Τρία χρόνια και πλέον μέσα σε μια σειρά προγράμματα υπό τις επιταγές της τρόικα, η Ελλάδα αποτυγχάνει συνέχεια να παράγει ανάπτυξη, να ελέγξει το εκρηκτικό της χρέος και να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια.
Η αλήθεια είναι ότι, στο αποτέλεσμα, όλοι σχεδόν οι στόχοι των προγραμμάτων έχουν χαθεί.
Άρθρο του Μ.Ε.Εριάν,
-διευθύνoντος συμβούλου της εταιρείας Pimco που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο fund ομολόγων του κόσμου-
στους Financial Times.
Aν θέλει κάποιος να προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε ένα ευρωπαϊκό συμβούλιο, αρκεί να αναφέρει το “OSI” (official sector involvement,) την συμμετοχή του επίσημου τομέα σε «κούρεμα».
Η σκέψη ότι οι επίσημοι πιστωτές, δηλαδή οι ... κυβερνήσεις και οι περιφερειακοί/πολυμερείς θεσμοί, ίσως χρειαστεί να δεχτούν μείωση στις συμφωνημένες απαιτήσεις τους από την Ελλάδα, είναι ανάθεμα για πάρα πολύ κόσμο. Κι όμως, το ζήτημα θα προκύπτει επανειλημμένα και όλο συχνότερα, με δεδομένη την τρέχουσα, υπερβολικά συντηρητική, προσέγγιση στην επίλυση των μεγάλων ελλληνικών προβλημάτων.
Οι επίσημοι πιστωτές έχουν κάθε λόγο να αντιστέκονται στο OSI. Ο ευμεγέθης δανεισμός προς την Ελλάδα δεν ήταν μια απόφαση που ελήφθη με εμπορικά κριτήρια αλλά μια έκτακτη παρέμβαση. Ο στόχος ήταν να σταθεροποιηθεί η Ελλάδα και να περιοριστεί η διάχυση της αποσταθεροποίησης στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Έγιναν σε μια περίοδο που οι ιδιώτες πιστωτές εξέρχονταν μαζικά από την Ελλάδα και με πολύ άτακτες μεθόδους. Η χρηματοδότηση έγινε με παραχωρητικά επιτόκια. Οι λήξεις παρατάθηκαν πολύ περισσότερο απ’όσο θα μπορούσε να δεχτεί ένας ιδιωτικός τομέας. Και, όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, ο επίσημος τομέας έδωσε ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην Ελλάδα, ώστε να αντεπεξέλθει η χώρα στην εξυπηρέτηση των χρεών της.
Τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν, αν ο επίσημος τομέας δεν θεωρούσε τον εαυτό του «προνομιούχο πιστωτή.» Είναι πράγματα που ένας πιστωτής έσχατης ανάγκης είναι λογικό να περιμένει, ειδικά όταν παρεμβαίνει για να ανατρέψει μια άτακτη χρηματοοικονομική έκρηξη (κι έτσι να περιορίσει τις ζημίες που θα υποστούν οι ιδιώτες πιστωτές.) Και είναι κάτι που πολλά κοινοβούλια σε πιστώτριες χώρες πιστεύουν, καθώς επιβαρύνουν τα εγχώρια φορολογικά έσοδα με πραγματικές ή δυνητικές ελληνικές απαιτήσεις.
Η ιστορία δεν είναι βέβαια τόσο απλή, για δύο λόγους: Αφενός υπάρχουν προηγούμενα και αφετέρου, χωρίς περαιτέρω μείωση χρέους, η Ελλάδα δεν έχει πολλές ελπίδες να αποκαταστήσει την ανάπτυξη, την απασχόληση και έτσι την δημοσιονομική επιβίωση.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, οι δυτικές χώρες εθελοντικά εμπλέκονταν σε μειώσεις χρεών και εξυπηρετήσεων χρεών για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, υπό την αιγίδα του Paris Club. Τις συνόδευαν συχνά με τον τύπο της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα που έχει ήδη γίνει στην Ελλάδα και αυτό αφαίρεσε πάνω από τις μισές από τις δυνητικές αξιώσεις των περισσότερων ιδιωτών πιστωτών.
Ακόμη και οι πολυμερείς θεσμοί, που είναι γνωστό ότι υπερασπίζονται με φανατισμό το προνομιακό στάτους τους, έχουν βρει τρόπους στο παρελθόν για να παράσχουν de facto παραχωρήσεις σε υπερ-χρεωμένες χώρες. Πράγματι, λίγες εβδομάδες πριν, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε έναν έξυπνο μηχανισμό για να δρομολογήσει χρήματα στην Ελλάδα, ώστε να ανακυκλωθούν ως πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους από την χώρα προς την κεντρική τράπεζα.
Μετά, και αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, υπάρχει η επείγουσα πραγματικότητα της επανειλημμένα αποτυχημένης προσπάθειας της Ελλάδας για προσαρμογή και μεταρρυθμίσεις.
Τρία χρόνια και πλέον μέσα σε μια σειρά προγράμματα υπό τις επιταγές της τρόικα, η Ελλάδα αποτυγχάνει συνέχεια να παράγει ανάπτυξη, να ελέγξει το εκρηκτικό της χρέος και να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια. Η αλήθεια είναι ότι, στο αποτέλεσμα, όλοι σχεδόν οι στόχοι των προγραμμάτων έχουν χαθεί.
Εχοντας αποτύχει να δει οποιοδήποτε φως στο πολύ μακρύ και οδυνηρό τούνελ, το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτοφανές επίπεδο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής απόρριψης από μέρους του πληθυσμού. Και ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους Έλληνες για την απογοήτευσή τους;
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα συμφωνούσαν ότι, με δεδομένες τις συνθήκες που υπάρχουν, η κατάσταση είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, αν δεν γίνουν θεμελιώδεις μεταβολές στις παραμέτρους του χρέους και/ή της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Για να το πούμε αλλιώς, κανένα ρεαλιστικό μέγεθος εγχώριας λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων –ακόμη κι αν ήταν κοινωνικά και πολιτικά εφικτά που είναι ένα μεγάλο «αν»- δεν θα αποδώσει, αν δεν επανακτήσει η Ελλάδα μεγαλύτερους βαθμούς λειτουργικής ελαστικότητας. Στα περισσότερα σενάρια, ένας νέος κύκλος μείωσης χρέους συνιστά μια απαραίτητη, αν και όχι επαρκή, απαίτηση για μια βιώσιμη λύση σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση.
Χωρίς ένα σοβαρό ξαλάφρωμα στο δανειακό της βάρος, θα είναι πρακτικώς αδύνατο να προσελκύσει η Ελλάδα νέες εισροές κεφαλαίων. Γιατί να έρθουν οι νέοι πιστωτές, όταν υπάρχει τόσο υψηλός κίνδυνος προσχεδιασμένου «κουρέματος» Και χωρίς φρέσκα κεφάλαια, η δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα θα συνεχίσει να καταρρέει, οι καθυστερούμενες οφειλές θα αυξηθούν περαιτέρω και δεν θα υπάρχει ανάπτυξη και απασχόληση.
Έχει έλθει η ώρα να σκεφτούν οι ευρωπαϊκές πιστώτριες κυβερνήσεις βαθιά και σοβαρά για το κόστος και τα πλεονεκτήματα του OSI στην Ελλάδα, καθώς και τις ευρύτερες περιφερειακές επιπτώσεις. Όσο περισσότερο περιμένουν και όσο αγνοούν τις ουσιώδεις αναλύσεις, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα για μια απρογραμμάτιστη και κακοδιαχειριζόμενη μείωση χρέους και τόσο μειώνονται τα τελικά πλεονεκτήματα για την Ελλάδα και το σύνολο της Ευρώπης.
ΠΗΓΗ: FT.com
Η αλήθεια είναι ότι, στο αποτέλεσμα, όλοι σχεδόν οι στόχοι των προγραμμάτων έχουν χαθεί.
Άρθρο του Μ.Ε.Εριάν,
-διευθύνoντος συμβούλου της εταιρείας Pimco που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο fund ομολόγων του κόσμου-
στους Financial Times.
Aν θέλει κάποιος να προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε ένα ευρωπαϊκό συμβούλιο, αρκεί να αναφέρει το “OSI” (official sector involvement,) την συμμετοχή του επίσημου τομέα σε «κούρεμα».
Η σκέψη ότι οι επίσημοι πιστωτές, δηλαδή οι ... κυβερνήσεις και οι περιφερειακοί/πολυμερείς θεσμοί, ίσως χρειαστεί να δεχτούν μείωση στις συμφωνημένες απαιτήσεις τους από την Ελλάδα, είναι ανάθεμα για πάρα πολύ κόσμο. Κι όμως, το ζήτημα θα προκύπτει επανειλημμένα και όλο συχνότερα, με δεδομένη την τρέχουσα, υπερβολικά συντηρητική, προσέγγιση στην επίλυση των μεγάλων ελλληνικών προβλημάτων.
Οι επίσημοι πιστωτές έχουν κάθε λόγο να αντιστέκονται στο OSI. Ο ευμεγέθης δανεισμός προς την Ελλάδα δεν ήταν μια απόφαση που ελήφθη με εμπορικά κριτήρια αλλά μια έκτακτη παρέμβαση. Ο στόχος ήταν να σταθεροποιηθεί η Ελλάδα και να περιοριστεί η διάχυση της αποσταθεροποίησης στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Έγιναν σε μια περίοδο που οι ιδιώτες πιστωτές εξέρχονταν μαζικά από την Ελλάδα και με πολύ άτακτες μεθόδους. Η χρηματοδότηση έγινε με παραχωρητικά επιτόκια. Οι λήξεις παρατάθηκαν πολύ περισσότερο απ’όσο θα μπορούσε να δεχτεί ένας ιδιωτικός τομέας. Και, όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, ο επίσημος τομέας έδωσε ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην Ελλάδα, ώστε να αντεπεξέλθει η χώρα στην εξυπηρέτηση των χρεών της.
Τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν, αν ο επίσημος τομέας δεν θεωρούσε τον εαυτό του «προνομιούχο πιστωτή.» Είναι πράγματα που ένας πιστωτής έσχατης ανάγκης είναι λογικό να περιμένει, ειδικά όταν παρεμβαίνει για να ανατρέψει μια άτακτη χρηματοοικονομική έκρηξη (κι έτσι να περιορίσει τις ζημίες που θα υποστούν οι ιδιώτες πιστωτές.) Και είναι κάτι που πολλά κοινοβούλια σε πιστώτριες χώρες πιστεύουν, καθώς επιβαρύνουν τα εγχώρια φορολογικά έσοδα με πραγματικές ή δυνητικές ελληνικές απαιτήσεις.
Η ιστορία δεν είναι βέβαια τόσο απλή, για δύο λόγους: Αφενός υπάρχουν προηγούμενα και αφετέρου, χωρίς περαιτέρω μείωση χρέους, η Ελλάδα δεν έχει πολλές ελπίδες να αποκαταστήσει την ανάπτυξη, την απασχόληση και έτσι την δημοσιονομική επιβίωση.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, οι δυτικές χώρες εθελοντικά εμπλέκονταν σε μειώσεις χρεών και εξυπηρετήσεων χρεών για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, υπό την αιγίδα του Paris Club. Τις συνόδευαν συχνά με τον τύπο της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα που έχει ήδη γίνει στην Ελλάδα και αυτό αφαίρεσε πάνω από τις μισές από τις δυνητικές αξιώσεις των περισσότερων ιδιωτών πιστωτών.
Ακόμη και οι πολυμερείς θεσμοί, που είναι γνωστό ότι υπερασπίζονται με φανατισμό το προνομιακό στάτους τους, έχουν βρει τρόπους στο παρελθόν για να παράσχουν de facto παραχωρήσεις σε υπερ-χρεωμένες χώρες. Πράγματι, λίγες εβδομάδες πριν, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε έναν έξυπνο μηχανισμό για να δρομολογήσει χρήματα στην Ελλάδα, ώστε να ανακυκλωθούν ως πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους από την χώρα προς την κεντρική τράπεζα.
Μετά, και αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, υπάρχει η επείγουσα πραγματικότητα της επανειλημμένα αποτυχημένης προσπάθειας της Ελλάδας για προσαρμογή και μεταρρυθμίσεις.
Τρία χρόνια και πλέον μέσα σε μια σειρά προγράμματα υπό τις επιταγές της τρόικα, η Ελλάδα αποτυγχάνει συνέχεια να παράγει ανάπτυξη, να ελέγξει το εκρηκτικό της χρέος και να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια. Η αλήθεια είναι ότι, στο αποτέλεσμα, όλοι σχεδόν οι στόχοι των προγραμμάτων έχουν χαθεί.
Εχοντας αποτύχει να δει οποιοδήποτε φως στο πολύ μακρύ και οδυνηρό τούνελ, το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτοφανές επίπεδο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής απόρριψης από μέρους του πληθυσμού. Και ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους Έλληνες για την απογοήτευσή τους;
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα συμφωνούσαν ότι, με δεδομένες τις συνθήκες που υπάρχουν, η κατάσταση είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, αν δεν γίνουν θεμελιώδεις μεταβολές στις παραμέτρους του χρέους και/ή της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Για να το πούμε αλλιώς, κανένα ρεαλιστικό μέγεθος εγχώριας λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων –ακόμη κι αν ήταν κοινωνικά και πολιτικά εφικτά που είναι ένα μεγάλο «αν»- δεν θα αποδώσει, αν δεν επανακτήσει η Ελλάδα μεγαλύτερους βαθμούς λειτουργικής ελαστικότητας. Στα περισσότερα σενάρια, ένας νέος κύκλος μείωσης χρέους συνιστά μια απαραίτητη, αν και όχι επαρκή, απαίτηση για μια βιώσιμη λύση σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση.
Χωρίς ένα σοβαρό ξαλάφρωμα στο δανειακό της βάρος, θα είναι πρακτικώς αδύνατο να προσελκύσει η Ελλάδα νέες εισροές κεφαλαίων. Γιατί να έρθουν οι νέοι πιστωτές, όταν υπάρχει τόσο υψηλός κίνδυνος προσχεδιασμένου «κουρέματος» Και χωρίς φρέσκα κεφάλαια, η δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα θα συνεχίσει να καταρρέει, οι καθυστερούμενες οφειλές θα αυξηθούν περαιτέρω και δεν θα υπάρχει ανάπτυξη και απασχόληση.
Έχει έλθει η ώρα να σκεφτούν οι ευρωπαϊκές πιστώτριες κυβερνήσεις βαθιά και σοβαρά για το κόστος και τα πλεονεκτήματα του OSI στην Ελλάδα, καθώς και τις ευρύτερες περιφερειακές επιπτώσεις. Όσο περισσότερο περιμένουν και όσο αγνοούν τις ουσιώδεις αναλύσεις, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα για μια απρογραμμάτιστη και κακοδιαχειριζόμενη μείωση χρέους και τόσο μειώνονται τα τελικά πλεονεκτήματα για την Ελλάδα και το σύνολο της Ευρώπης.
ΠΗΓΗ: FT.com