Ελληνικά ενδύματα «made in Bulgaria» κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια την εγχώρια αγορά.
- "κλικ" στην εικόνα για μεγέθυνση
Στην Ελλάδα της κρίσης, όπου το ποσοστό της ανεργίας έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη, εκατοντάδες... ελληνικές εταιρείες ένδυσης έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια σε χώρες κυρίως των Βαλκανίων, ελέω φθηνότερου εργατικού κόστους και απασχολούν δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους για την παραγωγή ελληνικών ενδυμάτων.
Οσο απίστευτο και αν φαίνεται, στο τέλος του 2012 μόνο το 23% της εγχώριας παραγωγής ενδυμάτων γινόταν στην Ελλάδα, ενώ το 77% πραγματοποιούνταν εκτός Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που υλοποίησε ο ΣΕΠΕΕ, η Βουλγαρία είναι η σημαντικότερη χώρα παραγωγής ενδυμάτων για την Ελλάδα, καθώς εκεί κατασκευάζεται το 57% της παραγωγής που γίνεται εκτός Ελλάδας, ενώ ακολουθούν η FYROM με 20% και η Κίνα με 10%.
Αναφορικά με την Κίνα -όπως αναφέρει στην «Οικονομία» ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοιμου Ενδύματος Ελλάδας Θεόφιλος Ασλανίδης- η παραγωγή ενδυμάτων από την Κίνα δεν σχετίζεται με ελληνικές εταιρείες, αλλά με παραγγελίες για λογαριασμό ελληνικών εταιρειών και μάλιστα επώνυμων προϊόντων. Οπως τονίζει πάντως ο ίδιος, οι παραγγελίες ελληνικών εταιρειών στην Κίνα εμφανίζουν φθίνουσα τάση.
Στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 270 ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης, οι οποίες απασχολούν περί τους 22.000 εργαζομένους. Τα κυριότερα πλεονεκτήματα είναι το χαμηλό κόστος εργασίας, η μικρή απόσταση, η παραγωγική δυνατότητα, η ύπαρξη μεγάλων εργαστηρίων ραφής και το επιχειρηματικό περιβάλλον που σχετίζεται με το διαφορετικό φορολογικό καθεστώς.
Αντίστροφη μέτρηση
Για τη Νότια Βουλγαρία, όπου είναι συγκεντρωμένος ο μεγαλύτερος αριθμός βουλγαρικών επιχειρήσεων ένδυσης, η Ελλάδα αποτελεί με διαφορά τον σημαντικότερο εταίρο, καθώς το 65% της παραγωγής ενδυμάτων γίνεται για λογαριασμό ελληνικών επιχειρήσεων. Ενώ -όπως επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ Θεόφιλος Ασλανίδης- τις δεκαετίες του '70, του '80 και του '90 υπήρχε μια σταθερή ανάπτυξη του κλάδου ένδυσης, στις αρχές του 2000 άρχισε να σημειώνεται μια κάμψη που πήρε μεγάλες διαστάσεις το 2005, όταν απελευθερώθηκαν οι περιορισμοί στις εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ενωση και πλημμύρισε η αγορά με κινεζικά φθηνά ενδύματα.
Ωστόσο -συμπληρώνει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ- οι βαλκανικές χώρες συνορεύει η Ελλάδα αποδείχθηκαν σανίδα σωτηρίας για τον κλάδο ένδυσης, καθώς αν δεν υπήρχαν αυτές για να «μεταναστεύσουν» για να αναζητήσουν φθηνότερα εργατικά χέρια, ο εν Ελλάδι κλάδος θα είχε διαλυθεί πλήρως και πλέον θα υπήρχαν μόνο εισαγωγικές εταιρείες. Μάλιστα ο κλάδος φαίνεται να βγαίνει δειλά δειλά από το τούνελ της ύφεσης, καθώς έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σημάδια ανάκαμψης.
Στο εσωτερικό
Σταθερά ζημιογόνο το πατρόν
Ο τομέας της ένδυσης σύμφωνα με τον δείκτη όγκου της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2011 καταγράφει σημαντική υποχώρηση της τάξης του 18,8% (η μεγαλύτερη απώλεια συγκριτικά με τους υπόλοιπους κλάδους του λιανικού εμπορίου), ενώ τους πρώτους 8 μήνες του 2012 η πτώση έγινε εντονότερη (-21,5% σε ετήσια βάση). Η σωρευτική μείωση σε σχέση με το 2005 ανέρχεται σε περίπου 30%.
Οι εταιρείες συνεχίζουν να είναι αντιμέτωπες με τις έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις που προκαλούν οι εισαγωγές ενδυμάτων χαμηλού κόστους από ασιατικές κυρίως χώρες (Κίνα, Ινδία, Πακιστάν κ.α.), ενώ πολλά από αυτά τα προϊόντα εμπορεύονται παράνομα.
Λουκέτα
Η αρνητική εικόνα του κλάδου συμπληρώνεται από τον μεγάλο αριθμό καταστημάτων που έχουν διακόψει τη λειτουργία τους. Ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών του δείγματος το 2011 υποχώρησε περαιτέρω κατά 7,5%, στα 1,28 δισ. ευρώ.
Το 80% των εταιρειών σημείωσε κάμψη πωλήσεων, με τη μέση κάμψη να διαμορφώνεται σε -15,4%.
Επιπλέον, το 2011 εμφανίστηκαν λειτουργικές ζημιές ύψους 13,7 εκ. ευρώ (από κέρδη 42 εκ. ευρώ το προηγούμενο έτος), ενώ οι προ φόρων ζημιές επεκτάθηκαν κατά 36%, στα 134 εκ. ευρώ. Εξι στις 10 εταιρείες κατέγραψαν ζημίες σε επίπεδο προ φόρων αποτελεσμάτων.
Το περιθώριο μεικτών κερδών μειώθηκε περαιτέρω σε 34,5% (-2 μονάδες από το 2010), ως συνέπεια των χαμηλών τιμών και προσφορών.
Το περιθώριο κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων υποχώρησε σε 1,8%, ενώ το περιθώριο κερδών προ φόρων κατέστη αρνητικό για δεύτερη χρονιά (-4,8%).πηγή Έθνος.
ΚΩΣΤΑΣ ΝΑΝΟΣ