκεται ήδη στα 1,7 δισ. ευρώ, ωστόσο είναι πολύ πιθανό τα μηνιαία στοιχεία να δείξουν ότι η Ελλάδα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα έως τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο. Το 2013, οι εκτιμήσεις θέλουν το συνολικό πρωτογενές ισοζύγιο να διαμορφώνεται σε πλεόνασμα ύψους 900 εκατ. ευρώ το τρίμηνο. Αν λάβουμε υπόψη το outlook για την ανάπτυξη είναι απίθανο να επαληθευτούν, όμως είναι εφικτό να επιτευχθεί ισοσκέλιση.
Στο τρίτο τρίμηνο του 2011, θα μπορούσε να δημιουργηθεί δημοσιονομικό περιθώριο μέσω στάσης πληρωμών ή αναδιάρθρωσης των δανείων και των λοιπών ομολόγων (3,5 δισ. ευρώ) που έληγαν εκείνη την περίοδο καθώς και μέσω αναδιάρθρωσης των ωριμάνσεων που ανέμενε η ΕΚΤ (3,1 δισ. ευρώ). Το 2013, τα ομόλογα που θα έχουν διακρατηθεί, τα δάνεια και τα χρέη προς την ΕΚΤ θα φτάσουν τα 15,1 δισ. ευρώ. Εκεί φαίνεται πως υπάρχει περιθώριο ελιγμών για την αναδιάρθρωση ή στάση πληρωμών ορισμένων απαιτήσεων με σκοπό τη βελτίωση των πληρωμών που έχει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, αρχίζοντας να εξοφλεί μέρος των 6 δισ. ευρώ που χρωστάει η γενική κυβέρνηση στο εσωτερικό.
Οι πρώτες “επιστροφές” προς το ΔΝΤ είναι προγραμματισμένες για τα μέσα του 2013, όμως με μία γρήγορη ματιά στις παραμέτρους του ελληνικού προγράμματος είναι φανερό ότι με συνεχή δημοσιονομική προσαρμογή, επιθετική αναδιάρθρωση των υφιστάμενων απαιτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και την ΕΚΤ, θα μπορούσαν να παραταθεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων χωρίς να καταβληθούν επιπλέον κεφάλαια για την Ελλάδα.
Το μοναδικό πιθανό επιπλέον βάρος που θα απαιτούσε σημαντικές επιπρόσθετες οικονομικές εισφορές θα ήταν οι όποιες επιπλέον ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για ανάγκες 28 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του έτους, ωστόσο αν δούμε πόσο πίσω έχει πάει η διαδικασία, είναι πολύ πιθανό θα καθυστερήσει περαιτέρω, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Στην ουσία, εδώ υπάρχει ένα ακόμη επιχείρημα για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού υπερεθνικού μηχανισμού τραπεζικών εκκαθαρίσεων: Αν η Ελλάδα είχε μία αποτελεσματική διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης/ αναδιάρθρωσης, η οποία θα ελέγχεται πλήρως (και επομένως θα χρηματοδοτείται) από την Ε.Ε., θα μπορούσε πιθανώς –με κάποιες μικροαλλαγές– να παραμείνει στο πρόγραμμα για ακόμη δύο χρόνια ελπίζοντας να τα καταφέρει(αν και τα δάνεια του EFSF είναι πολύ πιθανό να απαιτούν αναδιάρθρωση όταν λήγουν το 2020)”.