Αγορές και «έξυπνο χρήμα» εμφανίζονται να ανακαλύπτουν και πάλι την Ελλάδα.
Έχουν δίκιο;
Την απάντηση μπορούν να δώσουν μόνον η κυβέρνηση αλλά και όσοι στέκουν έως σήμερα απέναντί της.Με έργα και θέσεις ευθύνης.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι μια χώρα, αν μη τι άλλο, χαμηλών προσδοκιών.
Είναι μια χώρα σε νομισματική αβεβαιότητα και σε ύφεση από το 2008, ενώ αναμένεται να παραμείνει σε ύφεση έως και το επόμενο έτος, καταγράφοντας αθροιστικές απώλειες άνω του 20% στο ΑΕΠ της.
Ταυτόχρονα, η... οικονομία της εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η αδιαφάνεια, η γραφειοκρατία, το σαθρό φορολογικό σύστημα και η φοροδιαφυγή, καθώς και τα κάθε λογής προσκόμματα στην επιχειρηματικότητα, όπως το έως τώρα δύσκαμπτο εργασιακό περιβάλλον και τα «εμπόδια εισόδου» σε αγορές και επαγγέλματα, τα οποία αποτρέπουν την πραγματοποίηση επενδύσεων, ιδιαίτερα από το εξωτερικό.
Αντίθετα, η αποβιομηχάνιση που χαρακτήρισε τη χώρα μας επί δεκαετίες, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, γιγαντώθηκε, στερώντας σημαντικό τμήμα της παραγωγικής ικανότητας που υπήρχε προ πενταετίας, για παράδειγμα.
Επιπρόσθετα, το τραπεζικό της σύστημα, ως αποτέλεσμα σειράς λόγων, συμπεριλαμβανομένων της ύφεσης, της φυγής καταθέσεων, της μη εξυπηρέτησης σημαντικού αριθμού χορηγήσεων, αλλά βεβαίως και του PSI, αδυνατεί να προσφέρει ρευστότητα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Όλα αυτά δεν αλλάζουν μέσα σε μία ημέρα, όπως δεν ανακτάται και εν μια νυκτί η χαμένη εμπιστοσύνη προς τη χώρα μας και το νομισματικό της μέλλον.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με λόγια, ούτε με υποσχέσεις, αλλά ούτε και με σχέδια επί χάρτου, παρά μόνον με έργα.
Έργα τα οποία στη διάρκεια των δύο και πλέον ετών, όπου βρίσκεται η χώρα μας σε καθεστώς μνημονίου, δεν είδαμε.
Σήμερα, κατά τα φαινόμενα, η Ελλάδα αποκτά μια «δεύτερη ευκαιρία» να υλοποιήσει όσα δεν κατόρθωσε να κάνει πράξη επί τόσο διάστημα.
Η διαφαινόμενη ολοκλήρωση της συμφωνίας με την τρόικα για το νέο πακέτο δημοσιονομικής προσαρμογής και η συνεπακόλουθη αποδέσμευση των πόρων που εκκρεμούν, αθροιστικού ύψους 36,5 δισ. ευρώ, θα επιτρέψουν την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, αλλά και την άρση της αβεβαιότητας σχετικά με τη νομισματική πορεία της χώρας, τουλάχιστον για το ορατό διάστημα.
Τα ουσιαστικά έργα, όμως, αυτά τα οποία θα κρίνουν την οικονομική και εν τέλει κοινωνική πορεία του τόπου αρχίζουν την επομένη.
Είναι η ώρα, όπως αρέσκεται να λέγει η φίλτατη κ. Λαγκάρντ, της υλοποίησης.
Αυτήν την «υλοποίηση» εμφανίζονται, ήδη, να οσμίζονται οι αγορές και το «έξυπνο χρήμα», που σταδιακά αρχίζουν να ανακαλύπτουν και πάλι την Ελλάδα.
Η αναδιαμόρφωση του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας διαμέσου των διεργασιών συγκέντρωσης που ήδη συντελούνται στο τραπεζικό σύστημα, της επανεκκίνησης των αποκρατικοποιήσεων, αλλά και των κάθε λογής «deals», όπως αυτό που ανακοινώθηκε μόλις χθες μεταξύ της Aegean και της MIG για την Olympic Air, συμβάλλει στη βελτίωση της ψυχολογίας της αγοράς και αποτυπώνεται σε μηχανισμούς «προεξόφλησης», όπως το Χρηματιστήριο.
Αντίστοιχα, αποτυπώνεται στην ανακοπή του κύματος φυγής καταθέσεων από τα τραπεζικά γκισέ, αλλά και στη σταδιακή ανάκαμψη του ενδιαφέροντος για τοποθετήσεις στην ελληνική κτηματική αγορά, η οποία, δεδομένης της σφοδρής εσωτερικής υποτίμησης που διέρχεται ο τόπος, εμφανίζει πλέον αγοραστικές ευκαιρίες, όπως μετέδωσε χθες και το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.
Από την προεξόφληση, όμως, έως την υλοποίηση υπάρχει απόσταση, την οποία ουδείς μπορεί να καλύψει, πλην όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης σε αυτόν τον τόπο.
Κυρίως η κυβέρνηση, η οποία θα κληθεί να κάνει πράξη όσα δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να κάνουν οι κυβερνήσεις της τελευταίας διετίας, αλλά και όσοι στέκουν σήμερα «απέναντί» της προτείνοντας, μέχρι στιγμής, αδιέξοδες «εναλλακτικές» οδούς.
Η ώρα της πραγματικής δοκιμασίας προθέσεων, θέλησης αλλά και ικανοτήτων είναι τώρα.
Ν.Γ.Δρόσος