"Το υπερβολικό δημόσιο χρέος μπορεί οδηγήσει μόνο σε περιορισμό της ανάπτυξης.
Όσο συσσωρεύεται το χρέος, το ίδιο κάνει και το κόστος της εξυπηρέτησής του, περιορίζοντας τα έσοδα που θα μπορούσαν να έχουν διατεθεί για τη χρηματοδότηση άλλων εξόδων.
Η ευαισθησία στις διακυμάνσεις των επιτοκίων αυξάνεται επίσης".
Το δημόσιο χρέος αυξάνει άλλους.. κινδύνους:
οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης θα μπορούσαν να φθάσουν στο σημείο που θαοδηγήσουν σε πτώση ή πάγωμα των ιδιωτικών επενδύσεων, κάτι το οποίο μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων.
Στο τέλος, όταν οι κυβερνήσεις έχουν παγιδευτεί με υπερβολικό χρέος, δεν έχουν άλλη επιλογή από το απότομο default, μέσω της αναδιάρθρωσης, ή πιο απαλά μέσω του πληθωρισμού, όπως επισημαίνει η BNP Paribas σε έκθεσή της.
Με το ξέσπασμα της πρόσφατης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα δημόσια οικονομικά έχουν επιδεινωθεί λόγω της διάσωσης των τραπεζών και των μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Με τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης, οι αρχές άρχισαν να επικεντρώνονται σε τρόπους μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων.
Η ελληνική κρίση παρουσιάστηκε ως η απόλυτη απόδειξη ότι όλες οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο: οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των επιτοκίων, το οποίο με τη σειρά του πυροδοτεί μια κρίση ρευστότητας που γρήγορα εξελίσσεται σε κρίση φερεγγυότητας.
Μοντέλα λιτότητας
Όπως σημειώνει η BNP, οι υποστηρικτές της δημοσιονομικής λιτότητας βάσισαν τα επιχειρήματά τους σε δύο εργασίες, αυτήν του Alesina και Ardagna, του 2009 καθώς και αυτή του Reinhart και Rogoff του 2010.
Η πρώτη υποστηρίζει ότι η λιτότητα μπορεί να είναι επεκτατική, ενώ η δεύτερη προειδοποίησε για απότομη επιβράδυνση της ανάπτυξης μόλις το δημόσιο χρέος υπερβεί το 90% του ΑΕΠ. Οιέρευνες αυτές έχουν έκτοτε σε μεγάλο βαθμό αμφισβητηθεί.
Όσον αφορά αυτή του Alesina και Ardagna, μια λεπτομερή ανάλυση των περιόδων της επεκτατικής λιτότητας, θέτει δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν και ορισμένες χώρες αποτελεσματικά κατάφεραν να μειώσουν το δείκτη του χρέους τους, χωρίς να στείλουν την οικονομία σε ύφεση, επίσης επέλεξαν χαλαρή νομισματική πολιτική που βοήθησε να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Οι εν λόγω χώρες επωφελήθηκαν επίσης από εξωτερικές πηγές ανάπτυξης. Το παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι ο Καναδάς στη δεκαετία του 1990.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τον τρόπο μέτρησης της μείωσης του ελλείμματος. Οι συγγραφείς μέτρησαν τη μείωση του ελλείμματος ex post, ανεξάρτητα από το αν ήταν λόγω της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων ή τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών. Λόγω αυτής της προσέγγισης, οι συγγραφείς εντόπισαν περισσότερες περιπτώσεις επεκτατικής λιτότητας από αυτές που πράγματι συνέβησαν.
Ένα άλλο συμπέρασμα από την έρευνά τους ήταν πως οι περικοπές δαπανών είναι προτιμώτερες από τις φορολογικές αυξήσεις. Κοιτάζοντας πέρα από τη θεωρία ότι οι αγορές κατανέμουν τους πόρους πιο αποτελεσματικά από ό, τι οι κυβερνήσεις, οι συγγραφείς βλέπουνσε αυτή την «ισορροπημένη προσέγγιση», τα θεμέλια για την ανανέωση της εμπιστοσύνης.
Μετά από πολλά χρόνια λιτότητας, η BNP Paribas τονίζει ότι η λιτότητα δεν ήταν επεκτατική: η ύφεση στη νότια Ευρώπη συνεχίζεται ασταμάτητα. Η ώθηση στην εμπιστοσύνη δεν συνέβη, και τα επιτόκια παραμένουν πολύ υψηλά. Βεβαίως, τα επιτόκια δεν είναι τόσο υψηλά όσο ήταν στο παρελθόν, αλλά αυτή η σχετική επιστροφή της εμπιστοσύνης οφείλεται στην ΕΚΤ: με την αναγγελία του προγράμματος OMT, η κεντρική τράπεζα μείωσε τους φόβους ότι ορισμένες χώρες μπορεί να βγουν από την Ευρωζώνη.
Η λιτότητα αύξησε το χρέος
Επιπλέον, τα μέτρα περιορισμού του προϋπολογισμού δεν μείωσαν τον δείκτη του χρέους. Αντίθετα, βοηθώντας την αργή δραστηριότητα, η λιτότητα αύξησε στην πραγματικατικότητα το χρέος. Σε ορισμένες χώρες, τα μέτρα λιτότητας ήταν τόσο σκληρά που οδήγησαν σε χαμηλότερη δυναμική παραγωγής. Τα καταθλιπτικά αποτελέσματα της λιτότητας στην παραγωγή δεν θα γίνουν αισθητά μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον: οι επενδυτικές δαπάνες (υποδομές,έρευνα και ανάπτυξη, εκπαίδευση), οι οποίες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης, έχουν κοπεί στον ίδιο βαθμό με άλλες δαπάνες.
Όσον αφορά το crowding out, δηλαδή την πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων σε ορισμένες προβληματικές χώρες, φαίνεται να αφορά περισσότερο τη δυσλειτουργία της αγοράς χρήματος. Οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να υπολογίζουν μόνο στην ΕΚΤ για την πρόσβαση σε ρευστότητα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις: Αυτό τείνει να ευνοεί την αγορά των κρατικών χρεογράφων κατά την κατανομή πιστώσεων προς την οικονομία.
Σίγουρα, η νότια Ευρώπη δεν είχε άλλη επιλογή από τη λιτότητα. Ωστόσο, εκτός της ζώνης του ευρώ, και άλλες χώρες υιοθέτησαν μέτρα λιτότητας, ακόμη και εν απουσία των πιέσεων της αγοράς. Στη Βρετανία τα αποτελέσματα ήταν μόνο ελαφρώς λιγότερο αποθαρρυντικά από ό, τι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Και παρόλο που η οικονομία των ΗΠΑ έχει κρατηθεί καλύτερα, η ανάπτυξηξεπερνά μόλις το 2%. Επιπλέον, η υποτίμηση των νομισμάτων τους, τους βοήθησε.
Θα ήταν καλύτερα αν η Ευρώπη είχε επικεντρωθεί σε μία άλλη νωρίτερη έρευνα των Reinhart και Rogoff, συγκεκριμένα στο βιβλίο τους « This Time is Different», το οποίο δημοσιεύθηκε το 2009.Το συμπερασμά τους θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο όλων των ανησυχιών: «μετά μια κρίση χρέους, δημόσια ή ιδιωτική, με ή χωρίς μια τραπεζική κρίση, η ανάπτυξη θα παραμείνει απούσα για τουλάχιστον μια δεκαετία μετά».
Η παρατήρηση αυτή και μόνο θα ήταν αρκετή για να ωθήσει την επιλογή της λιτότητας σε μια δεύτερη φάση, με πρώτη επιλογή ένα μίγμα χαλαρής πολιτικής που θα τροφοδοτήσει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Είναι ξεκάθαρο πως η Ευρώπη βασίστηκε σε λάθος θεωρίες και ακολούθησε τον λάθος δρόμο ο οποίος ουσιαστικά αυξάνει το χρεός των χωρών και «υπόσχεται» πολλά χρόνια ύφεσης