Το έξωθεν κύμα αισιοδοξίας που έχει κατακλύσει το τελευταίο διάστημα τη χώρα μας δεν αντανακλά τόσο τις δικές της επιδόσεις ούτε αυτές των εταίρων της στην κατ' όνομα οικονομική ένωση που αποκαλείται Ευρωζώνη.
...Είναι αποτέλεσμα της ευφορίας που επικρατεί στα ανά τον κόσμο χρηματιστήρια, τα οποία εσχάτως
σημειώνουν πολυετή ή ακόμα και ιστορικά ρεκόρ.
Στη Νέα Υόρκη, οι χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα ρεκόρ που είχαν σημειωθεί το 2007, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που έριξε τις διεθνείς αγορές στην άβυσσο, ενώ και στην Ευρώπη, τα χρηματιστήρια καταγράφουν υψηλά πενταετίας και καθημερινά πλησιάζουν την επίτευξη νέων ρεκόρ όλων των εποχών. Αυτό είναι τουλάχιστον παράδοξο, όπως σημειώνουν ολοένα και περισσότεροι σχολιαστές, καθώς η εντυπωσιακή αυτή επίδοση των μετοχών επιτυγχάνεται την ώρα που οι αντίστοιχες οικονομίες καρκινοβατούν ή -στην περίπτωση της Ευρωζώνης- βρίσκονται σε παρατεταμένη ύφεση!
Πρόκειται για μια ασυνήθιστη απόκλιση, η οποία συναντάται στην πιο ακραία της μορφή στη Γηραιά Ήπειρο: σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,9% το α' τρίμηνο του 2013, σηματοδοτώντας το έκτο διαδοχικό τρίμηνο συρρίκνωσης από τότε που ξεκίνησε η ύφεση, στα τέλη του 2011.
Κι όμως η ταλανιζόμενη από παρατεταμένη ύφεση Ευρωζώνη, της Ελλάδας μη εξαιρουμένης, φιλοξενεί ένα εντυπωσιακό ράλι μετοχών που όμοιό του είχε να παρατηρηθεί από τη «χρυσή» περίοδο 2005-2007. Τότε όμως, ο καλπασμός των χρηματιστηρίων συμβάδιζε με εκείνον των οικονομιών, καθώς το φτηνό χρήμα που διέθεταν άφθονο στις αγορές μέσα από τα χαμηλά τους επιτόκια οι κεντρικές τράπεζες έφτανε στην πραγματική οικονομία μέσα από -φαινομενικά έστω- υγιείς τράπεζες.
Σήμερα, αυτό δεν ισχύει: από την άνευ προηγουμένου ρευστότητα που χορηγούν οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, οι οποίες τυπώνουν πακτωλούς «φρέσκου» χρήματος για να τονώσουν τις οικονομίες τους, ελάχιστη βρίσκει διέξοδο στην πραγματική οικονομία. Στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της η ρευστότητα αυτή «σκαλώνει» στις τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους την διοχετεύουν στο χρηματιστήριο «φουσκώνοντας» τεχνητά τις τιμές των μετοχών ώστε να διατηρηθεί η ανοδική τους δυναμική και οι ίδιες να εμφανίζουν τεράστια κέρδη από επενδυτικές δραστηριότητες (οι παραδοσιακές τους δραστηριότητες, δηλαδή τα δάνεια, παραμένουν ζημιογόνες).
Αυτή είναι μια τακτική που επιδοκιμάζεται εμμέσως πλην σαφώς από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες ευελπιστούν ότι ο τεχνητός πλούτος που προκαλεί η σκηνοθετημένη αυτή άνοδος των μετοχών θα βρει διέξοδο στην πραγματική οικονομία ανοίγοντας έναν νέο, ενάρετο κύκλο ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες -και μαζί τους οι αντίστοιχες κυβερνήσεις σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Βρετανία και Ιαπωνία- «ποντάρουν» ότι η ευφορία στα χρηματιστήρια θα τραβήξει τις οικονομίες στην κατεύθυνση της ανάπτυξης.
Αυτό που απεύχονται είναι μήπως συμβεί το αντίθετο: μήπως, δηλαδή, οι πεισματικά ασθενείς οικονομίες τραβήξουν προς τα κάτω τις αγορές επιφέροντας αποφασιστικό πλήγμα στη συντονισμένη προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών για διέξοδο από την κρίση. Ποιο από τα δύο σενάρια θα επικρατήσει είναι δύσκολο να προβλεφτεί. Δεδομένου, όμως, ότι γίνεται ολοένα και περισσότερο λόγος πως η πολιτική εκτύπωσης «φρέσκου» χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες φτάνει στα όριά της -με πενιχρά αποτελέσματα στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας- είναι πολύ πιθανό η απάντηση να δοθεί αρκετά σύντομα.
Του κ.Γ.Μαύρου