Οι πάντες έχουν αντιληφθεί ότι οι διεργασίες, οι διαβουλεύσεις και οι ζυμώσεις στην Ευρωζώνη αυτή την εποχή είναι πυρετώδεις.
Αλλωστε, το ίδιο συμβαίνει τα τελευταία τρία χρόνια, από τότε που η κρίση ξέσπασε πρώτα στον αδύναμο κρίκο που ονομάζεται Ελλάδα, επεκτάθηκε σε όλη σχεδόν την περιφέρεια του Νότου και υπάρχουν ενδείξεις ότι τώρα φτάνει και στον πυρήνα.
Ετσι δημιουργούνται αυξομειούμενες εντάσεις και αντιπαλότητες, με επίκεντρο τη Γερμανία και την... πολιτική που επιβάλλει, ενώ παράλληλα προβάλλονται προβλέψεις για την τύχη του ευρώ και διάφορες θεωρίες για το τι πρέπει να γίνει, ώστε να ξεφύγει η Ευρώπη από τον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό, αλλά και από τον «αντιευρωπαϊσμό» που αναπτύσσσεται μέσα στα ίδια τα κράτη της Ευρωζώνης. Για ποικίλους λόγους, που πολλοί ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες.
Το ζήτημα που κυριαρχεί αυτή την εποχή είναι αυτό της ανάγκης για οικονομική χαλάρωση, ποιες δυνάμεις και κυβερνήσεις πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση, πώς και γιατί αντιδρά το «ανελέητο» Βερολίνο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα ελληνικά μίντια. Συναφές με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι το άλλο ζήτημα που επίσης συζητείται, να αναγκαστεί να αλλάξει τη στάση της η Γερμανία μετά τις εκλογές, το φθινόπωρο. Στις οποίες θεωρείται δεδομένη η επανεκλογή των Χριστιανοδημοκρατών και της Αγκελα Μέρκελ στην εξουσία, αλλά πάντα σε συνεργασία με κάποιο άλλο κόμμα· τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους ή τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Και συνδεδεμένη με όλα τα προηγούμενα είναι η προσδοκία της Αθήνας ότι θα «κουρευτεί» κατά ένα ποσοστό το διακρατικό χρέος μας.
Ωστόσο, επειδή στην Ελλάδα ποτέ οι συζητήσεις, οι αντιπαραθέσεις και τα επιχειρήματα δεν στηρίζονται σε στοιχεία, αλλά σε συνθήματα, συνωμοσιολογικές ερμηνείες και επιθυμίες, καλόν είναι να επισημανθούν κάποια πράγματα. Κατ’ αρχάς, το «κούρεμα» του ελληνικού διακρατικού χρέους δεν είναι εύκολη υπόθεση και αυτό δεν έχει σχέση μόνο με τη Γερμανία, αλλά και με όλες τις χώρες, ιδιαίτερα τις λεγόμενες προβληματικές, που δανείστηκαν και δανείζονται με υψηλότερα επιτόκια και μας δανείζουν με χαμηλότερο. Θα είναι πολύ δύσκολο για τις κυβερνήσεις τους, ακόμη και για τη γερμανική, να ζητήσουν και να πάρουν από τα αντίστοιχα κοινοβούλια έγκριση για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Δεν αποκλείεται κάτι να γίνει, ενδεχομένως να μειώσουν περισσότερο το επιτόκιο, αλλά δεν θα είναι εύκολο.
Δεύτερον, «χαλάρωση» της πολιτικής της λιτότητας ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη με αρκετούς τρόπους. Μέσω αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ κατά το πρόσφατο παρελθόν, παρέχοντας ρευστότητα σε προβληματικές τράπεζες, με συνεχείς μειώσεις επιτοκίων από την ίδια, παρά τον φόβο ανόδου του πληθωρισμού (που είναι ελάχιστος), με την επιείκεια που έδειξε η τρόικα την τελευταία φορά στην Αθήνα, με την παράταση στην αποπληρωμή του διακρατικού χρέους της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, κατά τα πρότυπα της Ελλάδας. Γενικότερα, με το βάρος των πιέσεων να μετατίθεται από τη λήψη μέτρων στις μεταρρυθμίσεις. Ολα αυτά με τη σιωπηρή συγκατάθεση της γερμανικής κυβέρνησης, που επίσης αντιμετωπίζει αντιδράσεις, και χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ερώτημα που θέτει η Μπούντεσμπανκ στο γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο για να κρίνει αν παραβιάζει η ΕΚΤ με τη νομισματική πολιτική της την απαγόρευση για χρηματοδότηση κυβερνήσεων...
Και πάντως, αν αποφασισθεί με κάποιον «επίσημο» τρόπο χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον στην Ευρωζώνη, αποκλείεται να αφορά χώρες που παράγουν ελλείμματα και δεν είναι σε θέση να δανειστούν από τις αγορές. Οπότε η χαλάρωση γι’ αυτές θα προϋποθέτει αναγκαστικά νέα πακέτα στήριξης και, επομένως, νέα κρατικά δάνεια που θα πρέπει να εγκριθούν από τα κοινοβούλια των δανειστών. Αυτό ας το έχουν υπ’ όψιν τους όσοι υπόσχονται χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής δίχως προϋποθέσεις. Από την άλλη πλευρά, ενώ στην Ελλάδα παρατηρούνται κάποια αχνά σημάδια σταθεροποίησης της κατάστασης, υπάρχει ανησυχία για την ύφεση στο σύνολο της Ευρωζώνης. Σοβαροί αναλυτές όμως εκτιμούν πως αυτά είναι παροδικά, υποστηρίζουν με στοιχεία ότι η απασχόληση δείχνει αυξητικές τάσεις, ειδικά στη Γερμανία, αλλά όχι μόνον εκεί, και πιστεύουν ότι στο τελευταίο τρίμηνο του έτους θα υπάρξει ασθενής ανάπτυξη. Μακάρι να έχουν δίκο, αλλά για να επαληθευτούν, καλό για όλους μας θα είναι να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των Γερμανών!
Αγγ.Στάγκος