Με τη συμπλήρωση τριών χρόνων σήμερα από την ημέρα που η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που ζήτησε έκτακτη δανειοδότηση από τους εταίρους της, μπορούμε να εξαγάγουμε ορισμένα σχετικώς ασφαλή συμπεράσματα για τη διαχείριση της κρίσης χρέους.
Το πρώτο συμπέρασμα, στο οποίο νομίζω ελάχιστοι μπορούν να διαφωνήσουν, είναι ότι το.. κοινό νόμισμα συνεχίζει να υφίσταται σήμερα κυρίως χάρη στον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι και το διοικητικό του συμβούλιο. Μπορεί λοιπόν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες να αλληλοσυγχαίρονται για τις «γενναίες αποφάσεις» και τα «πρωτόγνωρα μέτρα» που έλαβαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση, αλλά αν ο κ. Ντράγκι δεν είχε αποτρέψει τη χρηματοπιστωτική ασφυξία στην Ευρωζώνη με το πρόγραμμα «LTRO» τον Δεκέμβριο του 2011 και δεν είχε εγγυηθεί ότι θα αγοράσει απεριόριστο αριθμό ιταλικών και ισπανικών ομολόγων τον Σεπτέμβριο του 2012, παρά τις τότε υστερικές διαμαρτυρίες του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Γενς Βάιντμαν, σήμερα θα μαζεύαμε τα συντρίμμια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν μια ελπίδα τώρα να βγουν σύντομα από το μνημόνιό τους, στην υπόσχεση του κ. Ντράγκι ότι θα «βάλει πλάτη» για να επιστρέψουν στις αγορές το οφείλουν.
Πριν στήσουν όμως άγαλμα στον «Σούπερ Μάριο», οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να αναλογιστούν πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα σήμερα αν δεν υπαγόρευαν τις πολιτικές τους αποφάσεις η ηθικολογία και ο λαϊκισμός. Πράγματι, η Ελλάδα ήταν μια μοναδική περίπτωση, και όσοι πιστεύουν ότι μια χρεοκοπημένη χώρα που μπήκε στην κρίση με 15,6% έλλειμμα και 127% του ΑΕΠ χρέος θα μπορούσε να ακολουθήσει «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Από την άλλη όμως, δεν υπήρχε κανένας λόγος λήψης περιοριστικών μέτρων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ταυτόχρονα, ακόμη και σε χώρες όπως η Ιταλία, που ξεκίνησαν με πρωτογενές πλεόνασμα. Εξίσου μεγάλο μυστήριο είναι για ποιο λόγο κράτη του Βορρά, όπως η Γερμανία, δεν χρησιμοποιούν τα δημοσιονομικά τους περιθώρια για να αυξηθεί η ζήτηση στην Ευρωζώνη, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές υποδείξεις της Κομισιόν. Οπως φαίνεται, η «συμμόρφωση» προς αυτές τις υποδείξεις είναι υποχρέωση ορισμένων εξ ημών, ενώ οι υπόλοιποι έχουν το ελεύθερο να κάνουν του κεφαλιού τους. Επιπλέον, αν η Γερμανία δεν είχε προβάλει τόσο λυσσαλέες αντιδράσεις στην υιοθέτηση ενός προγράμματος ανάλογου του «ΟΜΤ» το 2010, σήμερα δεν θα βρίσκονταν τόσο πολλές χώρες της Ευρωζώνης με την πλάτη στον τοίχο. Η δικαιολογία ότι δεν το επέτρεπαν οι Συνθήκες ή το γερμανικό Σύνταγμα δεν αντέχει φυσικά σε σοβαρή κριτική, καθώς ούτε οι Συνθήκες ούτε το Σύνταγμα άλλαξαν μεταξύ 2010 και 2012.
Ο λόγος λοιπόν που τραβήξαμε τον δρόμο που τραβήξαμε ήταν ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών καλλιέργησε συστηματικά τη λαϊκίστικη αφήγηση ότι όλος ο πλούτος που παράγεται στον Βορρά είναι αποτέλεσμα της προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, ενώ όλος ο πλούτος που παράγεται στον Νότο είναι παράγωγο διεφθαρμένων επιχειρηματικών πρακτικών και μη βιώσιμων αναπτυξιακών μοντέλων. Ο κ. Σόιμπλε χάιδεψε και συνεχίζει να χαϊδεύει τα αυτιά των λαϊκιστών στην πατρίδα του, με παιδικά επιχειρήματα του τύπου «μας ζηλεύουν επειδή είμαστε οι καλύτεροι μαθητές». Χωρίς να θέλουμε να παραγνωρίσουμε τα προβλήματα διαφθοράς στη δική μας χώρα, το στερεότυπο του κ. Σόιμπλε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ας δει κανείς την ειδησεογραφία των τελευταίων τριών χρόνων για τη Siemens, την Deutsche Bank, τους Γερμανούς πολιτικούς που παραιτήθηκαν λόγω σκανδάλων ή ακόμη και λογοκλοπής και θα το διαπιστώσει. Το κυριότερο είναι ότι η καλλιέργεια αυτής της αφήγησης έχει εντείνει την αμοιβαία καχυποψία και αντιπάθεια μεταξύ των Ευρωπαίων. Εχουμε πια βαρεθεί ο ένας τον άλλον και έχουμε κουραστεί ο ένας τον άλλον. Οπως είναι αναμενόμενο, όποιος έσπερνε ανέμους θερίζει τώρα θύελλες, καθώς οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις ενισχύονται τόσο στη Γερμανία όσο και στον ευρωπαϊκό Νότο. Από αυτές τις δυνάμεις, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορεί να μας σώσει ο κ. Ντράγκι
Του Νίκου Χρυσολωρά
Το πρώτο συμπέρασμα, στο οποίο νομίζω ελάχιστοι μπορούν να διαφωνήσουν, είναι ότι το.. κοινό νόμισμα συνεχίζει να υφίσταται σήμερα κυρίως χάρη στον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι και το διοικητικό του συμβούλιο. Μπορεί λοιπόν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες να αλληλοσυγχαίρονται για τις «γενναίες αποφάσεις» και τα «πρωτόγνωρα μέτρα» που έλαβαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση, αλλά αν ο κ. Ντράγκι δεν είχε αποτρέψει τη χρηματοπιστωτική ασφυξία στην Ευρωζώνη με το πρόγραμμα «LTRO» τον Δεκέμβριο του 2011 και δεν είχε εγγυηθεί ότι θα αγοράσει απεριόριστο αριθμό ιταλικών και ισπανικών ομολόγων τον Σεπτέμβριο του 2012, παρά τις τότε υστερικές διαμαρτυρίες του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Γενς Βάιντμαν, σήμερα θα μαζεύαμε τα συντρίμμια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν μια ελπίδα τώρα να βγουν σύντομα από το μνημόνιό τους, στην υπόσχεση του κ. Ντράγκι ότι θα «βάλει πλάτη» για να επιστρέψουν στις αγορές το οφείλουν.
Πριν στήσουν όμως άγαλμα στον «Σούπερ Μάριο», οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να αναλογιστούν πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα σήμερα αν δεν υπαγόρευαν τις πολιτικές τους αποφάσεις η ηθικολογία και ο λαϊκισμός. Πράγματι, η Ελλάδα ήταν μια μοναδική περίπτωση, και όσοι πιστεύουν ότι μια χρεοκοπημένη χώρα που μπήκε στην κρίση με 15,6% έλλειμμα και 127% του ΑΕΠ χρέος θα μπορούσε να ακολουθήσει «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Από την άλλη όμως, δεν υπήρχε κανένας λόγος λήψης περιοριστικών μέτρων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ταυτόχρονα, ακόμη και σε χώρες όπως η Ιταλία, που ξεκίνησαν με πρωτογενές πλεόνασμα. Εξίσου μεγάλο μυστήριο είναι για ποιο λόγο κράτη του Βορρά, όπως η Γερμανία, δεν χρησιμοποιούν τα δημοσιονομικά τους περιθώρια για να αυξηθεί η ζήτηση στην Ευρωζώνη, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές υποδείξεις της Κομισιόν. Οπως φαίνεται, η «συμμόρφωση» προς αυτές τις υποδείξεις είναι υποχρέωση ορισμένων εξ ημών, ενώ οι υπόλοιποι έχουν το ελεύθερο να κάνουν του κεφαλιού τους. Επιπλέον, αν η Γερμανία δεν είχε προβάλει τόσο λυσσαλέες αντιδράσεις στην υιοθέτηση ενός προγράμματος ανάλογου του «ΟΜΤ» το 2010, σήμερα δεν θα βρίσκονταν τόσο πολλές χώρες της Ευρωζώνης με την πλάτη στον τοίχο. Η δικαιολογία ότι δεν το επέτρεπαν οι Συνθήκες ή το γερμανικό Σύνταγμα δεν αντέχει φυσικά σε σοβαρή κριτική, καθώς ούτε οι Συνθήκες ούτε το Σύνταγμα άλλαξαν μεταξύ 2010 και 2012.
Ο λόγος λοιπόν που τραβήξαμε τον δρόμο που τραβήξαμε ήταν ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών καλλιέργησε συστηματικά τη λαϊκίστικη αφήγηση ότι όλος ο πλούτος που παράγεται στον Βορρά είναι αποτέλεσμα της προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, ενώ όλος ο πλούτος που παράγεται στον Νότο είναι παράγωγο διεφθαρμένων επιχειρηματικών πρακτικών και μη βιώσιμων αναπτυξιακών μοντέλων. Ο κ. Σόιμπλε χάιδεψε και συνεχίζει να χαϊδεύει τα αυτιά των λαϊκιστών στην πατρίδα του, με παιδικά επιχειρήματα του τύπου «μας ζηλεύουν επειδή είμαστε οι καλύτεροι μαθητές». Χωρίς να θέλουμε να παραγνωρίσουμε τα προβλήματα διαφθοράς στη δική μας χώρα, το στερεότυπο του κ. Σόιμπλε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ας δει κανείς την ειδησεογραφία των τελευταίων τριών χρόνων για τη Siemens, την Deutsche Bank, τους Γερμανούς πολιτικούς που παραιτήθηκαν λόγω σκανδάλων ή ακόμη και λογοκλοπής και θα το διαπιστώσει. Το κυριότερο είναι ότι η καλλιέργεια αυτής της αφήγησης έχει εντείνει την αμοιβαία καχυποψία και αντιπάθεια μεταξύ των Ευρωπαίων. Εχουμε πια βαρεθεί ο ένας τον άλλον και έχουμε κουραστεί ο ένας τον άλλον. Οπως είναι αναμενόμενο, όποιος έσπερνε ανέμους θερίζει τώρα θύελλες, καθώς οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις ενισχύονται τόσο στη Γερμανία όσο και στον ευρωπαϊκό Νότο. Από αυτές τις δυνάμεις, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορεί να μας σώσει ο κ. Ντράγκι
Του Νίκου Χρυσολωρά