Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα.

 



Τα παρακάτω αποσπάσματα που θα διαβάσετε, προέρχονται από λόγο του Κολοκοτρώνη. Εκφωνήθηκε στην Αθήνα, στα βράχια της Πνύκας, το 1838, στο ίδιο σημείο όπου οι αρχαίοι ρήτορες έβγαζαν τους δικούς τους λόγους.
Το κείμενο έχει γραφτεί σε παλαιότερη εποχή, όταν η μορφή της ελληνικής γλώσσας ήταν διαφορετική. 
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αιών":



 «Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον τον οποίον κατοικούμε εκατοικούσαν οι παλαιοί Ελληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο.

Οι παλαιοί Ελληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Υστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι. Οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποιαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Οθεν μας ήλθεν εις τον νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε σε σιταροκάραβα βατσέλα;", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και, εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.

Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Ελληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Ελληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν αρμάδα».


Δημήτριος Φωτιάδης, Κολοκοτρώνης,

εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1987

(διασκευή)
Bookmark and Share