Αν για την Ελλάδα οι εξαγωγές αρχίζουν πλέον να κερδίζουν τον τίτλο της νέας βαριάς βιομηχανίας, τότε το ελληνικό ελαιόλαδο αναμφίβολα εξελίσσεται σε μεγάλο πρωταγωνιστή που «σαρώνει» τις ξένες αγορές, την ίδια ώρα μάλιστα που οι τιμές του «πράσινου χρυσού» σκαρφαλώνουν στα εντυπωσιακά επίπεδα των 3 ευρώ..
Από την Κίνα μέχρι τη Βραζιλία και από το Βέλγιο και τη Γερμανία μέχρι τη Ρωσία, το ελαιόλαδο κερδίζει... οπαδούς και αυξάνει την αξία των εξαγωγών της χώρας, κατακτώντας επάξια τον τίτλο της «ναυαρχίδας» της εξωστρέφειας. Το ελαιόλαδο καταγράφοντας το 2012 εντυπωσιακή αύξηση στις ξένες αγορές κατά 58,5% σε σχέση με το 2011, αν μη τι άλλο συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση κατά 2 δισ. ευρώ της αξίας των εξαγωγών.
Το πλέον όμως χαρακτηριστικό στοιχείο που καταδεικνύει τη δυναμική του ελληνικού ελαιολάδου εκτός συνόρων, είναι η αύξηση της ζήτησης από αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα. Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Πρεσβείας Ελλάδος στο Πεκίνο, η ανοδική τάση των εξαγωγών ελαιόλαδου συνεχίστηκε και το 2012.
Οπως δείχνει η έκθεση, η αγορά της Κίνας είναι προς το παρόν περιορισμένη και εντοπίζεται στις μεγάλες πόλεις, ενώ η τιμή του κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα. Εκτιμάται όμως ότι η αγορά θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται, χάρη σε μια αναδυόμενη καταναλωτική ομάδα με υψηλό εισόδημα που στρέφεται προς την υιοθέτηση μιας πιο υγιεινής διατροφής.
Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις, οι αναδυόμενες χώρες της ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) θα μπορούσαν μελλοντικά να απορροφήσουν σημαντικές ποσότητες ελαιόλαδου από τους Ελληνες ελαιοπαραγωγούς.
Μεγάλα πάντως περιθώρια ανάπτυξης εμφανίζουν ακόμη και ώριμες αγορές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο Καναδάς, όπου η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών είναι υψηλή, αλλά η κατά κεφαλήν κατανάλωση παραμένει χαμηλή. Ενδεικτικό των δυνατοτήτων ανάπτυξης είναι ότι ο μέσος Αμερικανός καταναλώνει λιγότερο από ένα λίτρο ετησίως, όταν στην Ελλάδα η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ξεπερνά τα 20 λίτρα.
Πέραν όμως των τρίτων χωρών, το ελληνικό ελαιόλαδο εκτιμάται ότι έχει αυξημένα περιθώρια να κερδίσει και αγορές ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, όπου οι καταναλωτές σήμερα δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση σε άλλα μαγειρικά λίπη (π.χ. βούτυρο).
Τουλάχιστον εντυπωσιακή κρίνεται τα τελευταία χρόνια η πορεία των εξαγωγών στη Γερμανία. Συνολικά στην πενταετία 2007/2011, οι εξαγωγές παρθένου ελαιόλαδου έφθασαν από τα 6 εκατ. ευρώ στα 16,8 εκατ. ευρώ (παρουσιάζοντας στην περίοδο αυτή αύξηση 182%), ενώ η ποσότητα των εξαγωγών διπλασιάστηκε από τους 2,2 στους 4,4 χιλιάδες τόνους. Ευφορία βέβαια προκαλεί το ανοδικό σερί στις τιμές ελαιόλαδου που οφείλεται στη μειωμένη προσφορά ελαιόλαδου στη διεθνή αγορά εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής της Ισπανίας.
Οι τιμές πλέον έχουν ξεπεράσει τα 2,70 ευρώ το κιλό, ενώ η πρόσφατη άνοδος του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου της Ισπανίας στα επίπεδα των 2,93 ευρώ ο τόνος, φέρνει πιο κοντά τον στόχο των 3 ευρώ.
Το 2011 οι διεθνείς αγορές είχαν πλημμυρίσει από τα 3 εκατ. τόνους της παγκόσμιας παραγωγής και οι τιμές του έξτρα παρθένου ήταν στα χαμηλά της τελευταίας δεκαετίας. Ωστόσο, η υποχώρηση της ισπανικής παραγωγής κατά τουλάχιστον 40% από τα επίπεδα ρεκόρ των 1,6 εκατ. τόνων της προηγούμενης χρονιάς, οδήγησε τις τιμές σε υψηλά επίπεδα..
Από την Κίνα μέχρι τη Βραζιλία και από το Βέλγιο και τη Γερμανία μέχρι τη Ρωσία, το ελαιόλαδο κερδίζει... οπαδούς και αυξάνει την αξία των εξαγωγών της χώρας, κατακτώντας επάξια τον τίτλο της «ναυαρχίδας» της εξωστρέφειας. Το ελαιόλαδο καταγράφοντας το 2012 εντυπωσιακή αύξηση στις ξένες αγορές κατά 58,5% σε σχέση με το 2011, αν μη τι άλλο συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση κατά 2 δισ. ευρώ της αξίας των εξαγωγών.
Το πλέον όμως χαρακτηριστικό στοιχείο που καταδεικνύει τη δυναμική του ελληνικού ελαιολάδου εκτός συνόρων, είναι η αύξηση της ζήτησης από αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα. Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Πρεσβείας Ελλάδος στο Πεκίνο, η ανοδική τάση των εξαγωγών ελαιόλαδου συνεχίστηκε και το 2012.
Οπως δείχνει η έκθεση, η αγορά της Κίνας είναι προς το παρόν περιορισμένη και εντοπίζεται στις μεγάλες πόλεις, ενώ η τιμή του κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα. Εκτιμάται όμως ότι η αγορά θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται, χάρη σε μια αναδυόμενη καταναλωτική ομάδα με υψηλό εισόδημα που στρέφεται προς την υιοθέτηση μιας πιο υγιεινής διατροφής.
Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις, οι αναδυόμενες χώρες της ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) θα μπορούσαν μελλοντικά να απορροφήσουν σημαντικές ποσότητες ελαιόλαδου από τους Ελληνες ελαιοπαραγωγούς.
Μεγάλα πάντως περιθώρια ανάπτυξης εμφανίζουν ακόμη και ώριμες αγορές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο Καναδάς, όπου η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών είναι υψηλή, αλλά η κατά κεφαλήν κατανάλωση παραμένει χαμηλή. Ενδεικτικό των δυνατοτήτων ανάπτυξης είναι ότι ο μέσος Αμερικανός καταναλώνει λιγότερο από ένα λίτρο ετησίως, όταν στην Ελλάδα η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ξεπερνά τα 20 λίτρα.
Πέραν όμως των τρίτων χωρών, το ελληνικό ελαιόλαδο εκτιμάται ότι έχει αυξημένα περιθώρια να κερδίσει και αγορές ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, όπου οι καταναλωτές σήμερα δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση σε άλλα μαγειρικά λίπη (π.χ. βούτυρο).
Τουλάχιστον εντυπωσιακή κρίνεται τα τελευταία χρόνια η πορεία των εξαγωγών στη Γερμανία. Συνολικά στην πενταετία 2007/2011, οι εξαγωγές παρθένου ελαιόλαδου έφθασαν από τα 6 εκατ. ευρώ στα 16,8 εκατ. ευρώ (παρουσιάζοντας στην περίοδο αυτή αύξηση 182%), ενώ η ποσότητα των εξαγωγών διπλασιάστηκε από τους 2,2 στους 4,4 χιλιάδες τόνους. Ευφορία βέβαια προκαλεί το ανοδικό σερί στις τιμές ελαιόλαδου που οφείλεται στη μειωμένη προσφορά ελαιόλαδου στη διεθνή αγορά εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής της Ισπανίας.
Οι τιμές πλέον έχουν ξεπεράσει τα 2,70 ευρώ το κιλό, ενώ η πρόσφατη άνοδος του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου της Ισπανίας στα επίπεδα των 2,93 ευρώ ο τόνος, φέρνει πιο κοντά τον στόχο των 3 ευρώ.
Το 2011 οι διεθνείς αγορές είχαν πλημμυρίσει από τα 3 εκατ. τόνους της παγκόσμιας παραγωγής και οι τιμές του έξτρα παρθένου ήταν στα χαμηλά της τελευταίας δεκαετίας. Ωστόσο, η υποχώρηση της ισπανικής παραγωγής κατά τουλάχιστον 40% από τα επίπεδα ρεκόρ των 1,6 εκατ. τόνων της προηγούμενης χρονιάς, οδήγησε τις τιμές σε υψηλά επίπεδα..