Η θεμελιώδης οικονομική αλήθεια που έβαλε ξανά στο τραπέζι της δημόσιας
συζήτησης, χθες, ο Ισπανός πρωθυπουργός, Μαριάνο Ραχόι, ότι δεν είναι
δυνατόν να συνεχιστεί για πολύ η παρούσα κατάσταση στην ευρωζώνη,
δύσκολα μπορεί να παραβλεφθεί...
Η εμπιστοσύνη των αγορών έχει χαθεί εντελώς για ορισμένα κράτη μέλη, άλλα δανείζονται με μη βιώσιμα επιτόκια της τάξης του 6% και άλλα, πάλι, απολαμβάνουν... αρνητικά επιτόκια.
Ακόμη και σε ένα νομισματικό καθεστώς το οποίο κυριαρχείται από τη μεταφορά πόρων από τον Βορρά προς τον Νότο, η ύπαρξη επιτοκίων με γεωγραφικό προσδιορισμό αλλοιώνει τις βασικές συνθήκες του ανταγωνισμού και άρα της ελεύθερης οικονομίας, καταρρίπτοντας τα θεμέλια επί των οποίων εδράζεται το οικοδόμημα όχι μόνον της ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι αδιανόητο η επιχειρηματική κοινότητα των χωρών του Νότου να προσπαθεί να ανταγωνιστεί την αντίστοιχη των βορείων χωρών, με υψηλότερο κόστος δανεισμού από την «αφετηρία», όπως αντίστοιχα αδιανόητη ήταν και η πρακτική που ακολούθησε η Ελλάδα να μην κατευθύνει τους πόρους από τον Βορρά σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά να τις πετά στη μαύρη τρύπα της αδιαφάνειας και του καταναλωτισμού.
Αντίστοιχα, δεν είναι δυνατή η μακροημέρευση ενός νομισματικού συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται χάρις σε ένα πλέγμα «ασφαλείας» όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ο σχεδιαζόμενος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, τα οποία ούτε πείθουν τις αγορές για την αποτελεσματικότητά τους, ούτε πραγματική ασφάλεια μπορούν να προσφέρουν σε περίπτωση προσφυγής συστημικά μεγάλων κρατών, όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, ενώ αποφέρουν σημαντικά κέρδη από τόκους προς τις χώρες του Βορρά και κυριότερα τη Γερμανία.
Η «συμφωνία κυρίων», επί της οποίας πορεύτηκε η νομισματική ένωση στην Ευρώπη, από τη σύναψη του Συμφώνου Σταθερότητας έως σήμερα, έχει προ πολλού καταρρεύσει και δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει την παρούσα κρίση. Αντίθετα, οι ελλείψεις της την επέτειναν.
Δύο δεκαετίες μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας, η ευρωζώνη αδυνατεί είτε να πείσει τις αγορές για τη σταθερότητά και τη συνοχή της, είτε να πειστεί η ίδια ως προς αυτό, καθώς μια ενδεχόμενη ελληνική έξοδος δεν μπορεί να αποκλειστεί, με καταστροφικές συνέπειες για την ίδια και απροσδιόριστες επιπτώσεις για τη λοιπή ευρωζώνη αλλά και ευρύτερα.
Η μεταφορά καταθέσεων από τα κράτη μέλη με προβλήματα χρέους προς τις χώρες του σκληρού πυρήνα ή προς χώρες εκτός ευρωσυστήματος καταδεικνύει ότι η απουσία εμπιστοσύνης από την πλευρά των αγορών έχει επεκταθεί και στο αποταμιευτικό και καταθετικό κοινό, ενώ ακόμη μέλλει να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες περί ενιαίας τραπεζικής εποπτείας και διασφάλισης του τραπεζικού συστήματος στην ευρωζώνη.
Επιπρόσθετα, η σθεναρή αντίσταση που εξακολουθητικά προτάσσει η Γερμανία, είτε στην επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, είτε, πολύ περισσότερο, στην υιοθέτηση του ευρωομολόγου πριν από τη σύναψη ενός δημοσιονομικού συμφώνου μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης, οδηγεί την παρούσα κρίση σε ένα πραγματικό αδιέξοδο.
Πριν από 20 χρόνια, η συζήτηση για την ενιαία δημοσιονομική διακυβέρνηση και την εκχώρηση ακόμη περισσότερων κυριαρχικών δικαιωμάτων ίσως ήταν πρώιμη.
Ούτως ή άλλως, η ευρωζώνη υπήρχε μόνον στα χαρτιά.
Σήμερα, όμως, που το οικοδόμημα απειλείται με κατάρρευση,ίσως είναι πλέον αναγκαστική..
Ν.Γ.Δρόσος