Τι συμβαίνει στη Βόρεια Κορέα είναι ξεκάθαρο:
Ο Κιμ Γιογκ Ουν προσπαθεί να ελέγξει πλήρως τον κομματικο-κρατικό μηχανισμό με τυχοδιωκτική φυγή προς τα εμπρός και ταυτόχρονα να εκβιάσει τη συντήρηση ενός καθεστώτος που χωρίς διεθνή βοήθεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των πολιτών του.
Ο μεγάλος χαμένος από την παραπάνω επιλογή της Πιονγιάνγκ είναι το... Πεκίνο:
Πρώτον, γιατί δεν μπορεί να προωθήσει την πολιτική της ειρηνικής επανένωσης της Κορεατικής Χερσονήσου, που θα απομάκρυνε μια εστία έντασης από τα σύνορα της Κίνας και θα χαλάρωνε τη στρατιωτική συνεργασία Ουάσιγκτον - Σεούλ, αλλά και θα πριμοδοτούσε την ειρηνική ενσωμάτωση της Ταϊβάν στο μοντέλο «ένα κράτος - δύο συστήματα».
Ο μεγάλος κερδισμένος είναι οι ΗΠΑ, γιατί οι τυχοδιωκτικές ενέργειες του Βορρά τις νομιμοποιούν να ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, να συσφίγγουν τη συνεργασία τους τόσο με τη Νότια Κορέα όσο και με την Ιαπωνία σε μια συνολική στρατιωτική συνεργασία, η οποία στέλνει το μήνυμα στο Πεκίνο ότι θα πρέπει να μετριάσει -αν δεν ακυρώσει- τις περιφερειακές ηγεμονικές του φιλοδοξίες, να εγκαταλείψει δηλαδή την ενσωμάτωση της Ταϊβάν αλλά και τις διεκδικήσεις του επί κοραλλιογενών νησιωτικών συμπλεγμάτων που το έχουν φέρει σε αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Αλλωστε, η επίθεση της Βόρειας Κορέας στον Νότο τον Ιούλιο του '50, στην οποία όπως θεμελιώνει πλέον η ιστορική έρευνα δεν υπήρχε καμία ανάμειξη και ούτε καν ενθάρρυνση από τη Μόσχα, υπήρξε ευεργετική για την Ουάσιγκτον: Νομιμοποίησε την απειλή αιφνιδιαστικής επίθεσης στην Ευρώπη από την ΕΣΣΔ και έτσι το ΝΑΤΟ απέκτησε στρατιωτική επιχειρησιακή υπόσταση με κύριο μοχλό τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας.
Το παράδοξο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές: Η οικονομική αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας, με την Ουάσιγκτον να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων και το Πεκίνο να είναι ο σημαντικότερος επενδυτής στον κόσμο στο αμερικανικό δημόσιο χρέος, συνοδεύεται από μια συνολική ρευστότητα στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού.
Η ρευστότητα στην περιοχή δεν είναι νέο δεδομένο αλλά η κυρίαρχη σταθερά μετά το 1945: Σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου για σχεδόν μισό αιώνα ίσχυσε η τάξη πραγμάτων που καθορίσθηκε στη Γιάλτα, στην Ασία - Ειρηνικό καταγράφονταν συνεχώς ανατροπές από την κατάληψη της εξουσίας στην Ηπειρωτική Κίνα το 1949 από τον Μάο Τσε Τουγκ το 1949, τη διαίρεση του Βιετνάμ στη Γενεύη το 1954 και τέλος την ήττα των ΗΠΑ το 1973-75, που τερμάτισε την αμερικανική παρουσία στην Ινδοκίνα.
Ανεξάρτητα από την τύχη του απομονωμένου καθεστώτος της Πιονγιάνγκ, η ασφάλεια και οι ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή θα παραμένουν μια στρατηγική πρόκληση: Οι ΗΠΑ προσπαθούν να διατηρήσουν ένα περιφερειακό status quo που διαμορφώθηκε όταν η Κίνα ήταν υπανάπτυκτη και απομονωμένη, ενώ το Πεκίνο θέλει να προβάλλει σε γεωπολιτικό περιφερειακό επίπεδο την οικονομική του ισχύ.
Για την Ουάσιγκτον δεν αρκεί η ενίσχυση των δεσμών με την Ιαπωνία - Κορέα και η εκεί ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, καθώς έχει κενό συνολικής στρατηγικής, αφού και οι δύο δυνατές επιλογές έχουν κόστος και προϋποθέτουν υποχωρήσεις:
Διμερής συμφωνία με το Πεκίνο για καθορισμό ζωνών επιρροής.
Συνολικό σύστημα ασφαλείας με τη συμμετοχή της Ρωσίας αλλά και όλων των παράκτιων και νησιωτικών δυνάμεων της περιοχής.
Στρατηγικό παράδοξο
Το παράδοξο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές: Η οικονομική αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας, με την Ουάσιγκτον να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων και το Πεκίνο να είναι ο σημαντικότερος επενδυτής στον κόσμο στο αμερικανικό δημόσιο χρέος, συνοδεύεται από μια συνολική ρευστότητα στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.
Του κ.Γ.Καπόπουλου
Ο Κιμ Γιογκ Ουν προσπαθεί να ελέγξει πλήρως τον κομματικο-κρατικό μηχανισμό με τυχοδιωκτική φυγή προς τα εμπρός και ταυτόχρονα να εκβιάσει τη συντήρηση ενός καθεστώτος που χωρίς διεθνή βοήθεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των πολιτών του.
Ο μεγάλος χαμένος από την παραπάνω επιλογή της Πιονγιάνγκ είναι το... Πεκίνο:
Πρώτον, γιατί δεν μπορεί να προωθήσει την πολιτική της ειρηνικής επανένωσης της Κορεατικής Χερσονήσου, που θα απομάκρυνε μια εστία έντασης από τα σύνορα της Κίνας και θα χαλάρωνε τη στρατιωτική συνεργασία Ουάσιγκτον - Σεούλ, αλλά και θα πριμοδοτούσε την ειρηνική ενσωμάτωση της Ταϊβάν στο μοντέλο «ένα κράτος - δύο συστήματα».
Ο μεγάλος κερδισμένος είναι οι ΗΠΑ, γιατί οι τυχοδιωκτικές ενέργειες του Βορρά τις νομιμοποιούν να ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, να συσφίγγουν τη συνεργασία τους τόσο με τη Νότια Κορέα όσο και με την Ιαπωνία σε μια συνολική στρατιωτική συνεργασία, η οποία στέλνει το μήνυμα στο Πεκίνο ότι θα πρέπει να μετριάσει -αν δεν ακυρώσει- τις περιφερειακές ηγεμονικές του φιλοδοξίες, να εγκαταλείψει δηλαδή την ενσωμάτωση της Ταϊβάν αλλά και τις διεκδικήσεις του επί κοραλλιογενών νησιωτικών συμπλεγμάτων που το έχουν φέρει σε αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Αλλωστε, η επίθεση της Βόρειας Κορέας στον Νότο τον Ιούλιο του '50, στην οποία όπως θεμελιώνει πλέον η ιστορική έρευνα δεν υπήρχε καμία ανάμειξη και ούτε καν ενθάρρυνση από τη Μόσχα, υπήρξε ευεργετική για την Ουάσιγκτον: Νομιμοποίησε την απειλή αιφνιδιαστικής επίθεσης στην Ευρώπη από την ΕΣΣΔ και έτσι το ΝΑΤΟ απέκτησε στρατιωτική επιχειρησιακή υπόσταση με κύριο μοχλό τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας.
Το παράδοξο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές: Η οικονομική αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας, με την Ουάσιγκτον να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων και το Πεκίνο να είναι ο σημαντικότερος επενδυτής στον κόσμο στο αμερικανικό δημόσιο χρέος, συνοδεύεται από μια συνολική ρευστότητα στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας - Ειρηνικού.
Η ρευστότητα στην περιοχή δεν είναι νέο δεδομένο αλλά η κυρίαρχη σταθερά μετά το 1945: Σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου για σχεδόν μισό αιώνα ίσχυσε η τάξη πραγμάτων που καθορίσθηκε στη Γιάλτα, στην Ασία - Ειρηνικό καταγράφονταν συνεχώς ανατροπές από την κατάληψη της εξουσίας στην Ηπειρωτική Κίνα το 1949 από τον Μάο Τσε Τουγκ το 1949, τη διαίρεση του Βιετνάμ στη Γενεύη το 1954 και τέλος την ήττα των ΗΠΑ το 1973-75, που τερμάτισε την αμερικανική παρουσία στην Ινδοκίνα.
Ανεξάρτητα από την τύχη του απομονωμένου καθεστώτος της Πιονγιάνγκ, η ασφάλεια και οι ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή θα παραμένουν μια στρατηγική πρόκληση: Οι ΗΠΑ προσπαθούν να διατηρήσουν ένα περιφερειακό status quo που διαμορφώθηκε όταν η Κίνα ήταν υπανάπτυκτη και απομονωμένη, ενώ το Πεκίνο θέλει να προβάλλει σε γεωπολιτικό περιφερειακό επίπεδο την οικονομική του ισχύ.
Για την Ουάσιγκτον δεν αρκεί η ενίσχυση των δεσμών με την Ιαπωνία - Κορέα και η εκεί ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, καθώς έχει κενό συνολικής στρατηγικής, αφού και οι δύο δυνατές επιλογές έχουν κόστος και προϋποθέτουν υποχωρήσεις:
Διμερής συμφωνία με το Πεκίνο για καθορισμό ζωνών επιρροής.
Συνολικό σύστημα ασφαλείας με τη συμμετοχή της Ρωσίας αλλά και όλων των παράκτιων και νησιωτικών δυνάμεων της περιοχής.
Στρατηγικό παράδοξο
Το παράδοξο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές: Η οικονομική αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας, με την Ουάσιγκτον να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων και το Πεκίνο να είναι ο σημαντικότερος επενδυτής στον κόσμο στο αμερικανικό δημόσιο χρέος, συνοδεύεται από μια συνολική ρευστότητα στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.
Του κ.Γ.Καπόπουλου