Ιστορικό στιγμιότυπο... |
Μια θεαματική αλλαγή, που σχετίζεται με την ανατροπή στο τραπεζικό σκηνικό, είναι η κατάρριψη μιας... μακρόχρονης επενδυτικής δοξασίας, που ήθελε την τοποθέτηση στις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας ως διαχρονικά ασφαλή επένδυση. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί μέτοχοι της τράπεζας ήταν τα περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία και η πλήρης απαξίωση των τοποθετήσεών τους έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη χτύπημα στα χαρτοφυλάκιά τους -μετά το κούρεμα των ομολόγων-, στερώντας τους οριστικά και την προοπτική της ανάκαμψης των επενδύσεών τους, μετά την επιστροφή του τραπεζικού συστήματος στην ομαλότητα.
Η σημαντικότερη, όμως, από τις μεταβολές είναι ότι για πρώτη φορά χάνεται πλήρως ο δημόσιος έλεγχος της τράπεζας που είχε καταφέρει -αν και η διοίκησή της αποτελούσε επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης- να λειτουργεί με υψηλό βαθμό ελευθερίας στη λήψη των αποφάσεων και αντιμετωπίζοντας την αγορά με έντονα ανταγωνιστικά κριτήρια.
Πολλά χρόνια τώρα, η Εθνική Τράπεζα είχε -στις πλείστες των περιπτώσεων- ικανό μάνατζμεντ, που με τις επιλογές του υπερέβαινε τα καθήκοντα της διοίκησης μιας πολύ μεγάλης τράπεζας και αναλάμβανε να αποδώσει στο μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα της χώρας το σταθεροποιητικό, αναπτυξιακό ρόλο που όφειλε να έχει αυτό στην ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, είχε καταφέρει να θέσει την τράπεζα επικεφαλής της προσπάθειας ισχυροποίησης της ελληνικής επιχειρηματικής διπλωματίας στο εξωτερικό.
Προφανώς, ο ρόλος αυτός τελειώνει κάπου εδώ. Το Δημόσιο, με την κακοδιαχείριση του ίδιου του οίκου του και τις επιλογές του στον άκρατο δανεισμό -αναγκαστικό για τις τράπεζες-, είναι εκείνο που οδήγησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη σημερινή του εικόνα, άρα δικαίως χάνει το λόγο που είχε στην τραπεζική λειτουργία. Ωστόσο, η εικόνα που διαμορφώνεται, δεν προδιαθέτει για το καλύτερο.
Δεν είναι ο «αφελληνισμός» του τραπεζικού συστήματος, που επικαλούνται οι συνδικαλιστές του χώρου, αυτός ο οποίος φοβίζει. Είναι ότι η λογική που διέπει την ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος από την τρόικα αποσκοπεί στην αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους από τους χειρισμούς που θα γίνουν, όταν, εντός της πενταετίας, οι τράπεζες που ελέγχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διατεθούν ολόκληρες ή σπασμένες σε διάφορα κομμάτια.
Η προσέγγιση αυτή δεν επιβεβαιώνει τη διαχρονική σταθερότητα του συστήματος, καθώς αφορά όχι μόνο τις άμεσα εμπλεκόμενες τράπεζες, αλλά επηρεάζει και εκείνες που παραμένουν σήμερα υπό ιδιωτικό έλεγχο.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ