Με μια απόφαση «βόμβα» όπως χαρακτηρίστηκε από νομικούς και τραπεζοοικονομικούς κύκλους, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τη νομοθετική εκείνη ρύθμιση που παρέχει τη δυνατότητα στο ΣΔΟΕ να προβαίνει σε δέσμευση πάσης φύσεως τραπεζικών λογαριασμών, τραπεζικών θυρίδων κ.λπ.
Ειδικότερα, το.. Δ' Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Σωτ. Ρίζος και εισηγητής η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου) με την υπ' αριθμ. 1032/2013 απόφασή του έκρινε αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου), καθώς επίσης έκρινε αντίθετη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε') του Ν. 3296/2004 που προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.
Πάντως, λόγω της αντισυνταγματικότητας το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι η επίμαχη διάταξη του Ν. 3296/2004, που προβλέπει τις δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακά στοιχεία, συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά – δεδομένου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, ότι όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα.
Το μέτρο αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Δηλαδή, της προστασίας αγαθών τα οποία κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 5 του Συντάγματος.
Μπορεί μεν, τονίζεται στη δικαστική απόφαση, το μέτρο αυτό να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση της διατήρησης στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά τη διερεύνηση της πιθανής τέλεσης της παράβασης. Όμως, ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής άποψης την επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004, καθώς μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδίκευσης με το Π.Δ. 85/2005 που ακολούθησε.
Από τις συνταγματικές επιταγές, επισημαίνουν οι δικαστές, απαιτείται οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κράτους δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση του Ν. 3296/2004 τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Όμως, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, με τη χρήση αορίστων εννοιών (που γίνεται στο Ν. 3296/2004) «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».
Εξάλλου, στον επίμαχο νόμο δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Επίσης, στο νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς τη σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου.
Κατόπιν αυτών, οι δικαστές έκριναν αντισυνταγματικό και αντίθετο στην ΕΣΔΑ το άρθρο 30 (παράγραφος 5 περίπτωση Ε) του Ν. 3296/2004.
Στην προκειμένη περίπτωση είχε υποβληθεί καταγγελία στην περιφερειακή διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ. Η καταγγελία αφορούσε επιχειρηματία που διατηρεί ατομική επιχείρηση εισαγωγής αγροτικών μηχανημάτων. Από τον έλεγχο των οργάνων του ΣΔΟΕ προέκυψαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία μεγάλης έκτασης, με χρήση τεχνασμάτων, όπως είναι οι υποτιμολογήσεις. Έτσι αποφασίστηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, κ.λπ. και η απόφαση της δέσμευσης κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.
Ειδικότερα, το.. Δ' Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Σωτ. Ρίζος και εισηγητής η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου) με την υπ' αριθμ. 1032/2013 απόφασή του έκρινε αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου), καθώς επίσης έκρινε αντίθετη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε') του Ν. 3296/2004 που προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.
Πάντως, λόγω της αντισυνταγματικότητας το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι η επίμαχη διάταξη του Ν. 3296/2004, που προβλέπει τις δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακά στοιχεία, συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά – δεδομένου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, ότι όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα.
Το μέτρο αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Δηλαδή, της προστασίας αγαθών τα οποία κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 5 του Συντάγματος.
Μπορεί μεν, τονίζεται στη δικαστική απόφαση, το μέτρο αυτό να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση της διατήρησης στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά τη διερεύνηση της πιθανής τέλεσης της παράβασης. Όμως, ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής άποψης την επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004, καθώς μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδίκευσης με το Π.Δ. 85/2005 που ακολούθησε.
Από τις συνταγματικές επιταγές, επισημαίνουν οι δικαστές, απαιτείται οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κράτους δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση του Ν. 3296/2004 τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Όμως, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, με τη χρήση αορίστων εννοιών (που γίνεται στο Ν. 3296/2004) «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».
Εξάλλου, στον επίμαχο νόμο δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Επίσης, στο νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς τη σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου.
Κατόπιν αυτών, οι δικαστές έκριναν αντισυνταγματικό και αντίθετο στην ΕΣΔΑ το άρθρο 30 (παράγραφος 5 περίπτωση Ε) του Ν. 3296/2004.
Στην προκειμένη περίπτωση είχε υποβληθεί καταγγελία στην περιφερειακή διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ. Η καταγγελία αφορούσε επιχειρηματία που διατηρεί ατομική επιχείρηση εισαγωγής αγροτικών μηχανημάτων. Από τον έλεγχο των οργάνων του ΣΔΟΕ προέκυψαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία μεγάλης έκτασης, με χρήση τεχνασμάτων, όπως είναι οι υποτιμολογήσεις. Έτσι αποφασίστηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, κ.λπ. και η απόφαση της δέσμευσης κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.