"Η Ευρωζώνη εξακολουθεί να πελαγοδρομεί εμμένοντας στις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας, αλλά τουλάχιστον δείχνει να έχει αφήσει κατά μέρους τις τάσεις αυτοκαταστροφής..."
Αυτό δείχνει, σύμφωνα με τον Τομ Έλιοτ της JPMorgan Asset Management, η πρόσφατη επίσκεψη της Αγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, την οποία χαρακτήρισε ορόσημο τόσο για την... Ελλάδα όσο και για την ευρωπαϊκή κρίση χρέους γενικότερα. Για τον διαμορφωτή στρατηγικής σε επενδύσεις σταθερού εισοδήματος του αμερικανικού επενδυτικού κολοσσού η έλευση της Γερμανίδας καγκελαρίου την περασμένη εβδομάδα ήρθε να επιβεβαιώσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το Βερολίνο πλέον θέλει την Ελλάδα εντός ευρώ. «Η ρητορική της περασμένης Ανοιξης και του Καλοκαιριού ήταν γεμάτη πολύ πειστικές απειλές για πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα, κάτι που έκανε τις αγορές πολύ νευρικές», επισημαίνει ο κ. Έλιοτ.
Κάτι που, όπως επισημαίνει, δεν ισχύει πλέον. Τα διευθυντήρια της Ευρωζώνης απηχούν μάλλον φόβο στην προοπτική μιας ελληνικής εξόδου και οι απειλές έχουν δώσει τη θέση τους σε ευχές, δηλώσεις αναγνώρισης των προσπαθειών της Αθήνας και διαβεβαιώσεις ότι θα γίνει από πλευράς των Ευρωπαίων ό,τι είναι δυνατόν ώστε να διατηρηθεί η ενότητα του ευρώ.
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Έλιοτ, είναι μια αναμφισβήτητα θετική αλλαγή στα δεδομένα της ευρω-κρίσης, όμως, υπονομεύεται από την εμμονή στην ίδια αδιέξοδη συνταγή της αυστηρής κι αμετάκλητης λιτότητας που βυθίζει την Ελλάδα σε ολοένα και βαθύτερη ύφεση, επιτείνοντας το πρόβλημα του χρέους της.
Αν ψάχνει κανείς λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα, λέει, δεν έχει παρά να κοιτάξει τι γίνεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι εκεί υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τη διόγκωση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους, για το λεγόμενο δημοσιονομικό «γκρεμό» που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Ο ίδιος όμως και η JPMAM ανησυχούν πολύ λιγότερο, ανακουφισμένοι από την προσέγγιση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) στο πρόβλημα.
Την ώρα που η Ευρωζώνη υπό την πίεση της Γερμανίας επιλέγει να αποπληθωρίσει την οικονομία της, βυθίζοντας τις περισσότερες οικονομίες της στην ύφεση, στις ΗΠΑ η Fed εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια αγοράζει σταθερά κρατικά ομόλογα, με στόχο ρυθμό ανάπτυξης και πληθωρισμό τουλάχιστον 2%. Τι σημαίνει αυτό;
Όπως εξηγεί ο κ. Έλιοτ, αν καταφέρεις η οικονομία σου να αναπτύσσεται κατά 2% ετησίως με πληθωρισμό επίσης 2%, τότε επιτυγχάνεις ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ σου κατά 4% τον χρόνο.
Με αυτόν τον τρόπο σε μια δεκαετία επιτυγχάνεις να μειώσεις την πραγματική αξία του χρέους σου κατά 40%! Αυτός είναι πράγματι ένας αποτελεσματικός τρόπος να επιλύσεις ένα πρόβλημα χρέους, χωρίς να καταφύγεις σε ακραίες λύσεις τύπου PSI.
Βέβαια, για να το κάνεις αυτό, τονίζει ο κ. Έλιοτ, χρειάζεται να αδιαφορήσεις για το έλλειμμα, κάτι που ισχύει παραδοσιακά στις ΗΠΑ είτε είναι πρόεδρος ένας Ρεπουμπλικάνος, όπως ο Ρήγκαν, είτε ένας Δημοκρατικός, όπως σήμερα ο Ομπάμα.
Κι αυτή, λέει είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στην Ευρώπη, δίδεται αδικαιολόγητα μεγάλη έμφαση στο έλλειμμα. Ως αποτέλεσμα, εφαρμόστηκαν πολιτικές σκληρής λιτότητας που είχαν ως συνέπεια να συρρικνωθεί η καταναλωτική ζήτηση και να επιδεινωθεί η κρίση στις τράπεζες! Κι όλα αυτά, με δεδηλωμένο στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας!
Αυτή όμως δεν επιτυγχάνεται με καταστροφή της ζήτησης και ύφεση, τονίζει ο κ. Έλιοτ, αλλά μέσω της διάλυσης των μονοπωλίων. Η Ευρώπη, επισημαίνει, παραδοσιακά ευνοεί τα μονοπώλια, ενώ αντίθετα, στις ΗΠΑ είναι «κόκκινο πανί». Πάρτε για παράδειγμα, λέει, τη Microsoft. Όταν γιγαντώθηκε ως εταιρεία στη δεκαετία του '90 σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης θα αντιμετωπιζόταν ως εθνικός πρωταθλητής και θα έχαιρε κρατικής προστασίας. Στις ΗΠΑ, όμως, συστάθηκε ειδική επιτροπή για να σπάσει τα μονοπώλιά της και να περιορίσει τη δύναμή της. Αν δεν είχε γίνει αυτό, δεν θα είχαν προκύψει ποτέ εταιρείες όπως η Google και η Facebook.
Αυτή, λέει ο κ. Έλιοτ, είναι η πεμπτουσία της «δημιουργικής καταστροφής» που έχει τόσο ανάγκη η Ευρώπη. Η τελευταία, όμως, μέχρι στιγμής δείχνει να καταστρέφει δίχως να δημιουργεί...
Μακριά από ομόλογα αναπτυγμένων χωρών
Όποιος επιλέξει τη σιγουριά τίτλων, όπως τα ομόλογα ΗΠΑ, Γερμανίας, Βρετανίας κ.λπ. το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βγει χαμένος, επισημαίνει ο Τομ Έλιοτ και εξηγεί: «Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει παγκοσμίως είναι ένας είδους χρηματοοικονομικής... καταπίεσης. Αυτός είναι ένας εντυπωσιακός όρος για κάτι πολύ απλό: οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη έχουν μειώσει τα επιτόκιά τους στο μηδέν ή κοντά σε αυτό, επομένως κάτω από τον πληθωρισμό, διασφαλίζοντας έτσι ότι όποιος κατέχει χαμηλού ρίσκου ομόλογα καταλήγει να χάνει χρήματα σε πραγματικούς όρους».
Κι αυτό, τονίζει, θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό, όπως άλλωστε και τα τρία μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια οικονομία: η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας -η οποία μοιάζει ολοένα και περισσότερο δομική παρά κυκλική- και η δημοσιονομική πρόκληση των ΗΠΑ - για την οποία ο ίδιος και η JPMAM δηλώνουν ότι δεν ανησυχούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ίδιος διαβλέπει μεγάλες επενδυτικές προοπτικές σε ομόλογα αναπτυσσόμενων χωρών, οι τίτλοι των οποίων αποπνέουν επί της ουσίας ασφάλεια παραπλήσια με εκείνους των αναπτυσσόμενων και πολύ πιο υψηλές αποδόσεις.
*Αν καταφέρεις η οικονομία σου να αναπτύσσεται κατά 2% ετησίως με πληθωρισμό επίσης 2%, τότε επιτυγχάνεις ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ σου κατά 4% τον χρόνο.
Με αυτόν τον τρόπο, σε μια δεκαετία επιτυγχάνεις να μειώσεις την πραγματική αξία του χρέους σου κατά 40%!
πηγή Ημερησία