Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποιες εκπλήξεις θα βγουν από το σημερινό Eurogroup, ούτε από την ξαφνική επίσκεψη της Άγκελα Μέρκελ στην όμορφη χώρα μας.
Πιστεύω όμως ότι ασθενούσα η Ελλάδα κινδυνεύει να αφήσει σύντομα την τελευταία της πνοή στο… ασθενοφόρο!
Αιτία το συνεχές… μποτιλιάρισμα στον δρόμο προς την πολυπόθητη «λύση». Μποτιλιάρισμα που προξενείται από τα αντικρουόμενα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα μεταξύ του ΔΝΤ και της Ε.Ε., μεταξύ των... θεσμικών οργάνων της ίδιας της Ε.Ε., δηλαδή της Κομισιόν και της ΕΚΤ, αλλά και μεταξύ των χωρών μελών της, στο πλαίσιο του αυξανόμενου διχασμού Βορείων και Νοτίων.
Οι μέχρι τώρα πληροφορίες συγκλίνουν στα εξής: Η Γερμανία θέλει χρόνο προκειμένου να εξετάσει την περίπτωση της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας συνολικότερης «λύσης», που θα αφορά τον ευρωπαϊκό Νότο. Κι αυτό ακούγεται καλό.
Την ίδια ώρα, όμως, εκτροχιάζει τη «συνολική λύση» της… προηγούμενης Συνόδου Κορυφής, που αφορούσε την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, αλλά και τον τρόπο διάσωσης των ισπανικών τραπεζών. Κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό.
Όλα αυτά, δε, συμβαίνουν ενώ όχι μόνο το ΔΝΤ αλλά και σειρά διεθνών οίκων και οργανισμών εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος, ως έχει και υφίσταται, είναι «μη βιώσιμο», ή σε απλά ελληνικά ότι χωρίς νέα αναδιάρθρωση (που μπορεί να λάβει διάφορες μορφές) το πρόγραμμα της τρόικας «δε βγαίνει».
Πρόκειται για διαπίστωση που δημιουργεί ελπίδες ότι θα υπάρξει στο μέλλον μια νέα μείωση του ελληνικού χρέους. Προς το παρόν, όμως, σκοντάφτει σε μια σειρά γεγονότα.
Πρώτον, το ΔΝΤ μιλά εκ του ασφαλούς, διότι το ίδιο δεν «κουρεύει» ποτέ τα δάνειά του. Δεύτερον, η ΕΚΤ δεν προτίθεται να αποδεχτεί «κούρεμα» σε ομόλογα που κατέχει. Και τρίτον, οποιαδήποτε σκέψη ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αποδεχτούν αναδιάρθρωση των δικών τους δανείων, έως ότου γίνουν οι εκλογές τους, σήμερα φαίνεται να ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας!
Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσει με την τρόικα μια νέα σειρά ξεκάθαρα υφεσιακά μέτρα δικαιολογείται μόνον στο πλαίσιο της πολιτικής διελκυστίνδας που διεξάγεται. Η Ελλάδα γίνεται «καλό παιδί» μήπως και φάει το «γλυκό» της από τους «μεγάλους».
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, που αφορά τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της χώρας μας.
Οι συνεχείς καθυστερήσεις στον προσδιορισμό του σκληρού «πακέτου», που δημιουργούν ακατάπαυστη «μετρολογία», κι οι αλλαγές των (πιθανολογούμενων) ημερομηνιών ως προς την καταβολή της δόσης, πολύ δε περισσότερο οι πληροφορίες που πυκνώνουν ότι η δόση θα καθυστερήσει, ίσως και να περάσει τα όρια του έτους, επιδεινώνουν το ήδη χείριστο κλίμα στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.
Επιπρόσθετα, το ενδεχόμενο να επιβιώσει η τρέχουσα κυβέρνηση από την προσπάθεια ψήφισης αυτών των μέτρων, χωρίς κάποιου είδους αντιπαροχή, εκ μέρους των δανειστών μας, είναι αν μη τι άλλο συζητήσιμο.
Ακόμη όμως κι αν η κυβέρνηση περάσει με μικρές απώλειες τα νέα μέτρα, έγκυροι παράγοντες της αγοράς διατηρούν ζωηρές αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι δυνατή η εφαρμογή τους χωρίς πολιτική και κοινωνική έκρηξη, εάν δεν δοθεί χειροπιαστή ελπίδα για καλύτερες μέρες από το εξωτερικό.
Οι προβλέψεις για την ύφεση στην Ελλάδα το 2013 ξεκινούν από το μάλλον υπεραισιόδοξο 3,8% της κυβέρνησης, περνούν στο 5% της ίδιας της τρόικας - και φτάνουν στο… 10% του ΑΕΠ που προέβλεψε τελευταία η Citigroup.
Εάν θυμηθούμε ότι οι επίσημες προβλέψεις για το 2012 ήταν στην περιοχή του 3,5% και η πραγματική ύφεση οδεύει προς το… 7%, είναι ολοφάνερο ότι οι συνέπειες για την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση, που έχουν ήδη καταρρακωθεί τα προηγούμενα χρόνια, θα είναι ολέθριες.
Με τα πρώτα δείγματα να γίνονται απολύτως ορατά το αργότερο μέσα στους πρώτους μήνες του ερχόμενου έτους.
Κατά συνέπεια, άσχετα από τις επιθυμίες της Γερμανίας, ή όποιου άλλου, η ανάγκη μιας συνολικής «λύσης» για την Ελλάδα λαμβάνει μέρα με τη μέρα όλο και πιο επείγοντα χαρακτήρα, καθώς τα σημάδια ότι η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο γίνονται όλο και περισσότερο ξεκάθαρα σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Το ερώτημα είναι πόσος χρόνος απομένει.
Κατά την άποψή μου, όχι πολύς.
Γ.Παπανικολάου