Σε αρκετούς «απολογισμούς» του 2012 που δημοσιεύτηκαν στον τύπο τις προηγούμενες εβδομάδες, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο για τις προοπτικές της χώρας, εντοπίζει κανείς συχνά τρεις – κατά τη γνώμη μου σημαντικές – παρανοήσεις.
Η πρώτη παρανόηση διατυπώνεται ως εξής..
: «μετά από δύο χρόνια θυσιών, η Ελλάδα είναι σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη που ήταν το 2010.
Άρα το Πρόγραμμα Προσαρμογής απέτυχε».
Ηθελημένα ή μη, το επιχείρημα αυτό βασίζεται σε ένα λογικό σφάλμα, το οποίο με την πρώτη ανάγνωση περνάει ίσως απαρατήρητο: παρουσιάζει ως καλύτερη από τη σημερινή μία πραγματικότητα που ούτως ή άλλως θα κατέρρεε, τον Μάιο 2010, όταν η Ελλάδα όφειλε να αναχρηματοδοτήσει λήξεις ομολόγων, ενώ είχε ήδη αποκλειστεί από τις αγορές.
Όποιο δρόμο και να διάλεγε επομένως η χώρα εκείνες τις δραματικές εβδομάδες, η σημερινή πραγματικότητα θα ήταν χειρότερη από το 2010. Εξ όσων γνωρίζω, κανείς από τους σημαντικούς οικονομολόγους που πρότειναν τότε (και προτείνουν ακόμη και σήμερα) να «βαρέσουμε κανόνι», δεν υποσχέθηκε ότι τα πρώτα χρόνια μετά την άτακτη χρεοκοπία θα ήταν εύκολα.
Αν τα κανόνια ήταν τόσο ανώδυνα, τότε όποιο κράτος ζοριζόταν κάπως, θα φέσωνε τους πιστωτές του.
Η μόνη σύγκριση που μπορεί επομένως να γίνει δεν είναι μεταξύ 2012 και 2010, αφού το προ-μνημονίου μοντέλο θα διαλυόταν ούτως ή άλλως εκείνο το καλοκαίρι, αλλά μεταξύ του σημερινού 2012 και ενός άλλου υποθετικού 2012, στο οποίο η Ελλάδα θα είχε επιλέξει τη στάση πληρωμών, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, τη ρευστότητα στην οικονομία ελλείψει πρόσβασης στις αγορές και τη διπλωματική της θέση.
Εν πάση περιπτώσει όμως, η Ελλάδα διάλεξε το δρόμο της Τρόικας.
Για ποιο λόγο;
Η απάντηση που διαβάζουμε συχνά είναι «για να μείνει στο ευρώ».
Και εδώ - κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντοτε - βρίσκεται η δεύτερη παρανόηση:
Η διατήρηση ενός νομίσματος, ή το τύπωμα ενός άλλου, δεν είναι αυτοσκοπός στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Εκτός από ορισμένους γραφικούς, ελάχιστοι είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι χρεοκοπήσαμε επειδή για δέκα χρόνια είχαμε σκληρό νόμισμα. Ομοίως, το γεγονός ότι η επιστροφή στη δραχμή θα δημιουργούσε συνθήκες ολικής αποσταθεροποίησης της χώρας, δεν σημαίνει την ίδια στιγμή ότι το ευρώ από μόνο του είναι ικανός παράγοντας για να εξασφαλίσει τη σταθεροποίηση της. Ούτε μπορούν οι κυβερνήσεις να παρουσιάζουν ως όραμα για το μέλλον την παραμονή σε μία νομισματική ζώνη!
Ένας σπουδαστής της φιλοσοφίας θα το έθετε ίσως αλλιώς: η πρόταση «είναι βέβαιο ότι το κάπνισμα προκαλεί προβλήματα υγείας στους ανθρώπους» είναι διαφορετική από την πρόταση «είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι που έχουν προβλήματα υγείας καπνίζουν». Νομίζω ότι οι πολίτες έχουν αντιληφθεί πλέον αυτό το λογικό σφάλμα στον πολιτικό λόγο των κυβερνήσεων και το επιχείρημα «ευρώ ή χάος» έχει χάσει την πειστικότητά του, αφού καταλαβαίνουν πως είναι πιθανό να έχουμε «και ευρώ και χάος».
Το νόμισμα επομένως είναι απλώς ένα από τα μέσα που έχει στη διάθεσή του το δημοκρατικό κράτος για να επιτύχει τον πραγματικό στόχο της άσκησης οικονομικής πολιτικής, που είναι η ευημερία των πολιτών και της κοινότητας.
Η άποψη που επικράτησε στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου είναι ότι η ευημερία αυτή θα διασφαλιστεί με τον «εξευρωπαϊσμό» της χώρας.
Και ο όρος αυτός όμως έχει παρεξηγηθεί και εδώ εντοπίζεται η τρίτη παρανόηση:
Για ορισμένους πολιτικάντηδες σημαίνει να συμπιέζουμε όσο μπορούμε «τα συνήθη υποζύγια» για να πετύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους που θέτουν οι Ευρωπαίοι, ενώ συνεχίζουμε να προστατεύουμε «τα δικά μας παιδιά». Για άλλους, πρόκειται για τον δούρειο ίππο που χρησιμοποιούν ορισμένοι ιδεολογικοί μεταπράττες, ώστε να αλλοιώσουν την «εθνική μας ιδιοπροσωπεία», λες και η Τρόικα μας ζήτησε αντί για Σαββόπουλο (ή Ρέμο τελοσπάντων), να ακούμε Βάγκνερ.
Αντί για τέτοιες γελοίες παρανοήσεις, ο πραγματικός στόχος του εξευρωπαϊσμού θα έπρεπε να είναι η δημιουργία ενός κράτους λιγότερο σπάταλου, πιο αποτελεσματικού, πιο δίκαιου. Ενός κράτους που υπηρετεί τους πολίτες του και διασφαλίζει ισότητα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και ευκαιριών.
Τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο.
Στο πρώιμο έργο του, ο Αυστριακός φιλόσοφος Λούντβιχ Βίντγκενστάιν, υποστήριξε ότι όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας πηγάζουν από παρανοήσεις στη σύνταξη των προτάσεων, από λάθη που κάνουμε στη χρήση της γλώσσας.
Δεν είμαι σίγουρος για τη φιλοσοφία, αλλά είναι βέβαιο ότι τέτοιες παρανοήσεις στο δημόσιο διάλογο ευθύνονται για την αδυναμία μας να αντιληφθούμε τον κόσμο που μας περιβάλλει...
N.Mαλεβίτης