Πώς μέσα από μια σειρά λαθών και παραλείψεων,
ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος για την ελληνική οικονομία κινδυνεύει να πέσει (και αυτός..) στα χέρια τουρκικών επιχειρήσεων.
Οι αγρότες που βρίσκονται στα μπλόκα των κεντρικών οδικών αρτηριών της χώρας ζητούν παρέμβαση του κράτους προκειμένου να μειωθεί το κόστος του ρεύματος και της ενέργειας που αντιμετωπίζουν.
Όσο και αν οι... αγρότες θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να δουν περισσότερο προσεκτικά το ζήτημα της παραγωγικότητάς τους και να πάρουν ριζικές αποφάσεις, κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει παράλογο -την ώρα μάλιστα που η ελληνική οικονομία καίγεται για εξαγωγές- το αίτημα ενός εξαγωγικού κλάδου να έχει μειωμένο κόστος παραγωγής.
Ιδίως όταν το ίδιο το κράτος με τις παρεμβάσεις του έχει εκτινάξει στα ύψη το συγκεκριμένο κόστος την τελευταία τετραετία!
Έτσι, παρατηρείται το εξής οξύμωρο: την ώρα που η αγροτική παραγωγή θεωρείται από όλους βασικός πυλώνας για την ανάπτυξη της οικονομίας μας, το ΑΕΠ του κλάδου μειώνεται από χρόνο σε χρόνο λόγω αυξημένου κόστους και ελλιπούς τραπεζικής χρηματοδότησης…
Το ζήτημα ωστόσο του κόστους είναι ακόμη πιο σοβαρό για την ελληνική οικονομία. Σήμερα, μόνο στο βαμβάκι, παράγουμε γύρω στους 250.000 τόνους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξάγεται και επανεισάγεται σε πολύ πιο ανεβασμένες τιμές από το εξωτερικό με τη μορφή τελικού προϊόντος (ρούχα).
Με απλούς υπολογισμούς και με μετριοπαθείς παραδοχές, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί πως αν η Ελλάδα μεταποιούσε η ίδια το σύνολο του βάμβακος που παράγει τότε θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρόσθετο ΑΕΠ γύρω στα 5 δισ. ευρώ ετησίως, το οποίο -λόγω του γνωστού πολλαπλασιαστή- θα ωφελούσε κατά πολύ περισσότερο την ελληνική οικονομία.
Μια καλύτερη δηλαδή διαχείριση της παραγωγής από το χωράφι του βαμβακιού έως το εργοστάσιο θα μπορούσε να ανεβάσει το ΑΕΠ της χώρας συντηρητικά κατά 10%, μειώνοντας 40% τις συνολικές επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων! (Θυμίζουμε πως μιλάμε μόνο για την περίπτωση του βαμβακιού, αφήνοντας έξω όλα τα υπόλοιπα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα…)
Και όλα αυτά χωρίς ουσιαστικές επενδύσεις, καθώς η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας δουλεύει με παραγωγική δυναμικότητα στο 50%, ενώ πολλές σύγχρονες μονάδες (π.χ. τα εργοστάσια της πρώην Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας) βρίσκονται εδώ και χρόνια εκτός λειτουργίας!
Οι παράγοντες του κλωστοϋφαντουργικού κλάδου υποστηρίζουν πως με τις μειώσεις που έχουν επέλθει στο μισθολογικό κόστος ο κλάδος θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ανταγωνιστικός, αν οι εργοδοτικές εισφορές πήγαιναν στα μέσα επίπεδα των χωρών του ΟΟΣΑ (28% από 52% που είναι σήμερα) και αν η επιβάρυνση του κόστους της ενέργειας επέστρεφε στα επίπεδα του 2008.
Αντίθετα, αν η κυβέρνηση επιμείνει στην υπερβολική κοστολογική επιβάρυνση της αγροτικής και της μεταποιητικής παραγωγής, η όποια ελληνική κλωστοϋφαντουργία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα θα διακόψει τη λειτουργία της και οι τράπεζες θα μείνουν με τα περισσότερα εργοστάσια στο χέρι…
Η συνέχεια είναι εύκολα προβλέψιμη: Σε ένα έως τρία χρόνια, η κυβέρνηση θα έχει αναγκαστεί να υλοποιήσει αυτά που σήμερα ζητούν οι αγρότες και οι κλωστοϋφαντουργοί, αλλά τότε ελληνική κλωστοϋφαντουργία δεν θα υπάρχει.
Οι ιδιοκτήτες των κλωστηρίων και οι τράπεζες θα επιδιώξουν να πουλήσουν τις παραγωγικές μονάδες και οι υποψήφιοι αγοραστές θα είναι κυρίως τουρκικές επιχειρήσεις, καθώς στη γείτονα χώρα ο κλάδος γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη, έχοντας φυσικά και την απαιτούμενη κρατική στήριξη.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε πως μόλις ξεκίνησαν οι πολιτικές αναταραχές στις χώρες της Βορείου Αφρικής η τουρκική ηγεσία έσπευσε να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία και να προσελκύσει τοπικές επενδύσεις του κλάδου.
Οι Τούρκοι δηλαδή, εκτός από τραπεζικό ρόλο στη Θράκη που έχουν αποκτήσει, εκτός από έλεγχο τουλάχιστον τεσσάρων ελληνικών μαρινών που επίσης έχουν ήδη αποκτήσει, θα βρεθούν να είναι οι βασικοί αγοραστές ενός μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και φυσικά στη Θράκη…
του Στέφανου Κοτζαμάνη