Εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, τέτοια περίοδο, οι αγρότες κλείνουν, ή έστω απειλούν να κλείσουν, τους δρόμους.
Πρόκειται δηλαδή για μια υπόθεση που ξεκίνησε πολύ πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Τα αιτήματα λίγο-πολύ είναι παρόμοια από χρόνο σε χρόνο: πιο πολλές επιδοτήσεις, πιο πολλές αποζημιώσεις, πιο χαμηλό κόστος πετρελαίου (αφορολόγητο πετρέλαιο, όπως στους εφοπλιστές).
Ειδικά για την τελευταία τριετία, μέγα ζήτημα είναι και η... ευχερής χρηματοδότηση του κλάδου από τις τράπεζες.
Κατ’ αρχάς, κανείς δεν είναι αντίθετος στην ύπαρξη ενός πακέτου μέτρων που θα έδινε μεγαλύτερη ρευστότητα και θα μείωνε το λειτουργικό κόστος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Πρώτα απ’ όλα γιατί ο αγροτικός τομέας αποτελεί τον βασικότερο ίσως πυλώνα δραστηριοποίησης αν θέλουμε να ξεφύγουμε κάποτε από την κρίση.
Και δεύτερον, γιατί μέσω της μείωσης του κόστους θα οδηγηθούμε σε αυξημένες εξαγωγές, σε υποκατάσταση εισαγωγών, σε τόνωση της περιφέρειας και σε άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Από εδώ και πέρα, όμως, ξεκινούν τα «αλλά». Πρώτα απ’ όλα, διότι στην παρούσα συγκυρία, τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχουν επαρκείς κρατικοί πόροι προκειμένου να διατεθούν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Και δεύτερον -και κυριότερο- γιατί οι αγρότες θα έπρεπε να είχαν προχωρήσει από μόνοι τους εδώ και δεκαετίες σε κινήσεις που θα μπορούσαν να έχουν μειώσει πολύ περισσότερο το κόστος παραγωγής από αυτό που ζητάνε σήμερα να γίνει μέσα από την «κρατική χορηγία».
Η πικρή αλήθεια είναι πως ενώ είκοσι χρόνια οι αγρότες βγαίνουν στους δρόμους:
• Η μέση καλλιεργούμενη έκταση γης είναι πολύ μικρή και διάσπαρτη, με αποτέλεσμα το κόστος να διογκώνεται και η παραγωγικότητα να διατηρείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
• Οι τιμές των λιπασμάτων και των φαρμάκων είναι πολύ πιο φτηνές στο εξωτερικό, λόγω της ανυπαρξίας οικονομιών κλίμακας στην Ελλάδα.
• Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί -παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις και τις όποιες κινήσεις γίνονται το τελευταίο διάστημα- δείχνουν ανίκανοι να προμηθεύουν μόνοι τους τουλάχιστον τους μεγάλους εγχώριους οργανισμούς (νοσοκομεία, γηροκομεία, μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα), πόσο μάλλον ξένους πελάτες.
Όσο για την πλειονότητα των αγροτών, πουλάει την παραγωγή της σε τιμή απείρως χαμηλότερη από τις τιμές του ραφιού σε εμπόρους, έναντι πολύμηνων και αμφιβόλου εισπραξιμότητας επιταγών…
Πικρή αλήθεια επίσης είναι πως λίγα πράγματα έχουν γίνει στο κομμάτι των «νέων καλλιεργειών», όπως επίσης πολύ πίσω εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ζητήματα τυποποίησης, συσκευασίας, branding και δικτύων διανομής.
Καλό λοιπόν θα ήταν η κυβέρνηση να μπορούσε να ικανοποιήσει όσα από τα αιτήματα των αγροτών μπορεί. Ακόμη καλύτερο, ωστόσο, είναι και οι αγρότες να προχωρήσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα όλα τα προηγούμενα…
του Στέφανου Κοτζαμάνη