Από τη μία μεριά, μιλάμε για ελπίδα, για ανάπτυξη, για πρόοδο, για εξωστρέφεια, για δυναμισμό, για άνοιγμα στον κόσμο και τις προκλήσεις του.
Κι από την άλλη, ζητάμε από εκείνους των οποίων το μέλλον έχουμε ήδη ουσιαστικά στερήσει όλα αυτά να τα ξεχάσουν και να αναπτύξουν στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο τη λογική της φοβίας, της κλάψας, της μιζέριας – εν τέλει της ηττοπάθειας.
Εξετάζονται στην.. έκθεση, δηλαδή στο μάθημα που φιλοδοξεί να «μετρήσει» αυτό που έχουν μέσα τους και τη δυνατότητά τους να το εξωτερικεύσουν οργανωμένα σε λόγο. Και τι τους ζητάμε; Να καταπιαστούν με τις τεχνολογίες, αλλά να μη δουν τα θετικά, να δουν τα αρνητικά, να μην εστιάσουν στις δυνατότητες, αλλά στις φοβίες, στην κλειστότητα.
Αυτή ήταν, είναι και θα είναι η «επίσημη» ελληνική κουλτούρα: η πιο ακατάλληλη για ένα διεθνές περιβάλλον που ο δυναμισμός είναι η μόνη επιβίωση. Αυτή η κουλτούρα έχει τεράστια ευθύνη για το ότι φτάσαμε ως εδώ: είναι ακριβώς μια κουλτούρα αποκομμένη από τις εξελίξεις στον κόσμο, στερητική και περιχαρακωμένη.
Μάλιστα, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι δεν «φταίει» καν το ίδιο το κείμενο: ακόμα κι από αυτό επελέγη μία φράση, η οποία όταν δόθηκε για ανάπτυξη, δόθηκε κουτσή. Ολόκληρη η φράση έχει ως ακολούθως: «Το περίεργο ωστόσο είναι ότι, όσο η επικοινωνία αυτή πυκνώνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, τόσο η μοναξιά μας, η ανθρώπινη, μεγαλώνει και η αποξένωση κυριαρχεί». Στο ερώτημα που ετέθη στους υποψηφίους για ανάπτυξη, η αρχή της πρότασης λείπει: το προς εξέταση θέμα ξεκινά από τη λέξη «όσο».
Δηλαδή όχι μόνον έχει εξοβελιστεί η (κυρίαρχη) θετική πλευρά του φαινομένου που καλούνται οι υποψήφιοι να κρίνουν, αλλά έχει προκληθεί και μία απονεύρωση της αναλυτικής σκέψης και της ικανότητας κρίσης: δεν ερωτούνται καν πώς ερμηνεύουν αυτό το «περίεργο» - καλούνται απλώς να κλάψουν για τις συνέπειες… Δεν ρωτήθηκαν οι υποψήφιοι τι θα μπορούσαν να κάνουν με το διαδίκτυο και τις επικοινωνίες. Δεν ρωτήθηκαν τι δυνατότητες γεννούν γι αυτούς. Όχι, ρωτήθηκαν το πώς θα μαζέψουν τις επιπτώσεις τους…
Αν, ας υποθέσουμε, βρεθεί ένας μαθητής και τους γράψει για τις επαναστάσεις που έχει φέρει στην κοινωνία και την οικονομία αυτό το φαινόμενο της τεχνολογικής έξαρσης της επικοινωνίας – από το facebook που όλοι χρησιμοποιούν μέχρι την συμβολή της στην Αραβική Ανοιξη – άραγε με τι θα βαθμολογηθεί; Αν κάποιος αναφερθεί στο τι θα ήθελε, όπως πλήθος άλλοι νέοι που ζουν σε θετικά σκεπτόμενους κόσμους, να κάνει με τα όπλα της τεχνολογίας, ποια θα ήταν η φιλοδοξία του να δημιουργήσει με αυτά, τι βαθμό θα πάρει;
Θα είναι προφανώς εκτός θέματος: γιατί το θέμα μας είναι ένα και μόνο: η πίκρα και η αυτολύπηση.
Και φροντίζουμε να τη διδάξουμε καλά στα παιδιά μας και να τα εξετάσουμε σε αυτή, για να μαστε σίγουροι ότι θα γίνουν έτσι, σαν κι εμάς…
Μακάρι να μην μας κάνουνε τη χάρη!Πηγή Το Βήμα.
Toυ Γ.Π.Μαλούχου
Κι από την άλλη, ζητάμε από εκείνους των οποίων το μέλλον έχουμε ήδη ουσιαστικά στερήσει όλα αυτά να τα ξεχάσουν και να αναπτύξουν στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο τη λογική της φοβίας, της κλάψας, της μιζέριας – εν τέλει της ηττοπάθειας.
Εξετάζονται στην.. έκθεση, δηλαδή στο μάθημα που φιλοδοξεί να «μετρήσει» αυτό που έχουν μέσα τους και τη δυνατότητά τους να το εξωτερικεύσουν οργανωμένα σε λόγο. Και τι τους ζητάμε; Να καταπιαστούν με τις τεχνολογίες, αλλά να μη δουν τα θετικά, να δουν τα αρνητικά, να μην εστιάσουν στις δυνατότητες, αλλά στις φοβίες, στην κλειστότητα.
Αυτή ήταν, είναι και θα είναι η «επίσημη» ελληνική κουλτούρα: η πιο ακατάλληλη για ένα διεθνές περιβάλλον που ο δυναμισμός είναι η μόνη επιβίωση. Αυτή η κουλτούρα έχει τεράστια ευθύνη για το ότι φτάσαμε ως εδώ: είναι ακριβώς μια κουλτούρα αποκομμένη από τις εξελίξεις στον κόσμο, στερητική και περιχαρακωμένη.
Μάλιστα, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι δεν «φταίει» καν το ίδιο το κείμενο: ακόμα κι από αυτό επελέγη μία φράση, η οποία όταν δόθηκε για ανάπτυξη, δόθηκε κουτσή. Ολόκληρη η φράση έχει ως ακολούθως: «Το περίεργο ωστόσο είναι ότι, όσο η επικοινωνία αυτή πυκνώνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, τόσο η μοναξιά μας, η ανθρώπινη, μεγαλώνει και η αποξένωση κυριαρχεί». Στο ερώτημα που ετέθη στους υποψηφίους για ανάπτυξη, η αρχή της πρότασης λείπει: το προς εξέταση θέμα ξεκινά από τη λέξη «όσο».
Δηλαδή όχι μόνον έχει εξοβελιστεί η (κυρίαρχη) θετική πλευρά του φαινομένου που καλούνται οι υποψήφιοι να κρίνουν, αλλά έχει προκληθεί και μία απονεύρωση της αναλυτικής σκέψης και της ικανότητας κρίσης: δεν ερωτούνται καν πώς ερμηνεύουν αυτό το «περίεργο» - καλούνται απλώς να κλάψουν για τις συνέπειες… Δεν ρωτήθηκαν οι υποψήφιοι τι θα μπορούσαν να κάνουν με το διαδίκτυο και τις επικοινωνίες. Δεν ρωτήθηκαν τι δυνατότητες γεννούν γι αυτούς. Όχι, ρωτήθηκαν το πώς θα μαζέψουν τις επιπτώσεις τους…
Αν, ας υποθέσουμε, βρεθεί ένας μαθητής και τους γράψει για τις επαναστάσεις που έχει φέρει στην κοινωνία και την οικονομία αυτό το φαινόμενο της τεχνολογικής έξαρσης της επικοινωνίας – από το facebook που όλοι χρησιμοποιούν μέχρι την συμβολή της στην Αραβική Ανοιξη – άραγε με τι θα βαθμολογηθεί; Αν κάποιος αναφερθεί στο τι θα ήθελε, όπως πλήθος άλλοι νέοι που ζουν σε θετικά σκεπτόμενους κόσμους, να κάνει με τα όπλα της τεχνολογίας, ποια θα ήταν η φιλοδοξία του να δημιουργήσει με αυτά, τι βαθμό θα πάρει;
Θα είναι προφανώς εκτός θέματος: γιατί το θέμα μας είναι ένα και μόνο: η πίκρα και η αυτολύπηση.
Και φροντίζουμε να τη διδάξουμε καλά στα παιδιά μας και να τα εξετάσουμε σε αυτή, για να μαστε σίγουροι ότι θα γίνουν έτσι, σαν κι εμάς…
Μακάρι να μην μας κάνουνε τη χάρη!Πηγή Το Βήμα.
Toυ Γ.Π.Μαλούχου