Διάβασα προχθές τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για τους «πλούσιους» και «φτωχούς» του 2010,
βάσει των φορολογικών δηλώσεων,
κι ομολογουμένως… έφριξα!
Πέρα από καμιά 15αριά οικογένειες στο Ψυχικό με μέσο εισόδημα της τάξεως των 550.000 ευρώ, η συγκεντρωτική καταγραφή των πλουσίων πέφτει σε μέσο οικογενειακό εισόδημα 123.000 ευρώ (στην Εκάλη), στα 77.400 ευρώ στο Κολωνάκι και στα 74.000 ευρώ σε... Ψυχικό-Φιλοθέη.
Από εκεί και πέρα, αυτή η ακτινογραφία των «πλουσίων» περνά σε μέσο (οικογενειακό) εισόδημα της τάξεως των 48.000 έως 68.000 ευρώ σε άλλες περιοχές της «καλής» Αθήνας, της Κηφισιάς και της Πυλαίας στη Θεσσαλονίκη.
Αθροιστικά, συζητάμε για 15 οικογένειες που δηλώνουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, για 8.200 οικογένειες με μέσο εισόδημα από 74 έως 123.000 ευρώ και για άλλες 7.000 οικογένειες που κινούνται μεταξύ των 48 και των 70.000 ευρώ.
Μιλάμε για το μέσο δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα, ήτοι για το εισόδημα -κατά κανόνα προ φόρων- μιας ελληνικής οικογένειας, και σύμφωνα με την καταγραφή της εφορίας πρόκειται για τους… πλούσιους Έλληνες!
Που σημαίνει ότι οικογένεια με εισόδημα μετά από φόρους της τάξεως των 60.000 ευρώ εμφανίζεται -με βάση τις φορολογικές δηλώσεις- να είναι στο… top της ευμάρειας.
Βεβαίως, αν αφαιρεθούν από εισόδημα 60.000 ευρώ οι αναλογούντες φόροι και η έκτακτη εισφορά καταλήγουμε στις… 42.000 ευρώ, που μεταφράζεται σε μια οικογένεια που ζει με περίπου 3.000 ευρώ τον μήνα!
Το πρώτο μου ερώτημα είναι αν πράγματι η μέση οικογένεια της Κηφισιάς ζει με εισόδημα της τάξεως των… 3-3.500 ευρώ τον μήνα κι αν οι κάτοικοι της οδού Σίνα, της Κανάρη, της Πατριάρχου Ιωακείμ και της Πλατείας Δεξαμενής «περνάνε» με λιγότερα από 3.000 ευρώ τον μήνα, οικογενειακώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της εφορίας.
Στοιχεία που αφορούν -προσέξτε το αυτό- το 2010, ήτοι πριν δούμε όλο το εύρος και το βάθος της κρίσης να χτυπά τα εισοδήματα.
Το δεύτερο θέμα που γεννάται, και βεβαίως είναι συνάρτηση του πρώτου ερωτήματος, ως προς την απόκρυψη εισοδημάτων στις δηλώσεις του 2010, είναι αν πράγματι μια ελληνική οικογένεια, που με 3.000 ευρώ πρέπει να φάει, να πληρώσει θέρμανση, νοίκι, βενζίνες, να ντυθεί, να πληρώσει φροντιστήρια, τηλέφωνα, ηλεκτρικό και όλα τα άλλα καθημερινά, μπορεί να θεωρείται πλούσια.
Σαφώς και όχι. Όσοι ειλικρινώς δηλώνουν οικογενειακά εισοδήματα αυτού του ύψους (συνήθως πρόκειται για δύο μισθωτούς), το πιθανότερο είναι ότι απλώς «τα βγάζουν πέρα», ενδεχομένως με δυσκολίες -ιδίως αν έχουν παιδιά- και χωρίς δυνατότητες αποταμίευσης.
Μόνο που ολοένα και περισσότερο, η Πολιτεία τους αντιμετωπίζει ως… πλούσιους, ως «έχοντες και κατέχοντες». Λες και δεν γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό κόστος ζωής στη σημερινή Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, όπου και ζουν οι περισσότεροι από αυτούς τους «κατά συνθήκη» πλούσιους.
Η αιτία αυτής της στρεβλής κατάστασης που τιμωρεί τους μισθωτούς και λοιπούς ειλικρινείς φορολογούμενους, ανάγοντάς τους σε «ευνοημένους» της ζωής, βρίσκεται βεβαίως στην ανικανότητα ή ορθότερα στην ολιγωρία του κράτους να πατάξει την οργιάζουσα φοροδιαφυγή.
Μια απλή στη σύλληψή της έρευνα τριών καθηγητών έδειξε πώς υπάρχουν τρόποι να εντοπιστούν γρήγορα, μέσω των τραπεζών, θύλακες φοροδιαφυγής. Έλεγξαν τα δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών και διαπίστωσαν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι δόσεις έφταναν να αντιπροσωπεύουν ακόμα και το 82% του δηλωμένου εισοδήματος, αντί του 30% που είναι η συνήθης τραπεζική πρακτική. Κάνοντας τις ανάλογες αναγωγές, υπολόγισαν το μέγεθος της φοροδιαφυγής στα 28 δισ. ευρώ και ότι το μέσο εισόδημα που έκρυψαν το 2009 οι γιατροί από την εφορία ανήλθε σε 29.343 ευρώ περίπου, ενώ ακολουθούν οι μηχανικοί με 28.625 ευρώ και άλλες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών.
Οι κατά συνθήκη πλούσιοι των 40.000 και των 50.000 ευρώ, αλλά και όλα τα χαμηλότερα εισοδήματα, ακόμη και τα… ανύπαρκτα εισοδήματα των ανέργων που θα πληρώσουν φέτος με βάση τα τεκμήρια, φέρουν το βάρος όλων αυτών που εξακολουθούν να φοροδιαφεύγουν.
Εκείνων που φοροδιαφεύγουν συστηματικά, ανενδοίαστα και τις περισσότερες φορές με την ακούσια ανοχή ημών των πελατών τους (όταν πρόκειται για τις διάφορες μορφές ελευθέρων επαγγελματιών, ιατρών και άλλων συναφών επαγγελμάτων).
Πρόκειται για αδικία πρώτου μεγέθους που εν τέλει μεγεθύνει τη γενικότερη ανισότητα πολλών από τα μέτρα που είτε έχουν επιβληθεί, είτε πρόκειται να επιβληθούν συντόμως.
Μια αδικία που αν δεν εξαλειφθεί το ταχύτερο είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει όχι απλώς σε ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών, αλλά και σε έκρηξη αντιδράσεων εκ μέρους όλων εκείνων που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται.
Ακόμη και των συνήθως φιλήσυχων πολιτών, που αποτελούν σήμερα τον κορμό των «κατά συνθήκη» πλούσιων..
Γ.Παπανικολάου