Ως ίσο με τη συμμετοχή της Γερμανίας στη δανειακή χρηματοδότηση της Ελλάδας εκτιμά το ύψος του γερμανικού δανείου προς τη χώρα μας ο πρώην υπουργός Οικονομικών, καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης και προτείνει το συμψηφισμό των δύο οφειλών χρέους.
«Ο συμψηφισμός των δύο οφειλών χρέους μέσω ενός...Αλληλόχρεου Λογαριασμού θα άρει μια μείζονα οικονομική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας που επί δεκαετίες φορτίζει αρνητικά το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών» αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του νέου του βιβλίου «Άγος Απλήρωτον - Τα οφειλόμενα για Κατοχικό Δάνειο και μια ευκαιρία επίλυσης», που κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις GUTENBERG.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης λαμβάνει ως βάση υπολογισμού του γερμανικού χρέους τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα οποία ανεβάζουν το αρχικό κεφάλαιο του δανείου το 1994 στα 228 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών του διαστήματος εκείνου, ενώ αποτιμάται ως μακροχρόνιος απολογισμός καθώς η αποπληρωμή του καθυστέρησε επί δεκαετίες.
Με βάση την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου των ΗΠΑ, με προσαύξηση 0,5% ετησίως ώστε να βρίσκεται κοντύτερα στις αποδόσεις της μεγαλύτερης διάρκειας, το ύψος της οφειλής του Βερολίνου εκτιμάται μόνο για το κατοχικό δάνειο που οφείλει η Γερμανία στη χώρα μας σε 10,5 δισ. ευρώ.
Μια δεύτερη προσέγγιση με βάση το ΑΕΠ της Γερμανίας ανεβάζει το ύψος του κατοχικού δανείου στα 12,04 δισ. ευρώ, καθώς ο συγγραφέας με βάση μελέτες υπολογίζει το ποσό του δανείου στο 0,454% του ΑΕΠ του Βερολίνου την εποχή που πήρε το δάνειο.
Μια τρίτη εκδοχή, στηριζόμενη στην αξία του γερμανικού μάρκου (η αξία του μάρκου Ράιχ παρέμεινε ισοδύναμη κατά τη μετατροπή του σε μάρκο Γερμανίας, αναφέρει ο συγγραφέας) ανεβάζει την αξία του κατοχικού δανείου στα 15,87 δισ. ευρώ το 2012.
Την τρίτη αυτή εκδοχή φέρεται να υιοθετεί ο συγγραφέας που σημειώνει πως το ποσό που θα μπορούσε να απαιτηθεί ως σημερινό ύψος του κατοχικού δανείου και της εύλογης αποζημίωσης θυμάτων ανέρχεται αθροιστικά στα 55 δισ. ευρώ σε τιμές 2012.
Προσθέτοντας μάλιστα και το ύψος των υλικών καταστροφών τα οφειλόμενα της Γερμανίας προς τη χώρα μας κατά τον Νίκο Χριστοδουλάκη ανέρχονται σε τριψήφια ποσά δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τι λέει για τη σύνδεση του χρέους με τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην παρελκυστική πολιτική της Γερμανίας και κυρίως για το «επιχείρημα» ότι οι παραμένουσες απαιτήσεις αποζημιώσεων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα είναι εκ του περισσού, εφόσον το Βερολίνο είναι ο μείζον χρηματοδότης των ΚΠΣ τα οποία χορηγούνται ως ευρωπαϊκή βοήθεια στην Ελλάδα για να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Το επιχείρημα αυτό ο Νίκος Χριστοδουλάκης το χαρακτηρίζει αστήρικτο για τους εξής λόγους:
Πρώτον είναι νομικά αβάσιμο διότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ κατευθύνονται σε Περιφέρειες και όχι σε χώρες και κατά συνέπεια δεν μπορούν να συνυπολογισθούν έστω και καταχρηστικά σε ένα πλαίσιο οικονομικών διαφορών μεταξύ κρατών.
Δεύτερον είναι άσχετο διότι πολλές ευρωπαϊκές περιφέρειες που τα λαμβάνουν δεν είχαν την παραμικρή πολεμική εμπλοκή με την Γερμανία ώστε να συνεκτιμηθούν με ανάλογες εκκρεμότητες, όπως για παράδειγμα οι περιοχές της Ανδαλουσίας και των Βάσκων στην Ισπανία, του Αλεντέζο στην Πορτογαλία ή της Λαπωνίας στην Φινλανδία.
Τρίτον είναι παράδοξο, διότι αν υποτεθεί ότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος είναι τόσο πολλά που μπορούν να εκληφθούν ως οικονομικό αντιστάθμισμα για την σφαγή των Καλαβρύτων, τότε πώς θα συμψηφιστούν κατ’ αναλογία στην Περιφέρεια της Πομερανίας εφόσον αυτή βρίσκεται στην επικράτεια της Γερμανίας που τότε ήταν ο αυτουργός των ακροτήτων; Αν λοιπόν για την ελληνική περιφέρεια ένας τέτοιος συμψηφισμός θα ήταν μια ντε φάκτο αποζημίωση προς τα θύματα, για την γερμανική περιφέρεια θα έμοιαζε με επιβράβευση του θύτη. Καλύτερα λοιπόν να ξεχαστεί αυτή η υποκριτική προσέγγιση.
«Ο συμψηφισμός των δύο οφειλών χρέους μέσω ενός...Αλληλόχρεου Λογαριασμού θα άρει μια μείζονα οικονομική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας που επί δεκαετίες φορτίζει αρνητικά το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών» αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του νέου του βιβλίου «Άγος Απλήρωτον - Τα οφειλόμενα για Κατοχικό Δάνειο και μια ευκαιρία επίλυσης», που κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις GUTENBERG.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης λαμβάνει ως βάση υπολογισμού του γερμανικού χρέους τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα οποία ανεβάζουν το αρχικό κεφάλαιο του δανείου το 1994 στα 228 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών του διαστήματος εκείνου, ενώ αποτιμάται ως μακροχρόνιος απολογισμός καθώς η αποπληρωμή του καθυστέρησε επί δεκαετίες.
Με βάση την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου των ΗΠΑ, με προσαύξηση 0,5% ετησίως ώστε να βρίσκεται κοντύτερα στις αποδόσεις της μεγαλύτερης διάρκειας, το ύψος της οφειλής του Βερολίνου εκτιμάται μόνο για το κατοχικό δάνειο που οφείλει η Γερμανία στη χώρα μας σε 10,5 δισ. ευρώ.
Μια δεύτερη προσέγγιση με βάση το ΑΕΠ της Γερμανίας ανεβάζει το ύψος του κατοχικού δανείου στα 12,04 δισ. ευρώ, καθώς ο συγγραφέας με βάση μελέτες υπολογίζει το ποσό του δανείου στο 0,454% του ΑΕΠ του Βερολίνου την εποχή που πήρε το δάνειο.
Μια τρίτη εκδοχή, στηριζόμενη στην αξία του γερμανικού μάρκου (η αξία του μάρκου Ράιχ παρέμεινε ισοδύναμη κατά τη μετατροπή του σε μάρκο Γερμανίας, αναφέρει ο συγγραφέας) ανεβάζει την αξία του κατοχικού δανείου στα 15,87 δισ. ευρώ το 2012.
Την τρίτη αυτή εκδοχή φέρεται να υιοθετεί ο συγγραφέας που σημειώνει πως το ποσό που θα μπορούσε να απαιτηθεί ως σημερινό ύψος του κατοχικού δανείου και της εύλογης αποζημίωσης θυμάτων ανέρχεται αθροιστικά στα 55 δισ. ευρώ σε τιμές 2012.
Προσθέτοντας μάλιστα και το ύψος των υλικών καταστροφών τα οφειλόμενα της Γερμανίας προς τη χώρα μας κατά τον Νίκο Χριστοδουλάκη ανέρχονται σε τριψήφια ποσά δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τι λέει για τη σύνδεση του χρέους με τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην παρελκυστική πολιτική της Γερμανίας και κυρίως για το «επιχείρημα» ότι οι παραμένουσες απαιτήσεις αποζημιώσεων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα είναι εκ του περισσού, εφόσον το Βερολίνο είναι ο μείζον χρηματοδότης των ΚΠΣ τα οποία χορηγούνται ως ευρωπαϊκή βοήθεια στην Ελλάδα για να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Το επιχείρημα αυτό ο Νίκος Χριστοδουλάκης το χαρακτηρίζει αστήρικτο για τους εξής λόγους:
Πρώτον είναι νομικά αβάσιμο διότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ κατευθύνονται σε Περιφέρειες και όχι σε χώρες και κατά συνέπεια δεν μπορούν να συνυπολογισθούν έστω και καταχρηστικά σε ένα πλαίσιο οικονομικών διαφορών μεταξύ κρατών.
Δεύτερον είναι άσχετο διότι πολλές ευρωπαϊκές περιφέρειες που τα λαμβάνουν δεν είχαν την παραμικρή πολεμική εμπλοκή με την Γερμανία ώστε να συνεκτιμηθούν με ανάλογες εκκρεμότητες, όπως για παράδειγμα οι περιοχές της Ανδαλουσίας και των Βάσκων στην Ισπανία, του Αλεντέζο στην Πορτογαλία ή της Λαπωνίας στην Φινλανδία.
Τρίτον είναι παράδοξο, διότι αν υποτεθεί ότι τα κεφάλαια του ΚΠΣ στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος είναι τόσο πολλά που μπορούν να εκληφθούν ως οικονομικό αντιστάθμισμα για την σφαγή των Καλαβρύτων, τότε πώς θα συμψηφιστούν κατ’ αναλογία στην Περιφέρεια της Πομερανίας εφόσον αυτή βρίσκεται στην επικράτεια της Γερμανίας που τότε ήταν ο αυτουργός των ακροτήτων; Αν λοιπόν για την ελληνική περιφέρεια ένας τέτοιος συμψηφισμός θα ήταν μια ντε φάκτο αποζημίωση προς τα θύματα, για την γερμανική περιφέρεια θα έμοιαζε με επιβράβευση του θύτη. Καλύτερα λοιπόν να ξεχαστεί αυτή η υποκριτική προσέγγιση.